Πολλές φορές σε αυτόν τον νέο κόσμο, που οι συνθήκες αλλάζουν καθημερινά, αναζητούμε βεβιασμένα απαντήσεις κατανόησης της νέας μηχανικής των πραγμάτων. Για να καταλάβουμε όμως πρέπει να γνωρίζουμε το πως οι νέες συνθήκες επηρεάζουν διαρθρωτικά το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον και στην προκειμένη περίπτωση μας εμποδίζει η αγκύλωση της «πεπατημένης» διαδικασίας. Με θεωρητικούς όρους πάντως, αυτό που αντιμετωπίζουμε περιγράφει μια άλλη μέθοδο και όχι μια αλλαγή παραδείγματος.
Συνεπώς χρειάζεται να αναδομήσουμε τα στοιχεία και να περιγράψουμε μια νέα διαδικασία. Αυτό συμβαίνει με τον GDPR. Όλα όσα περιγράφει είναι επί μέρους γνωστά, αλλά το τεράστιο πρόστιμο και η υποχρέωση να δούμε διασταλτικά μια αναγκαστική διαδικασία ρύθμισης ως αυτορρύθμιση, είναι πέρα από την σκέψη αυτού του κόσμου. Σίγουρα οι ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται. Σίγουρα οι δημόσιες επιχειρήσεις, χωρίς καθοδήγηση, αρνούνται να προσαρμοστούν και να διαθέσουν πόρους. Είναι η αυτοάμυνα ενός management που απεδείχθη ξεπερασμένο με ξεπερασμένα εργαλεία και ακατάλληλες λειτουργικές διαδικασίες.
Είναι όμως λειτουργικό το ζήτημα της αναβλητικότητας και της άρνησης να αποδεχθούμε τους νέους κανόνες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων; Ή μήπως είναι θέμα γνώσης ή και κουλτούρας; Προφανώς δεν υπάρχει γνώση και συνεπώς δεν μπορεί να υπάρχει και κουλτούρα.
Για παράδειγμα, ακόμα και στα εκπαιδευτικά συστήματα δύσκολα συναντάμε πεδία που συνθέτουν επιστημονική γνώση για τα δεδομένα, τη διαδρομή τους στα πληροφοριακά συστήματα και τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις επεξεργασίες των αλγορίθμων. Για παράδειγμα, ο νομοθέτης αποφαίνεται ότι ένα παιδί μπορεί στα 16 του χρόνια να δώσει συγκατάθεση σε μια πλατφόρμα που θα παρακολουθεί τη ζωή του, αλλά ο ίδιος νομοθέτης δεν έχει κάνει το παραμικρό να εκπαιδεύσει αυτό το παιδί.
Όταν δε γνωρίζει κανείς ποια είναι τα προσωπικά δεδομένα, τα δικαιώματά του, πώς να τα ασκήσει, πως γίνονται νομίμως οι επεξεργασίες, ποιες είναι οι υποχρεώσεις των τρίτων, πως τα πληροφοριακά συστήματα επηρεάζουν την ποιότητα της ασφάλειας και τέλος τις δυνατότητες του διαδικτύου και των αλγορίθμων, υπάρχει έλλειμμα παιδείας. Επίσης υπάρχει έλλειμμα επιμόρφωσης εργαζομένων, οι δεξιότητες των οποίων πρέπει άμεσα να ενισχυθούν.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι δεν αντιμετωπίζεται ως αξία το data έως ότου μέσω των μεγάλων συγκεντρώσεων και επεξεργασιών γίνει θησαυρός για τους κατόχους του. Είναι ακόμη πιο ενδεικτικό ότι ο καθένας μας αδυνατεί να κατανοήσει τους κινδύνους από τη διακίνηση των πληροφοριών που μας αφορούν και ιδιαιτέρως από τις προτιμήσεις και τα συμπεριφορικά δεδομένα, έως ότου ερωτηθούμε εάν θα αντέχαμε να δώσουμε στη δημοσιότητα ή σε κάποιον που δε γνωρίζουμε, το περιεχόμενο των άμεσων μηνυμάτων μας στο Facebook.
