Η σοκολάτα Mars ήταν δηµιούργηµα ενός νεαρού, φιλόδοξου και ιδιότροπου επιχειρηµατία, που, έχοντας µάθει τα μυστικά της σοκολάτας από τον πατέρα του και γνωστούς Ελβετούς παραγωγούς, κατάφερε να παρασκευάσει τη δική του σοκολάτα και να φτάσει έτσι στην κορυφή, όπως ακριβώς ονειρευόταν. Στην επιτυχία του αυτή συνέβαλε και ο πατέρας του, ο οποίος τον έδιωξε από τη χώρα…
Το 1911, ο Φρανκ Μαρς και η σύζυγός του, Έθελ, παρασκεύαζαν γλυκά στην κουζίνα τους, τα οποία πουλούσαν επιτόπου. Όµως, µια σειρά από άστοχες επιχειρηµατικές κινήσεις έφεραν το ζεύγος σε δεινή οικονοµική θέση. Λίγο µετά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, το 1920, ο Φρανκ Μαρς, έχοντας µόλις 400 δολάρια στην τσέπη, εξακολουθεί να αναζητά την ιδέα που θα τον σώσει από τη φτώχια στην οποία είχε περιέλθει τα τελευταία χρόνια. Την ίδια χρονιά, µαζί µε τον 11χρονο γιο του, Φόρεστ, επισκέφτηκε ένα τοπικό παντοπωλείο στη Μινεάπολη της Αµερικής, όταν του ήρθε η ιδέα να παρασκευάσει µια σοκολάτα γάλακτος που θα µπορούσε να καταναλωθεί παντού. Όντως, το 1923, μετά από τρία χρόνια ερευνών, έφτιαξε τη Milky Way, η οποία σηµείωσε ανεπανάληπτη επιτυχία καθιστώντας τον Φρανκ Μαρς πολυεκατοµµυριούχο.
Ωστόσο, ο γιος του ήθελε να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Μακριά από τον διαζευγμένο πλέον πατέρα του για 15 και πλέον χρόνια επιλέγει να σπουδάσει μηχανικός. Η μοίρα όμως θα του παίξει παράξενο παιχνίδι, καθώς, ως πωλητής τσιγάρων Camel, συλλαμβάνεται να πετάει παρανόμως διαφημιστικά στις βιτρίνες των καταστημάτων του Σικάγο. Το περιστατικό παίρνει διαστάσεις από τον Τύπο, με τον αποξενωμένο πατέρα του να πληρώνει την εγγύηση και να τον αποφυλακίζει.
Τη δεκαετία του ’30, η επανένωση οδήγησε τον νεαρό στην απασχόλησή του στο εργοστάσιο του πατέρα του στο Σικάγο, περιοχή με εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, ιδανική για την διανομή της σοκολάτας, η οποία ευηµερούσε χάρη στις σοκολάτες Milky Way και Snickers. Οι δύο άνδρες, όµως, ήταν ισχυρές προσωπικότητες και αυτό σύντοµα τους έφερε σε ανοικτή σύγκρουση, µε αποτέλεσµα την αποποµπή του γιου από την εταιρεία. Έτσι, λοιπόν, το 1932 ο Φόρεστ Μαρς ακολούθησε τη «συµβουλή» του πατέρα του, ο οποίος του έδωσε 50.000 δολάρια και τα δικαιώµατα πώλησης της σοκολάτας του στο εξωτερικό, και αναζήτησε την τύχη του στην Αγγλία. Ήταν αρκετά φιλόδοξος και πίστευε ότι κάποια µέρα θα κατακτούσε όλο τον κόσµο.
Ο Μαρς δούλεψε µερικά χρόνια για τους Ελβετούς Τόµπλερ και Νεστλέ, όπου µυήθηκε στον κόσµο της σοκολάτας, ενώ αργότερα άνοιξε ένα µικρό εργοστάσιο παραγωγής γλυκών στην Αγγλία, όπου παρήγαγε τη σοκολάτα Mars. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και αυτό τον έκανε να επεκταθεί και σε άλλους τοµείς, ξεκινώντας πρώτα από την παραγωγή ποιοτικών τροφών για κατοικίδια, όπως τα Pedigree και τα Whiskas. Τα προϊόντα του έκαναν θραύση στην αγορά καθιστώντας τον ως το µεγαλύτερο παραγωγό τροφών για κατοικίδια στην Αγγλία.
