Δε χωρά αμφιβολία ότι το διαδίκτυο και η ψηφιοποίηση ως ανατρεπτική καινοτομία επιφέρουν την πλήρη αναδιαμόρφωση στην αλυσίδα των αξιών (Value Chain) στα μέχρι πρότινος κερδοφόρα επιχειρηματικά μοντέλα διαφόρων βιομηχανιών, μεταξύ αυτών και του λιανεμπορίου. Με αποτέλεσμα να σημειώνεται ο μετασχηματισμός τους και η «ψηφιακή εκθρόνιση» των κατεστημένων επιχειρήσεων των διαφόρων βιομηχανιών από τους νεοφυείς ψηφιακούς επιτιθέμενους.
Το ερώτημα που τίθεται ευλόγως είναι ένα, πότε θα συμβεί αυτό και με ποιον τρόπο τελικά θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις.
Στην αγορά των ρολογιών και δη των ρολογιών πολυτελείας και στην ερώτηση για το «πότε» αυτή θα μετασχηματιστεί, μπορούμε με σιγουριά να απαντήσουμε εδώ και τώρα. Μάλιστα, ο μετασχηματισμός της συγκεκριμένης αγοράς προήλθε από «δεύτερο χέρι», καθώς εδώ και αρκετά χρόνια, οι καινοδεινόσαυροι Ελβετοί ωρολογοποιοί ήταν απλώς παρατηρητές της δημιουργίας μιας νέας αγοράς ρολογιών πολυτελείας, αυτής των μεταχειρισμένων.
Ενώ η Rolex, η Omega, η Breitling, η IWC, η TAG Heuer και η «παρέα» τους πραγματοποιούν ετησίως συνολικές πωλήσεις 17 δισ. ευρώ, η αγορά των μεταχειρισμένων ρολογιών πολυτελείας είναι βάση εκτιμήσεων 10 με 15 φορές μεγαλύτερη από την αγορά καινούργιων. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι εμπλεκόμενες εταιρείες τρίτων εκμεταλλεύονται τις πωλήσεις με μεταχειρισμένα ελβετικά ρολόγια ύψους 170 – 255 δισ. ευρώ, ενώ ο κλάδος της ωρολογοποιίας παρέμενε πεισματικά αδρανής, μέχρι πρόσφατα.
Γιατί μέχρι πρόσφατα; Πριν από λίγο καιρό, ο ελβετικός όμιλος πολυτελών ρολογιών Brands Richemont εξαγόρασε την αγγλική εταιρεία λιανικών πωλήσεων μεταχειρισμένων ρολογιών πολυτελείας, Watchfinder, μέσω Διαδικτύου. Οι πωλήσεις της συγκεκριμένης εταιρείας ανέρχονται στα 140 εκατ. ευρώ περίπου και λειτουργεί, πέρα των ηλεκτρονικών καταστημάτων σε Μ. Βρετανία, ΗΠΑ, Αυστραλία και Γαλλία, και επτά συμβατικά καταστήματα στη Μ. Βρετανία καθώς και ένα συνεργείο επισκευής,. Η παραπάνω εξαγορά αποτελεί ορόσημο στην αγορά της ωρολογοποιίας, καθώς πρόκειται για την πρώτη είσοδο ενός έμπορου ρολογιών πολυτελείας στην αγορά των πιστοποιημένων μεταχειρισμένων (Certified Pre-Owned) ρολογιών. Σημειώνεται ότι στη Richemont ανήκουν οκτώ κατασκευαστές πολυτελών ρολογιών όπως η Vacheron Constantin, η Baume & Mercier, η A. Lange & Söhne, η IWC, η Piaget αλλά κ.α..
Μάλιστα, μέσω της παραπάνω εξαγοράς, προκύπτουν νέες δυνατότητες εκμετάλλευσης στο ηλεκτρονικό εμπόριο και συνεργασίας για την Richemont. Και αυτό διότι η ίδια κατέχει όχι μόνο το κορυφαίο διαδικτυακό όμιλο πολυτελούς ρουχισμού «Yoox Net-A-Porter Group» (YNAP) (Yoox Net-A-Porter Group: Ρεκόρ με 2,1 δισ. ευρώ πωλήσεις για το 2017), αλλά και το ανδρικό Mr Porter, ένα από τα σημαντικότερα ηλεκτρονικά καταστήματα ανδρικής μόδας, το οποίο μάλιστα επεκτείνεται με ιδιαίτερη επιτυχία και στην αγορά πώλησης ρολογιών μέσω διαδικτύου. Επιπλέον, μέσω της Watchfinder δίνεται η δυνατότητα στη Richemont να πωλήσει και ρολόγια πολυτελείας τρίτων, όπως της Rolex, της Omega και της Breitling. Και τέλος, η Richmont μέσω της Watchfinder προτίθεται να ανταγωνιστεί ευθέως και τις άλλες μεγάλες πλατφόρμες πώλησης πιστοποιημένων μεταχειρισμένων ρολογιών, όπως τις γερμανικές Chrono24 και Chronext αλλά και τις αμερικανικές Bob’s Watch, WatchBox και την Tourneau, η οποία εξαγοράστηκε πρόσφατα από την Bucherer.
Η μεγαλύτερη διαδικτυακή πλατφόρμα ρολογιών πολυτελείας είναι αυτή της Chrono24, καθώς το 2017 η αξία των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μέσω αυτής ξεπέρασαν το 1 δισ. ευρώ σε αξία. Σύμφωνα με την παρουσίαση του διευθύνοντα συμβούλου της Tim Stracke στο περσινό συνέδριο της NOAH στο Λονδίνο, η μέση αξία ενός ρολογιού ανέρχεται στα 7.000 ευρώ. Η συγκεκριμένη πλατφόρμα, η οποία έχει λάβει επενδυτικά κεφάλαια άνω των 30 εκατ. ευρώ, συνεργάζεται με περισσότερους από 2.300 εμπόρους από 90 διαφορετικές χώρες, ενώ προσφέρει περισσότερα από 300.000 ρολόγια σε 22 διαφορετικές γλώσσες, μεταξύ αυτών και στα Ελληνικά.
Αντίστοιχα, η αξία των εμπορικών συναλλαγών μέσω της πλατφόρμας της Chronext, η οποία έλαβε πρόσφατα νέα επενδυτικά κεφάλαια συνολικού ύψους 34 εκατ. δολάρια από την Tengelmann Ventures και την Endeit Capital, ανήλθε για το 2017 στα 60 εκατ. δολάρια, ενώ για το 2018 αυτές αναμένεται να φτάσουν τα 130 εκατ. δολάρια. Ο διευθύνων σύμβουλος και συνιδρυτής της Chronext Philipp Man, παρουσίασε πρόσφατα στο συνέδριο NOAH του Βερολίνου το επιχειρηματικό μοντέλο της. Συνολικά, η Chronext έλαβε μέχρι στιγμής επενδυτικά κεφάλαια ύψους 51,6 εκατ. δολάρια.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η αθροιστική αξία των ρολογιών που έχουν στην κατοχή τους οι καταναλωτές παγκοσμίως ανέρχεται στα περίπου 500 – 900 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι κατανοητό γιατί ο συγκεκριμένος κλάδος του ηλεκτρονικού εμπορίου, της «δευτερογενούς» αγοράς που εμφανίζει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί και για τους Ελβετούς ωρολογοποιούς το «Μήλο της Έριδος» και ας είναι από «δεύτερο χέρι». Επιτέλους, και οι παραπάνω κατανόησαν ότι οι πελάτες τους είναι ήδη στο διαδίκτυο!
Σχόλια