Οι οικονομικές & πολιτικές επιδόσεις της χώρας μετά τον Covid-19 σε έναν συλλογικό τόμο από τις εκδόσεις Πατάκη

Η οικονομική κρίση δεν γινόταν να αφήσει ανεπηρέαστη την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας, στιγματίζοντας μάλιστα για ένα διάστημα τις σχέσεις της με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Εκτός αυτού, συνεχίζει να διαβρώνει τη σχέση ανάμεσα στο κράτος, τις κυβερνήσεις και τους πολίτες.
Την ίδια στιγμή, τα τελευταία χρόνια εκδηλώθηκαν αξιοσημείωτα γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της χώρας προς την οικονομική ανάπτυξη. Ένα από αυτά, ίσως το πιο χαρακτηριστικό, ήταν το αλησμόνητο ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19, ένα ξέσπασμα που αφενός ανέκοψε την πορεία της χώρας προς την ανάπτυξη, αφετέρου κατέστησε χειρότερες τις οικονομικές και πολιτικές της προοπτικές.
Στον εν λόγω συλλογικό τόμο «Οικονομικές και πολιτικές επιδόσεις της Ελλάδας: Η εποχή μετά την πανδημία Covid-19», με επιμέλεια Παναγιώτη Λιαργκόβα και Γεωργίου Μαρή, από τις εκδόσεις Πατάκη, επιδιώκει μέσω μιας διεπιστημονικής προσέγγισης να πραγματοποιήσει έναν επαναπροσδιορισμό της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτόν, το παρόν βιβλίο προσπαθεί να αξιολογήσει το κατά πόσο επηρεάστηκε το «ταξίδι» προς τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη εντός της Ευρωζώνης. Γραμμένο από ορισμένους εκ των κυριότερων ερευνητών πάνω στο αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας και της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, το ανάγνωσμα αναλύει με εμπεριστατωμένο, επιστημονικό τρόπο τις κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας του κορωνοϊού στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Συντελεστές του τόμου είναι ο Νικόλαος Αποστολόπουλος, ο Γιώργος Γαλατσίδης, η Δέσποινα Κεσπέρη, ο Άγγελος Κότιος, ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, ο Κωνσταντίνος Λοΐζος, η Σταματία Μαλωίνα, ο Γεώργιος Μαρής, ο Θέοδωρος Μαριόλης, ο Βλάσης Μισσός, η Παναγιώτα Ξανθοπούλου, ο Σήφης Πλυμάκης, ο Σπυρίδων Α. Ρουκανάς, ο Παντελής Γ. Σκλιάς, ο Φλώρος Φλούρος, ο Κωνσταντίνος Ι. Χαζάκης και ο Μάριος Ψυχάλης.
Αρκετά αποτελεσματική η δημοσιονομική πολιτική
Στο πρώτο κεφάλαιο, οι Αποστολόπουλος, Λιαργκόβας και Ψυχάλης αξιολογούν τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής επέκτασης, χρησιμοποιώντας δείκτες όπως το επίπεδο της ανεργίας, η επίδραση που είχαν οι δαπάνες στον οικονομικό κύκλο καθώς και η μεταβολή του επιπέδου του ΑΕΠ του δημόσιου χρέους για την αντιμετώπιση των συνεπειών που επέφερε η πανδημία. Όπως φανερώνουν τα αποτελέσματα, η δημοσιονομική πολιτική, ιδιαίτερα σε περιόδους παγίδας ρευστότητας, καθίσταται αρκετά αποτελεσματική. Και αυτό διότι συντελεί στην επιτυχή αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Φυσικά, η συγκεκριμένη εξέλιξη συνοδεύεται από την παράλληλη αύξηση του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τόσο η δημοσιονομική επέκταση όσο και η νομισματική χαλάρωση δύνανται να επιφέρουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού ζήτησης, με την αύξηση της συναθροιστικής ζήτησης. Στην ουσία, κατόπιν της χρήσης δημοσιονομικών και νομισματικών εργαλείων από τα κράτη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρατηρείται αύξηση του πληθωρισμού.
