Συγκλονίζουν ακόμα οι εικόνες από την καταστροφή που προκάλεσε στο πέρασμά της η θεομηνία «Daniel» στη Θεσσαλία. Τι πήγε τόσο στραβά και μία ολόκληρη περιφέρεια της χώρας απώλεσε ζωές ανθρώπων, σπίτια, έργα υποδομών, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και χιλιάδες ζώα;
Μιλήσαμε με τους καθηγητές κ. Χρήστο Μακρόπουλο, Νίκο Μαμάση και Ανδρέα Ευστρατιάδη των Εργαστηρίων Υδρολογίας και Υδραυλικής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ για να δούμε «τις πταίει».
Η ιδιαιτερότητα της περιφέρειας Θεσσαλίας από άποψη υδατικών πόρων
Η Θεσσαλία είναι ο μεγαλύτερος «καταναλωτής νερού» στη χώρα, λόγω των αρδευτικών αναγκών της. Ωστόσο, ούτε οι διαθέσιμοι υδατικοί της πόροι, αλλά ούτε και τα υφιστάμενα έργα της επαρκούν για να καλύψουν πλήρως αυτές τις ανάγκες. Σημαντικό ποσοστό των αρδεύσεων γίνεται με αντλήσεις υπόγειων νερών με αρνητικές συνέπειες σε συγκεκριμένες περιοχές. Ένα μικρό μέρος των υδατικών αναγκών καλύπτεται με εκτροπή των νερών του Αχελώου, μέσω του φράγματος Πλαστήρα. Το μοναδικό μεγάλο έργο ταμίευσης είναι το φράγμα Σμοκόβου, αλλά τα κατάντη δίκτυά του είναι ακόμα ημιτελή. Σοβαρό πρόβλημα είναι επίσης οι απώλειες στα συστήματα μεταφοράς νερού. Άρα η Θεσσαλία είναι σε δύσκολη θέση από μεριάς υδατικών πόρων.
Είναι ταυτόχρονα όμως και ιδιαιτέρως ευάλωτη σε πλημμύρες. Στην πραγματικότητα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος της χαμηλής ζώνης του Πηνειού ήταν έλος. Μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε ένα σχεδόν «τεχνητό» υδροσύστημα, με διευθετημένα κανάλια, αναχώματα, και αποστραγγιστικές τάφρους. Το σύστημα αυτό, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως βεβαίως και στην πρόσφατη κακοκαιρία, έχει αποδειχθεί ανεπαρκές.
Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η καταστροφή;
Η συγκεκριμένη κακοκαιρία χαρακτηρίστηκε από τους πολύ μεγάλους όγκους βροχής που δέχθηκε το σύνολο της λεκάνης του Πηνειού. Η ιδιαιτερότητα εδώ δεν είναι τόσο στα «ρεκόρ» βροχόπτωσης που φαίνεται να καταγράφηκαν σε κάποιους σταθμούς, αλλά κυρίως στη μεγάλη χρονική διάρκεια και χωρική έκταση του φαινομένου. Μακροσκοπικά, φαίνεται ότι η κατάκλυση των χαμηλών περιοχών του Πηνειού ήταν αναπόφευκτη, δεδομένων των δυνατοτήτων (και αδυναμιών) των υφιστάμενων υποδομών. Δεν είμαστε όμως σε θέση να δώσουμε ποσοτικές εκτιμήσεις.
Τα φράγματα που έσπασαν
Η θραύση αναχωμάτων για την ελεγχόμενη εκτόνωση πλημμυρών αποτελεί, εν γένει, μια από τις ελάχιστες διαχειριστικές επιλογές που είναι εφικτές σε πραγματικό χρόνο. Από την άλλη, εσφαλμένες αποφάσεις, υπό καθεστώς πίεσης μπορεί να προκαλέσουν ζημιές - δημιουργώντας τελικά περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθούν να λύσουν. Για τον λόγο αυτό, τέτοιες ενέργειες πρέπει να γίνονται βάσει πολύ καλά τεκμηριωμένων επιχειρησιακών σχεδίων, έχοντας καλή εποπτεία της κατάστασης και βέβαια καλό συντονισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν γνωρίζουμε τι έγινε στην περιοχή ούτε αν έγινε βάσει σχεδίου. Πάντως, είναι βέβαιο ότι υπήρχε μη αμελητέος χρόνος προετοιμασίας πριν την πλημμύρα (τουλάχιστον ένα 24ωρο), λαμβάνοντας υπόψη τις προγνώσεις των μετεωρολόγων.
