Ομόλογα: Το αναπτυξιακό story και η προσαρμογή έφεραν αποκλιμάκωση αποδόσεων και αναβάθμιση αξιολογήσεων
Από την άνοιξη του 2023 έως τους πρώτους μήνες του 2024, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε εν πολλοίς η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στις αποδόσεις των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ, οι οποίες υποχώρησαν λόγω κυρίως των προσδοκιών των επενδυτών για μειώσεις των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Εξελίξεις στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις στο δρόμο για την επενδυτική βαθμίδα
Οι θετικές εξελίξεις στις κρατικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις για την ελληνική οικονομία συνεχίστηκαν εντός του 2024. Συγκεκριμένα, οι τέσσερις από τους πέντε οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που είναι αποδεκτοί με βάση το πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (δηλ. Fitch, Morningstar DBRS, Scope Ratings και S&P) έχουν αποδώσει κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση για την Ελλάδα εντός της επενδυτικής κατηγορίας ενώ οι προοπτικές για περαιτέρω αναβαθμίσεις είναι θετικές. Επιπλέον, στις 6 Δεκεμβρίου ο οίκος Scope Ratings αναβάθμισε το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας από ΒΒΒ- σε ΒΒΒ , στη βάση της ισχυρής επίδοσης των δημόσιων οικονομικών και της βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών. Τέλος, εντός του έτους, μεταβλήθηκαν οι προοπτικές της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία σε θετικές, υποδηλώνοντας σημαντική πιθανότητα περαιτέρω αναβαθμίσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τους οίκους, οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στις αναβαθμίσεις μέχρι τώρα ήταν η ισχυρότερη του αναμενομένου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, καθώς και η πολιτική σταθερότητα και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, με εξαίρεση τον οίκο Fitch, έχουν αλλάξει τις προοπτικές αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου από σταθερές σε θετικές. Η τελευταία αλλαγή των προοπτικών της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης σε θετικές έγινε από τον οίκο Moody’s στις 13.9.2024, ενώ είχε προηγηθεί ο οίκος S&P, ο οποίος μετέβαλε τις προοπτικές αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές από σταθερές στις 19.4.2024. Επίσης, ο οίκος Morningstar DBRS προχώρησε σε αλλαγή των προοπτικών αναβάθμισης στις 6.9.2024. Με βάση τη μεθοδολογία του κάθε οίκου, το διάστημα που μεσολαβεί από τη μεταβολή των προοπτικών έως τη μεταβολή της αξιολόγησης είναι από 6 έως 18 μήνες. Για παράδειγμα, το 2023 η μεταβολή των προοπτικών σε θετικές από τον οίκο S&P έγινε στις 20 Απριλίου και η τελική αναβάθμιση στις 20 Οκτωβρίου.
Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται από τις συνακόλουθες αναβαθμίσεις ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων, η εξέλιξη αυτή έχει σημαντικές θετικές συνέπειες για το αξιόχρεο των επιχειρήσεων, αλλά και για τη μείωση του κόστους δανεισμού ευρύτερα στην ελληνική οικονομία. Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της ισχυρής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας, στην οποία αναμένεται να συμβάλει και η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων του NGEU, εκτιμάται ότι θα στηρίξει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις και θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις.
Τα funds τοποθετούνται στα κρατικά ομόλογα
Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι πολύ σημαντικές για τη διαμόρφωση των τοποθετήσεων των χαρτοφυλακίων από μεγάλους διεθνείς επενδυτές. Έτσι, ήδη από την άνοιξη του 2023, καθώς διαφαινόταν ότι οι αναβαθμίσεις θα οδηγήσουν σύντομα σε κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση εντός της επενδυτικής κατηγορίας, πολλά επενδυτικά κεφάλαια είχαν αρχίσει να αυξάνουν τις θέσεις τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Η μεγάλη υποχώρηση των αποδόσεων
Η επίδραση των αναβαθμίσεων, προερχόμενη κυρίως από την αυξημένη ζήτηση εκ μέρους των διεθνών επενδυτών, συνεχίστηκε και τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους και εξηγεί την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά περίπου 110 μ.β. από τις αρχές του 2023, επιπλέον της μείωσης που προκαλείται από τη διαμόρφωση προσδοκιών για μείωση των βασικών επιτοκίων, και η οποία αντιστοιχεί σε επιπλέον 70 μ.β. περίπου.
