Το συμβατικό brainstorming δεν είναι κατάλληλο για την παραγωγή μεγάλης ποικιλίας ιδεών
Η αλληλεπίδραση και η συνεργασία είναι στοιχεία πολύτιμα, εφόσον χρησιμοποιούνται με σωστή δοσολογία.
Δυστυχώς, το συμβατικό brainstorming δεν είναι κατάλληλο για την παραγωγή μεγάλης ποικιλίας ιδεών. Η αντίφαση είναι ότι συνήθως χρησιμοποιείται γι’ αυτό ακριβώς το λόγο. Σύμφωνα με τους Rietzsche, E. F., Nijstad, B.A., & Sroebe, W. (2007), όταν τα μέλη της ομάδας εκτίθενται σε διαφορετικές ιδέες, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτουν ποιοτικότερες μεν, αλλά περιορισμένες σε αριθμό και ποικιλία. Κάθε άτομο έχει τη δική του προσωπική στρατηγική την οποία ακολουθεί για να ανασύρει από τη μνήμη του εμπειρίες και βιώματα ώστε να τα κάνει σκέψεις και έπειτα ιδέες. Όταν λοιπόν σε αυτήν του την προσπάθεια ακούει μία ιδέα από κάποιο άλλο μέλος της ομάδας, η δική του στρατηγική διαδικασία ανάκτησης διακόπτεται ή/και επηρεάζεται από τη νέα ιδέα που έρχεται στο προσκήνιο. Εφόσον ακουστεί μία ιδέα επομένως, η επόμενη είναι πολύ πιθανό να είναι όμοια ή να σχετίζεται με την προηγούμενη. Και αν κάποιο μέρος της ομάδας είχε ήδη διαμορφώσει μία εντελώς διαφορετική ιδέα-γνώμη-άποψη, ίσως να μην την εκφράσει ποτέ θεωρώντας την μη σχετική, μη καλή ή και «χαζή», πράγμα καταστροφικό για τους σκοπούς του brainstorming.
Αν και, όταν γίνεται λόγος για brainstorming, συνήθως μας έρχεται στο μυαλό ένα πλήθος ατόμων (οργανωμένο σε μία ομάδα ή περισσότερες) που απαγγέλλει ιδέες σε κάποιο παρατηρητή – συντονιστή ο οποίος και τις καταγράφει σε κάποιο πίνακα σε κοινή θέα (συμβατικό brainstorming), δεν είναι ο μοναδικός, ούτε ο ορθότερος τρόπος για μία επιτυχημένη διαδικασία καταιγισμού ιδεών. Ένας δεύτερος τρόπος είναι οι συμμετέχοντες να καταγράψουν σιωπηλά σε ένα χαρτί την ιδέα τους, στη συνέχεια όλες οι ιδέες παραδίδονται στο συντονιστή, συγκεντρώνονται και στο τέλος εκτίθενται στη κοινή κρίση και συζητούνται (nominal group).
Παν μέτρον άριστον και στο brainstorming
Ένας τρίτος τρόπος είναι οι συμμετέχοντες να καταγράφουν και πάλι την ιδέα τους ατομικά, σε κάποιο χαρτί, πριν να την παραδώσουν στο συντονιστή, αυτήν τη φορά όμως, καθώς την καταγράφουν, παράλληλα μονολογούν όλες τις σκέψεις που τους οδηγούν σε αυτήν τους την απόφαση-γνώμη-κρίση (think-aloud nominal group). Οι Sio, U.N., Kotovsky, K. & Cagan, J. (2018), σε σχετική έρευνα που διεξήγαγαν, χρησιμοποίησαν και δοκίμασαν και τους τρεις προαναφερόμενους τρόπους. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, τα οποία και δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Experimental Psychology», έδειξαν ότι τόσο η πρώτη περίπτωση (interacting group), όσο και η τρίτη περίπτωση (think-aloud nominal group) είχαν πολύ χαμηλότερη απόδοση όσον αφορά στην ποικιλία παραγωγής ιδεών σε σχέση με τη καθαρά σιωπηλή καταγραφή των ιδεών (nominal group). Επομένως, σε ένα αποτελεσματικό ως προς την ποσότητα brainstorming, όσο παράξενο και αν φαίνεται, απαιτείται σιγή αντί της πολυφωνίας (να επαναλάβουμε, ως προς την ποσότητα αποτελεσματικό).
