Εν μέσω μίας μεταβατικής περιόδου, μπορούμε να αντλήσουμε αρκετά δεδομένα για τον αντίκτυπο της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης στις αγορές και στην οικονομία γενικότερα. Έχοντας αντιμετωπίσει πρωτοφανή περιστατικά, όπως η αρνητική τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι, η εκτύπωση χρήματος από την αμερικανική Fed, ύψους 2,3 τρις. δολαρίων που αντιστοιχεί στο 10% του ΑΕΠ της χώρας, η αναμενόμενη παγκόσμια μείωση του ΑΕΠ και η εκτίναξη της ανεργίας σε παγκόσμιο επίπεδο, βρισκόμαστε απέναντι σε ορισμένα κρίσιμα σημεία τα οποία θα πρέπει να αναλογιστούμε, απαντώντας στα εξής ερωτήματα. Ήταν έτοιμες οι αγορές για μία τέτοια κρίση; Ποιο το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει για την επιστροφή στα προ-κορονοϊού δεδομένα; Θα καταφέρει η Ελλάδα να παραμείνει στο αναπτυξιακό μονοπάτι;
Η κριτική στον τρόπο με τον οποίο έχει χειριστεί την κρίση η παγκόσμια κοινότητα, είναι άτοπη και ασαφής, και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αξιολογείται, καθώς υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις ανά χώρα ή ηπειρωτικό σύμπλεγμα. Κατά κύριο λόγο, υπήρξαν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις. Αυτή της άμεσης και αυστηρής αντιμετώπισης του κορονοϊού, όπως πραγματοποίησε η Κίνα, η μεσοπρόθεσμη εφαρμογή μέτρων με παράδειγμα ένα μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνει και την Ελλάδα, και στην τρίτη θέση, χώρες που ίσως καθυστέρησαν να αντισταθμίσουν τους κινδύνους που ελλόχευαν. Το μόνο κοινό που έχουν οι παραπάνω τακτικές, είναι ο μονόδρομος προς την «βραχυπρόθεσμη» ύφεση. Είναι γεγονός πως το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας έχει πληγεί και θα συνεχίσει να βρίσκεται σε κατάσταση διόρθωσης τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τρίμηνο του 2020.
Αρκετά ενδιαφέρουσες είναι οι προσεγγίσεις των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών στην κρίση ρευστότητας που υπόκεινται οι εκάστοτε οικονομίες. Σε πρώτο πλάνο, η ΕΚΤ παραμένει επικεντρωμένη στη συντηρητική της στρατηγική η οποία εμπεριέχει την Ποσοτική Χαλάρωση, δηλαδή τη δημιουργία χρήματος μέσω της αγοράς χρεογράφων, αποφεύγοντας προς το παρόν την τακτική που ακολουθείται από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ από την άλλη όψη, μην έχοντας τη δυνατότητα της ποσοτικής χαλάρωσης, λόγω και των αυξημένων επιπέδων ανεργίας, έχουν αποφασίσει να «κόψουν» χρήμα, τροφοδοτώντας το τραπεζικό τους σύστημα για να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της ρευστότητας.
Οι βασικές πολιτικές που ακολουθούνται προς το παρόν είναι ξεκάθαρες και βάσει των οικονομικών θεωριών, μπορούν να αντιμετωπιστούν μακροπρόθεσμα. Βέβαια, το καίριο σημείο το οποίο θα κρίνει την επιτυχία ή αποτυχία της κάθε στρατηγικής, έχει να κάνει με το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει για την επαναφορά των αγορών σε προ-κρίσης επίπεδα. Συμπερασματικά, η ΕΚΤ βασίζει τη στρατηγική της στα όρια της χρηματοπιστωτικής ρευστότητας, προβλέποντας μία ανάκαμψη της οικονομίας κατά το 3ο τρίμηνο του 2020, ώστε να χαλαρώσουν τα μέτρα τα οποία έχει ενστερνιστεί ενώ οι ΗΠΑ έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην ασφάλεια της πιστοληπτικής δέσμευσης, η οποία κατά τη διάρκεια της πιστωτικής κρίσης του 2008 δεν αποδείχτηκε ως σοφή επιλογή. Σε γενικότερο πλαίσιο, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν μία κρίση τέτοιου βεληνεκούς είχε προβλεφθεί και αν οι κεντρικές τράπεζες ήταν προετοιμασμένες, παρά το γεγονός πως κάποια στοιχεία δίνουν «ικανοποιητικές» απαντήσεις στο ερώτημα.
Το διάστημα που θα μεσολαβήσει για την επάνοδο των αγορών σε κανονικά επίπεδα, είναι ίσως το πιο κρίσιμο ερώτημα για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Όσο γρηγορότερα επανέλθει η οικονομία μέσα στο 2020, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες της έναρξης ενός «ντόμινο» παράπλευρων τοπικών χρηματοοικονομικών κρίσεων. Το μέγεθος του χαμένου εδάφους μέχρι την εξάλειψη του κινδύνου θα ορίσει το χρονικό διάστημα το οποίο θα χρειαστεί η εκάστοτε αγορά για να επανέλθει στα κανονικά επίπεδα.
Ποια, λοιπόν, η θέση της Ελλάδας σε αυτή την κρίση; Κατά το ξέσπασμα της πανδημίας ανά τον κόσμο, η Ελλάδα βρισκόταν σε πορεία ανάπτυξης, έχοντας αποσπάσει ψήφους εμπιστοσύνης από πιθανούς επενδυτές και έχοντας εκδώσει ομόλογα τα οποία είχαν τεράστια επιτυχία και θετικές κριτικές από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Τα ερωτήματα τα οποία τέθηκαν υποσυνείδητα στην ελληνική πραγματικότητα, με την εκκίνηση της υγειονομικής κρίσης, αφορούσαν την ικανότητα της να ανταπεξέλθει σε άλλη μία κρίση, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Στο σημείο καμπής της παρέλευσης της προηγούμενης ύφεσης, η Ελλάδα βρέθηκε εκ νέου σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, και αντίθετα σε όλες τις προβλέψεις, όχι μόνο καταπολέμησε στο μέγιστο την εξάπλωση του ιού, αλλά το κατάφερε σε μία περίοδο όπου μεγαλύτερες και καταλληλότερα εξοπλισμένες οικονομίες απέτυχαν. Η Ελλάδα πλέον, έχοντας ακολουθήσει τη συντηρητική νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με τη θετική ανταπόκριση των πολιτών της, επανέρχεται με ταχείς ρυθμούς στην κανονικότητα. Αξιοσημείωτες είναι οι κριτικές ανά τον κόσμο στην αξιοπιστία και στην «επαγγελματικότητα» τις οποίες ανέδειξε η Ελλάδα. Πλέον, κύριο μέλημα των ελληνικών διοικητικών φορέων θα πρέπει να είναι η στήριξη των κλάδων που υπέφεραν περισσότερο εν μέσω πανδημίας, με έμφαση στον Τουρισμό, στις υπηρεσίες Εστίασης οι οποίοι και αποτελούν ένα αξιοσέβαστο κομμάτι του ΑΕΠ. Με τα βλέμματα στον τερματισμό της κούρσας για την καταπολέμηση της πανδημίας, η Ελλάδα, εκτός απροόπτου, θα πρέπει να αναμένει ταχύτατη επάνοδο στο αναπτυξιακό ρεύμα.
Σχόλια