Συνεχής συσώρευση δημοσιονομικών ελλειμμάτων
Στο δεύτερο κεφάλαιο, οι Γαλατσίδας, Ρουκανάς και Σκλιάς υπογραμμίζουν ότι η διαρκής συσσώρευση δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι αυτή που χαρακτηρίζει τη διαχρονική δημοσιονομική θέση της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, δεν έγιναν αξιόλογες προσπάθειες ελέγχου και εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών, με συσσώρευση χρέους στον δημόσιο τομέα. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια την επικράτηση στην ελληνική οικονομία ενός προτύπου οικονομικής ανάπτυξης που σε αρκετά μεγάλο βαθμό βασίστηκε όχι στην καινοτόμο και εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, αλλά στην εσωτερική κατανάλωση. Αυτό, βέβαια, δημιουργεί προϋποθέσεις υπερχρέωσης εξαιτίας της συσσώρευσης ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ την ίδια ώρα η μη βιωσιμότητα επιτευχθείσας μεγέθυνσης δεν δημιουργεί προϋποθέσεις αποπληρωμής των δανείων.
Τι συνέβη στην οικονομία κατά την περίοδο 2010-2014
Στο τρίτο κεφάλαιο, οι Μαριόλης και Κασπέρη, με βάση ένα υπόδειγμα Leontief-Sraffa, εκτιμούν τις μεταβολές στις απαιτήσεις απασχόλησης, στους πολλαπλασιαστές ζήτησης και στην τεχνική αποτελεσματικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο της δημοσιονομικής αναπροσαρμογής και της υποτίμησης των μισθών, δηλαδή από το 2010 έως το 2014. Ανιχνεύεται, αρχικά, ότι δεν σημειώθηκαν σημαντικές ανακατατάξεις κλάδων βάσει των απαιτήσεων και των πολλαπλασιαστών απασχόλησης. Επίσης, ανιχνεύεται ότι υπήρξαν αυξητικές τάσεις στις διαρροές και στους πολλαπλασιαστές απασχόλησης, καθώς και, με την εξαίρεση του πρωτογενούς τομέα, στη συνολική οικονομία συνέβη «χρησιμοποιούσα εργασία, εξοικονομούσα εγχώριες παραγωγικές εισροές και χρησιμοποιούσα εισαγόμενες παραγωγικές εισροές» τεχνική μεταβολή. Στον πρωτογενή τομέα, από την άλλη, έλαβε χώρα «εξοικονομούσα εργασία και χρησιμοποιούσα παραγωγικές εισροές» τεχνική μεταβολή. Κάτι άλλο το οποίο ανιχνεύουν οι συγγραφείς του κεφαλαίου είναι ότι η εν συνόλω τεχνική αποτελεσματικότητα της οικονομίας μειώθηκε και η ποσοστιαία επίπτωση των εισαγόμενων παραγωγικών εισροών σε αυτή την αποτελεσματικότητα αυξήθηκε. Αυτό που πιθανώς υποδηλώνουν τα ευρήματα είναι ότι η πολιτική που εφαρμόστηκε δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, συνεπώς εγείρονται αμφιβολίες ως προς τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της.
Χρηματοπιστωτικός τομέας
Στη συνέχεια, στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Λοΐζος και ο Μισσός μελετούν τις εξελίξεις του όγκου των εργασιών και των χρηματοοικονομικών δεικτών του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα, όπως επίσης και τις επιπτώσεις στο επίπεδο και τη σύνθεση απασχόλησης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στο κεφάλαιο αυτό καθίσταται σαφές ότι η οικονομική κρίση συνέβαλε σημαντικά στο να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο και το επιχειρηματικό μοντέλο των τραπεζών πέρασε σε μια νέα φάση, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό τη βαθιά επίδραση των υφεσιακών τάσεων της οικονομίας. Μια σαφή τάση αναδιάρθρωσης χαρακτήρισε τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, το επίπεδο της οποίας σήμανε και τη βαθιά αναδιάταξη και επαναλειτουργία του. Ο κλάδος στηρίχτηκε σε ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, σύμφωνο με τους ευρωπαϊκούς κανόνες λειτουργίας και ελέγχου. Η διαχείριση της κρίσης στιγμάτισε τις δραστηριότητες τραπεζικών εργασιών και ανέδειξε τα προβλήματα λειτουργίας του κλάδου, αλλά και τον ευμετάβλητο χαρακτήρα του.