Η «αποσυμφόρηση»
Σταδιακά, ένα ποσοστό του νερού θα υποχωρήσει προς τον φυσικό αποδέκτη του συστήματος, τον Πηνειό, όμως, λόγω τοπογραφίας, η αποστράγγιση θα είναι σίγουρα αργή. Δυστυχώς, τα νερά των κλειστών λεκανών της χαμηλής ζώνης της Δυτικής Θεσσαλίας, καθώς και της περιοχής της Κάρλας, δεν έχουν φυσική δίοδο, και άρα θα χρειαστεί άντληση. Δεν είναι γνωστό σε τι κατάσταση βρίσκονται τα υφιστάμενα αντλιοστάσια, μετά την πλημμύρα, και σε κάθε περίπτωση θα απαιτηθεί χρόνος, γιατί οι ποσότητες του νερού είναι τεράστιες και το έδαφος είναι εντελώς κορεσμένο.
Οι αυτοψίες σε σπίτια και επιχειρήσεις
Όσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή, ο κ. Νίκος Παπαγεωργίου, Πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος - Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας (ΤΕΕ -ΚΔΘ) αναφέρει ότι έχει διαμορφωθεί ένα μητρώο 274 εθελοντών μηχανικών, οι οποίοι πραγματοποιούν αυτοψίες ώστε να αποτυπωθούν οι ζημιές στα κτήρια προκειμένου οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε αιτήσεις για αποζημιώσεις. Αναφέρει ότι υπήρχε σχέδιο διαχείρισης πλημμυρών το 2018, που όφειλε να αναθεωρηθεί το 2021, γεγονός που δεν έγινε. Το νέο σχέδιο θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα δεδομένα που προέκυψαν μετά τον «Daniel» ώστε να υπάρξει ανασχεδιασμός με αντιπλημμυρική θωράκιση που να απαντά σε αντίστοιχα φαινόμενα.
Έθεσε όμως και τον προβληματισμό σχετικά με τη θέση που δομούνται κτήρια, αναφέροντας πως, τι νόημα έχει να ανεγερθεί ένα εργοστάσιο που έχει πάθει ζημιές χιλιάδων ή εκατομμυρίων ευρώ σε ένα σημείο που επιβεβαιωμένα διατρέχει πλημμυρικό κίνδυνο; Πρέπει να διερευνηθεί το θέμα της χωροταξίας εκ νέου. Οι επιχειρήσεις να συγκεντρωθούν σε ΒΙ.ΠΕ., οργανωμένα βιομηχανικά πάρκα και εκεί να υλοποιηθεί η αντιπλημμυρική θωράκιση τους.
Αλλαγή στις προβλέψεις
H κ. Γραμματή Μπακλατσή, αγρονόμος-τοπογράφος μηχανικός που ζει και εργάζεται στο Βόλο, αναφέρει ότι ο σχεδιασμός στις ποταμογέφυρες γίνεται με περίοδο αναφοράς πλημμύρας υπολογισμού στην καλύτερη των περιπτώσεων στα 100 χρόνια. Η πρόβλεψη πρέπει να πάει στα 200 χρόνια. Το ίδιο και για τα υδραυλικά έργα για τα οποία πρέπει να υπολογίζουμε περίοδο επαναφοράς 100 και πλέον χρόνια. Ενώ θέτει και ένα άλλο σημαντικό ζήτημα αναφορικά με τον τρόπο δημοπράτησης των έργων υποδομής στα οποία δεν θα πρέπει να επιτρέπονται εκπτώσεις 50 και 60%, αλλά και το θέμα της ανυπαρξίας μηχανικών στο δημόσιο οι οποίοι θα μπορούσαν να εκτελούν τις επιβλέψεις ορθής εκτέλεσης των έργων. Τόνισε επίσης ότι είναι αναγκαίος ο έλεγχος και η επισκευή των υφιστάμενων αντιπλημμυρικών έργων, ενώ μεταξύ άλλων ανέφερε ότι με τη χρήση της νέας τεχνολογίας μπορεί να γίνει εκτίμηση της πλημμυρικής επικινδυνότητας και να υπάρξουν ειδοποιήσεις κοινού με real time flood forecasting μέσα από στοιχεία μετεωρολογικών ραντάρ, εικόνες δορυφόρου και υδρολογικά / υδραυλικά μοντέλα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των μελετών της κάθε περιοχής.