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό οφείλεται στην τάση που έχει ο ανθρώπινος νους να σταθεροποιείται στην ανάκτηση της περισσότερο εύκολα προσπελάσιμης γνώσης – πληροφορίας (Schoole, J.W. et all, 1993). Επομένως, όταν οι συμμετέχοντες εκφράζουν τις ιδέες τους στην κοινή κρίση, είτε με το συμβατικό τρόπο είτε μονολογώντας τη σκέψη τους, αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι υπόλοιποι συμμετέχοντες να επηρεάζονται και να αδυνατούν να ανακτήσουν εμπειρίες στις οποίες ο νους τους αντιμετωπίζει μεγαλύτερη δυσκολία προσπέλασης. Αντίθετα, όταν κατά τη διαδικασία σύνθεσης μίας ιδέας δεν υπάρχουν άλλα σχετικά ερεθίσματα, ο νους δε μπορεί να σταθεροποιηθεί σε κάποιο «βολικό», συναφές εξωτερικό ερέθισμα και συνεχίζει ανεμπόδιστα τη διαδικασία, φθάνοντας σε μεγαλύτερο βάθος αναζήτησης πρότερων εμπειριών και βιωμάτων του ατόμου. Αυτό με τη σειρά του, όταν εφαρμοστεί στο σύνολο, έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεγαλύτερης ποικιλίας ιδεών, το οποίο και είναι σε πολλές περιπτώσεις και το κύριο (αλλά όχι μοναδικό) ζητούμενο σε μία διαδικασία brainstorming.
Ωστόσο, θα πρέπει να ειπωθεί ότι μία διαδικασία καταιγισμού ιδεών είναι εκ φύσεως από ανώφελη έως απαράδεκτη όταν λείπει το στοιχείο της αλληλεπίδρασης μεταξύ των συμμετεχόντων. Οι Korde, R., & Paulus, P.B. (2017), ως λύση της παραπάνω αντίφασης, προτείνουν την ελεγχόμενη αλληλεπίδραση των μελών ως προς τη χρονική της διάρκεια. Αυτό σημαίνει ότι οι συμμετέχοντες αλληλεπιδρούν μεν μεταξύ τους μοιράζοντας σκέψεις και ιδέες, αλλά σε συγκεκριμένα χρονικά σημεία της όλης διαδικασίας και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για ένα μοντέλο κατά το οποίο έχουμε ελεγχόμενη, συστηματική εναλλαγή μεταξύ ατομικής και ομαδικής εργασίας – δραστηριότητας. Σε σχετική έρευνα που διεξήγαγαν οι Korde, R., & Paulus, P.B. (2017), αποδείχθηκε ότι το προτεινόμενο μοντέλο υπερίσχυσε, τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς την ποσότητα των παραγόμενων ιδεών του brainstorming, σε σχέση με ομάδες τα μέλη των οποίων είτε δεν αλληλεπιδρούσαν καθόλου (nominal groups), είτε αλληλεπιδρούσαν μη χρονικά ελεγχόμενα (normal interacting groups).
Παν μέτρον άριστον όπως έλεγαν και οι σοφοί μας πρόγονοι. Αυτό φαίνεται ότι ισχύει και για τις ομάδες καταιγισμού ιδεών (brainstorming) βάσει των προαναφερόμενων επιστημονικών ερευνών και δημοσιεύσεων. Η αλληλεπίδραση και η συνεργασία είναι στοιχεία πολύτιμα, εφόσον χρησιμοποιούνται με σωστή δοσολογία.
Σχόλια