Κατά τον Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο, επέστρεψε στο Σικάγο, όπου ανέλαβε την παραπαίουσα εταιρεία του µακαρίτη πατέρα του. Πρωτοπόρος, πειραματίζεται με ένα νέο μέσο, το ραδιόφωνο, επιλέγοντας να χορηγήσει τοπική ραδιοφωνική εκπομπή. Σύντοµα, το µυαλό του «κατέβασε» µια ακόµη ρηξικέλευθη ιδέα: τη σοκολάτα που δεν θα έλιωνε στα χέρια αλλά στο στόµα. Σε ένα ταξίδι στην Ισπανία, την εποχή του ισπανικού Εµφυλίου, παρατήρησε τους στρατιώτες που έτρωγαν µικρά σοκολατάκια, που ήταν καλυµµένα µε στρώµα ζάχαρης για να µην λιώνουν. Όταν γύρισε πίσω, πήγε αµέσως στην κουζίνα του, όπου µετά από πειραµατισµούς δημιούργησε τα M&M’s.
Το νέο προϊόν ονοµάστηκε έτσι από τα αρχικά των Μαρς και Μούρι Μπρους (γιο του προέδρου της Hershey, του µεγαλύτερου ανταγωνιστή της Mars). Ο Μαρς έβαλε το 80% των κεφαλαίων, ενώ ο Μπρους το υπόλοιπο 20%. Η εξήγηση γι’ αυτή την ιδιότυπη συνεργασία είχε ως εξής: η σοκολάτα την εποχή του πολέµου διακινείτο µόνο µε το δελτίο, ενώ την ίδια στιγµή η Hershey ήταν ο µοναδικός προµηθευτής των στρατιωτών µε σοκολάτες. Έτσι, ο δαιµόνιος Μαρς είχε αποκτήσει πρόσβαση σε µια πολλά υποσχόμενη αγορά, αυτή των στρατιωτών.
Όταν τελείωσε ο πόλεµος, µια έξυπνη διαφηµιστική καµπάνια προώθησε τα Μ&Μ’s, τα µοναδικά σοκολατάκια που χάρη στο «κέλυφός» τους δεν έλιωναν το καλοκαίρι, στα παιδιά και γενικά στη νεολαία. Τα επόµενα χρόνια, ακολούθησε η εισαγωγή και άλλων επιτυχηµένων προϊόντων, µε πιο γνωστά το ρύζι Uncle Ben’s και τη σοκολάτα Twix. Σήµερα, η Mars Co. διοικείται από τους δύο γιους του Φόρεστ Μαρς, που αποσύρθηκε 1973, οι οποίοι συνέχισαν την ένδοξη πορεία που χάραξε ο πατέρας τους, καθιστώντας την οικογένειά τους μια από τις πιο εύπορες παγκοσμίως.
Ο Φόρεστ Μαρς άφησε την τελευταία του πνοή το 1999, σε ηλικία 95 ετών. Ήταν ο 30στος πιο πλούσιος Αμερικάνος με περιουσία που άγγιζε τα 4 δισ. δολάρια. Η είδηση του θανάτου του δεν ανακοινώθηκε από την εταιρεία του, που ανέκαθεν ήταν γνωστή για την μυστικοπάθειά της. Παρέµεινε ως το τέλος µια αινιγµατική προσωπικότητα υιοθετώντας αντίρροπες µεθόδους διοίκησης (αφενός υπήρξε απολυταρχικός και αφετέρου πλήρωνε παχυλούς µισθούς στους υπαλλήλους του – η Mars έχει κατά το παρελθόν βραβευτεί ως η καλύτερη εταιρεία να εργαστεί κάποιος) και γενικά ήταν τελειοµανής. Ήταν ιδιαίτερα απόµακρος και εσωστρεφής, ενώ σε όλη του τη ζωή έδωσε δύο µόνο συνεντεύξεις.
Σχόλια