Μοντέλα για τις πλημμύρες στο μέλλον
Μοντέλα που να μπορούν να προβλέψουν σωστά πλημμύρες στο μακρινό μέλλον δεν υπάρχουν ούτε θα μπορέσουν ποτέ να υπάρξουν, αναφέρουν οι κ. Μακρόπουλος, Μαμάσης και Ευστρατιάδης.
Ο Χρήστος Μακρόπουλος είναι Καθηγητής Αστικής Υδρολογίας, Διαχείρισης Υδατικών Πόρων και Υδροπληροφορικής και είναι ο Διευθυντής του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Υδραυλικής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ. Ο Νίκος Μαμάσης είναι Καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ. Το επιστημονικό του αντικείμενο είναι οι τεχνολογικές, ενεργειακές, γεωφυσικές και ιστορικές πτυχές της Υδρολογίας. Ο Ανδρέας Ευστρατιάδης είναι Επίκουρος Καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, στο αντικείμενο της Ανανεώσιμης Ενέργειας και Υδροηλεκτρικών Έργων.
Δεν χρειάζονται όμως. Υπάρχουν πολύ καλά μοντέλα τα οποία βασίζονται τόσο σε στατιστική επεξεργασία ιστορικών δεδομένων (στα οποία πια περιλαμβάνεται και ο «Daniel») όσο και σε υποθετικά σενάρια για την εξέλιξη του κλίματος. Αυτά μπορούν και πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον σχεδιασμό έργων και μέτρων διαχείρισης του πλημμυρικού κινδύνου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι στο μέλλον, ακόμα και «αύριο», μπορεί κάλλιστα να συμβεί μια πλημμύρα ακόμα χειρότερη από τον «Daniel» - και αυτό το ξέρουμε χωρίς να χρειαστεί να υποθέσουμε τίποτα για μελλοντικές τάσεις.
Έργα που πρέπει να γίνουν
Στη περιοχή της Θεσσαλίας χρειάζονται περιμετρικά φράγματα πολλαπλού σκοπού, τα οποία να μπορούν να συγκρατήσουν νερά που διοχετεύονται από τις ορεινές λεκάνες (σε συνδυασμό με έργα προστασίας από διάβρωση). Υπάρχουν μελέτες μεγάλων φραγμάτων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, εκ των οποίων έχει υλοποιηθεί μόνο το Σμόκοβο. Όμως το μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλίας είναι πεδινό, και στα πεδινά δεν μπορούν να κατασκευαστούν φράγματα. Μπορούν ωστόσο να οριστούν περιοχές «ελεγχόμενης κατάκλυσης», στα πλαίσια μελετημένων επιχειρησιακών σχεδίων όπως είπαμε πριν - προφανώς όχι σε κατοικημένες περιοχές. Τέλος, σίγουρα πρέπει να γίνουν και βελτιώσεις στο ίδιο το υδρογραφικό δίκτυο, με την επέκταση και ανύψωση αναχωμάτων, και την στοχευμένη ενίσχυση της παροχετευτικότητας κάποιων τμημάτων του. Προσοχή όμως: η σειρά με την οποία θα γίνουν τα έργα αυτά έχει σημασία: βελτιώσεις των συνθηκών ροής στα ανάντη μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα για τις κατάντη περιοχές. Και αυτό σημαίνει ότι ο σωστός συντονισμός (και στην υλοποίηση των έργων αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο) είναι πολύ σημαντικό θέμα.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την πεποίθηση ότι μπορούμε να αγνοούμε ή ακόμα χειρότερα να ελέγχουμε πλήρως τη φύση και να ξεκινήσουμε να προσαρμοζόμαστε πιο σοβαρά στους «κανόνες» της. Για πολλά χρόνια, η χώρα έμαθε με τον δύσκολο τρόπο ότι έπρεπε να μάθει να «ζει με τους σεισμούς» και το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα η Ελλάδα έχει έναν από τους καλύτερους αντισεισμικούς κανονισμούς και από τα πιο ανθεκτικά κτήρια στην Ευρώπη. Είναι η ώρα να μάθουμε να ζούμε και με τις πλημμύρες.
Σχόλια