Προκλήσεις και κίνδυνοι της Covid-19 στην ελληνική οικονομία
Ο Κωνσταντίνος Χαζάκης, στο πέμπτο κεφάλαιο, μελετά τις προκλήσεις και τους κινδύνους που προκύπτουν από την πανδημία Covid-19 στην ελληνική οικονομία, δίνοντας έμφαση στο πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, στο χρέος, στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. Ο ίδιος έχει ως στόχο να εξάγει κάποια βασικά συμπεράσματα για το πώς ανασυγκροτήθηκε η ελληνική οικονομία μετά το πέρας της πανδημίας. Απαραίτητη είναι η αντιστάθμιση των ενδεχόμενων κινδύνων και των πιθανών προκλήσεων, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί από την εμπροσθοβαρή εκταμίευση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από την εφαρμογή ενός αναπτυξιακού μοντέλου το οποίο δίνει έμφαση στην παραγωγή και στις εξαγωγές, δίχως να βλάπτονται τόσο τα εισοδήματα όσο και τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων.
Παρόμοιες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης σε Ελλάδα και Κύπρο
Στο έκτο κεφάλαιο, οι Μαρής και Μαλωίνα παρουσιάζουν και συγκρίνουν τα μακροοικονομικά στοιχεία της Ελλάδας και της Κύπρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Εδώ πραγματοποιείται μια ανάλυση και αξιολόγηση των οικονομικών διαπραγματεύσεων αλλά και των οικονομικών καταστάσεων που διαδραματίστηκαν, επηρεάζοντας τις εθνικές οικονομίας αμφότερων των χωρών. Βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή τη μελέτη είναι ότι η οικονομική κρίση που έπληξε τις δύο χώρες, κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας, έχει μεν διαφορετικά αίτια αλλά παρόμοιες επιπτώσεις σε θεμελιώδεις πολιτικοοικονομικούς τομείς της εκάστοτε χώρας.
Ψηφιακός μετασχηματισμός κατά την περίοδο της πανδημίας
Κατόπιν, στο έβδομο κεφάλαιο, ο Πλυμάκης και η Ξανθοπούλου προχωρούν σε αξιολόγηση του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Δυστυχώς, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα, παρόλο που διαχρονικά εξαγγέλλεται, διαρκώς αποτυγχάνει ως στόχος πολιτικής, ενώ παρουσιάζεται ως κύρια πολιτική προτεραιότητα όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2000 έως σήμερα. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η πολιτική ρητορική για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους (παλαιότερα ως μηχανοργάνωση του κράτους και προώθηση της νέας, καινοτόμας ψηφιακής οικονομίας) συνόδευε όλες τις κυβερνητικές εξαγγελίες που αφορούσαν την αναμόρφωση και μεταρρύθμιση του κράτους. Ο στόχος του ψηφιακού μετασχηματισμού αποτελούσε ιδιαίτερα προβεβλημένη πολιτική εξαγγελία των εκάστοτε κυβερνήσεων, με σκοπό να μπει ένα τέλος στην ατελείωτη γραφειοκρατία και να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, που θα συνοδευόταν φυσικά από τη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας στην οικονομία.