Σε ιστορικά χαμηλά επιστρέφουν τα spreads των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα γερμανικά
Έτσι, οι διαφορές αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχουν μειωθεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, η διαφορά αποδόσεων (spread) του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου βρισκόταν περίπου στις 81 μ.β. στις 13.12.2024, περίπου 114 μ.β. χαμηλότερη σε σχέση με το μέσο επίπεδό της το α΄ τρίμηνο του 2023, δηλ. πριν τη διαμόρφωση προσδοκιών για επικείμενη αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία. Επίσης, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν μειωθεί και έναντι άλλων ομολόγων της ευρωζώνης με συγκρίσιμη αξιολόγηση, όπως τα ιταλικά κρατικά ομόλογα (ενδεικτικά, η διαφορά μεταξύ ελληνικού και ιταλικού δεκαετούς ομολόγου ήταν -33 μ.β. στις 13.12.2024, έναντι -11 μ.β. την 1.1.2023).
Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε όλο το εύρος της καμπύλης αποδόσεων συνέχισαν την πτωτική πορεία η οποία είχε ξεκινήσει με τις θετικές προοπτικές και τις αναβαθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2023.
Τo Ελληνικό Δημόσιο αύξησε την άντληση κεφαλαίων με μεσομακροπρόθεσμη διάρκεια από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά την υπό εξέταση περίοδο του 2024 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, ενώ οι νέες εκδόσεις ενέχουν και πολύ θετική σηματοδότηση, εξαιτίας της ισχυρής ζήτησης που εκδηλώθηκε.
Οι εκδόσεις ομολόγων εντός του 2024 είχαν μειωμένη μεσοσταθμική απόδοση σε σύγκριση με εκείνες του 2023. Στις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων παρατηρείται σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που συνδέεται με την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία και τη συνακόλουθη αύξηση της ζήτησης ελληνικών τίτλων, ιδίως ελληνικών κρατικών ομολόγων, εκ μέρους διεθνών επενδυτών.
Ταυτόχρονα, η πτώση του κόστους δανεισμού έχει διευκολύνει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αντικατάσταση χρέους, κυρίως δανείων υψηλότερου κόστους, με ομόλογα με χαμηλότερο κόστος στην έκδοση, καθώς και την αντικατάσταση τίτλων βραχείας διάρκειας με πιο μακροπρόθεσμες εκδόσεις. Συγκεκριμένα, κατά το υπό εξέταση διάστημα του 2024 εκδόθηκαν βραχυπρόθεσμοι τίτλοι (δηλ. έντοκα γραμμάτια διάρκειας 3, 6 και 12 μηνών) συνολικού ύψους 15,7 δισεκ. ευρώ (έναντι 23,0 δισεκ. ευρώ για το ίδιο διάστημα του 2023), με το μεσοσταθμικό κόστος των εκδόσεων να παραμένει σχετικά σταθερό (3,39% από 3,48% το 2023).
Τέλος, παρουσιάζεται ελαφρά μείωση στους όγκους συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά. Συγκεκριμένα, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) έχει διαμορφωθεί σε περίπου 110 εκατ. ευρώ μεσοσταθμικά από την αρχή του έτους, έναντι 110 εκατ. ευρώ για το ίδιο διάστημα του 2023. Στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), μέσω του οποίου διακανονίζονται τόσο εγχώριες όσο και διεθνείς συναλλαγές σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, η μέση ημερήσια αξία αγοραπωλησιών για το 2024 έως τα μέσα Δεκεμβρίου διαμορφώθηκε σε 488 εκατ. ευρώ, έναντι 589 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε 9,55 δις ευρώ το 2024
Την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2024 το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε σε 11 επανεκδόσεις ύψους 2,55 δισεκ. ευρώ και δύο εκδόσεις ύψους 7 δισεκ. ευρώ, μέσω των οποίων άντλησε σχεδόν το σύνολο του ποσού που είχε προγραμματιστεί για το 2024. Το μεσοσταθμικό τοκομερίδιο και η απόδοση των νέων εκδόσεων για το έτος διαμορφώθηκαν σε 3,7% και 3,6% αντίστοιχα, ενώ η μεσοσταθμική διάρκεια ανήλθε στα 16 έτη, αυξημένη κατά περίπου 5 έτη σε σχέση με το 2023. Το 2023 εκδόθηκαν ομόλογα σταθερού επιτοκίου συνολικού ύψους 11,5 δισεκ. ευρώ, με μεσοσταθμική απόδοση 4,2%.
Η μεγάλη ζήτηση ελληνικών ομολόγων
Ενδεικτικά, στις εκδόσεις νέων ομολόγων αναφοράς 10ετούς και 30ετούς διάρκειας παρατηρήθηκε πολύ μεγάλη συμμετοχή επενδυτών, με προσφορές που έφθασαν συνολικά τα 35 και 33 δισεκ. ευρώ για εκδόσεις αξίας 4 και 3 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα αυτά συγκρίνονται με τις επανεκδόσεις ομολόγων 10ετούς διάρκειας, εντός του β΄ και γ΄ τριμήνου του 2023, για πολύ μικρότερα ποσά, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με υψηλότερες αποδόσεις κατά 50-80 μ.β.
Σχόλια