Ο οποιοσδήποτε μελετήσει το νομοθετικό πλαίσιο από την προηγούμενη Οδηγία 95/46 έως σήμερα, διαπιστώνει ότι ελάχιστοι την κατανόησαν και ακόμη πιο λίγοι την εφάρμοσαν. Πρωτίστως ο επίσημος τομέας, αυτός που αποκαλείται Δημόσιο με τη μορφή κρατικών δομών, ανεξάρτητων οργάνων και οντοτήτων που έχουν την ευθύνη.
Οι επιχειρήσεις κάθε μορφής και οι οργανισμοί απλώς ακολούθησαν, στην καλύτερη περίπτωση, την οδό της τυπικότητας έναντι των υποχρεώσεων. Η κατανόηση της έννοιας των προσωπικών δεδομένων του πολίτη και της ανάγκης προστασίας τους, ως ένδειξη μιας δεοντολογικής αυτορρυθμιστικής πρακτικής που θα έπειθε τον κάθε έναν από εμάς να δείξουμε εμπιστοσύνη, παρουσιάζει μια ρηχότητα ιδιαιτέρως επικίνδυνη.
Ο κίνδυνος αυξάνεται καθώς ανεβαίνει η θερμοκρασία στο καζάνι που βράζει ο ρευστός αυτός κόσμος. Κορυφώνεται στην εποχή της γενικευμένης καχυποψίας, των κινδύνων κυβερνοασφάλειας και του ανταγωνισμού στην τεχνολογική καινοτομία.
Στον σημερινό άνθρωπο οι συνθήκες ζωής έχουν προκαλέσει μια άμβλυνση της προστασίας των στοιχείων της ανοιχτότητας όπως η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του. Τα θεωρεί δευτερευούσης σημασίας μπροστά στην επιβίωση. Δεν είναι επικοινωνιακός γιατί ιεραρχεί διαφορετικά τα ενδιαφέροντά του. Είναι σίγουρα αυτοσυντηρητικός με εικονική παρουσία στις κοινότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που του επιτρέπουν ή του δικαιολογούν να εκφράζεται με υπερβολικό τρόπο. Το ίδιο αυτοσυντηρητικά είναι και τα δημιουργήματά του και η ποιότητα της αντιπροσώπευσής του. Οι επιχειρήσεις δε δίνουν σημασία στις θεμελιώδεις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ρυθμιστικές πολιτικές, για όσο χρόνο αυτές οι υποχρεώσεις δεν έχουν μεγάλη σημασία για τα υποκείμενα και εμφανίζονται ως εθελοντικές πολυτελείς πρωτοβουλίες.
Όμως οι Αρχές έχουν καθήκον να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες έχουν επίγνωση. Από τα μικρά παιδιά στα σχολεία, έως τους ενήλικες οι οποίοι με κάθε τρόπο αποκαλύπτουν σε αγνώστους πτυχές τις ζωής τους για να χρηματοποιηθούν και να επιστρέψουν στην καλύτερη περίπτωση ως διαφήμιση. Τι γίνεται όμως όταν η διαφήμιση είναι πολιτική και η χειραγώγηση του πολίτη πατά στα θεμέλια των δικών του συμπεριφορικών και ψυχογραφικών δεδομένων; Τι γίνεται εάν η προκατάληψη του αλγορίθμου περιορίζει δικαιώματα και ελευθερίες;
Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή του GDPR και μεθαύριο του ePrivacy και των κανονισμών για τα πνευματικά δικαιώματα και την τεχνητή νοημοσύνη, μοιάζει να είναι μια έσχατη προσπάθεια οργάνωσης του χάους που έχει δημιουργηθεί από αυτούς που κερδίζουν πείθοντας ότι η καινοτομία είναι τεχνολογική υπόθεση, ερήμην των υποκειμένων και για αυτό το λόγο είναι και θεμιτά τα κέρδη της.
Σχόλια