Η πολιτική οικονομία της υγείας την τελευταία 10ετία
Στο όγδοο κεφάλαιο, οι Κότιος και Ρουκανάς αξιολογούν την πολιτική οικονομία της υγείας τα τελευταία δέκα χρόνια. Η Ελλάδα το 2010 υιοθέτησε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής με σκοπό να διορθωθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα της οικονομίας της. Το εν λόγω πρόγραμμα ολοκληρώθηκε οχτώ χρόνια μετά, στις 20 Αυγούστου 2018, με την υιοθέτηση της διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης να έχει αναμφίβολες συνέπειες για συγκεκριμένους τομείς της οικονομικής κρίσης. Ο τομέας της υγείας είναι καίριας σημασίας σε ό,τι αφορά τις παραγωγικές δυνατότητες μιας εθνικής οικονομίας. Η μελέτη του τομέα της υγείας στη χώρα κατόπιν της υιοθέτησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής θα αποκαλύψει σε τι βαθμό αυτός ο τομέας είναι ικανός να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά υγειονομικές προκλήσεις όπως η πανδημία της Covid-19. Η ανάλυση θέτει υπό το μικροσκόπιο τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης στον τομέα της υγείας και στις προοπτικές των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο, το ένατο, ο Φλούρος μελετά τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης Covid-19 στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει, η έλευση της κρίσης, εκτός από τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που επιφέρει, οι οποίες χρήζουν άμεσα καλύτερης διαχείρισης, δημιουργεί ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για επαναπροσδιορισμό των νέων προτεραιοτήτων που προκύπτουν με δεδομένο το νέο εξωτερικό περιβάλλον. Αναγκαίο είναι να υπάρχει η απαραίτητη πληροφόρηση και η πολιτική βούληση που δεν θα κινείται στο πλαίσιο του πελατειακού κράτους, αλλά αντίθετα θα λαμβάνει υπόψιν της ζητήματα γεωπολιτικής και επίγνωση των διαθέσιμων πόρων και ικανοτήτων της χώρας, για τη σωστή και συνετή στοχοθέτηση από την πλευρά της κυβέρνησης. Μεγάλη πρόοδος εξακολουθεί να σημειώνεται στην ψηφιοποίηση βασικών λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης, κι έτσι επιταχύνεται η βελτίωση του κρατικού μηχανισμού, που θα ωφελήσει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της χώρας. Η συνέχιση του έργου της ψηφιοποίησης στον δημόσιο τομέα αναμένεται να συμβαδίζει με την ανάγκη επένδυσης για εκσυγχρονισμό των δομών, για αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών με σκοπό τον επιπλέον περιορισμό της φοροδιαφυγής, καθώς και τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς της επιστήμης.
Αστική ανθεκτικότητα των Δήμων
Τέλος, στο 10ο κεφάλαιο, οι Πλυμάκης και Ξανθοπούλου θέτουν σε ανάλυση την αστική ανθεκτικότητα των Δήμων στην Ελλάδα και τις στρατηγικές που αυτοί υιοθέτησαν ώστε να διασφαλίσουν την επιχειρησιακή τους λειτουργία υπό το βάρος της κρίσης του κορωνοϊού. Η έρευνα αυτή, που βασίζεται προπάντων σε στοιχεία διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) και σε πρωτογενή δεδομένα, επιχειρεί να αναλύσει τη στρατηγική, τις ανάγκες, τις προκλήσεις αλλά και τις προοπτικές που αντιμετωπίζει η πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα αναφορικά με τη λειτουργία της σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, και ειδικότερα στις πρωτοφανείς συνθήκες οι οποίες δημιουργήθηκαν από την κρίση της Covid-19. Η έρευνα διεξήχθη το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2020 και Ιουλίου 2021. Το δείγμα της έρευνας ήταν 31 Δήμοι που εισήγαγαν και εφάρμοσαν συγκεκριμένες πολιτικές και στρατηγικές για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού. Οι Δήμοι αυτοί, επιπρόσθετα, διαθέτουν προηγούμενη εμπειρία στον στρατηγικό προορισμό και την αξιολόγηση, προκειμένου να αναλυθούν οι συνέπειες της κρίσης στους εν λόγω τομείς.
Σχόλια