Στις περισσότερες έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας ένας από τους μεγαλύτερους φόβους επιχειρήσεων, CEOs και άλλων στελεχών σήμερα είναι οι γεωπολιτικές αναταράξεις, η πολιτική ρευστότητα και η - ενδεχόμενη - οικονομική ύφεση. Ιδιαίτερα σε Ε.Ε και ζώνη του ευρώ που δεν μιλάμε για μακροπρόθεσμες προβλέψεις. Τα σημάδια είναι ήδη ορατά.
Οι πιέσεις που ασκούνται ιδιαίτερα σε Γαλλία και Γερμανία που στηρίζουν οικονομικά σχεδόν την μισή Γηραιά Ήπειρο δημιουργούν περαιτέρω ανησυχίες σήμερα για το συνολικό οικοδόμημα το νέο έτος.
Πλην αυτού, ο Ντόναλντ Τραμπ "απειλεί" με δασμούς από τις ΗΠΑ, μια εξέλιξη που θα πλήξει αναμφίβολα τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Αστάθεια και τους επόμενους μήνες
Εν μέσω ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου και αβέβαιου περιβάλλοντος, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία, διανύουν μία παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, ειδικά το τελευταίο διάστημα, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί τους επόμενους μήνες, όπως αναφέρει αναλυτικά Δελτίο Οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank.
Ειδικότερα, ο Γάλλος πρωθυπουργός κ. Μισελ Μπαρνιέ παραιτήθηκε πριν λίγες μέρες, έπειτα από πρόταση δυσπιστίας που υπερψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση, στο περιθώριο συζήτησης του κρατικού προϋπολογισμού και την ανάγκη μείωσης των δαπανών.
Ο πρόεδρος κ. Εμμανουέλ Μακρόν όρισε νέο πρωθυπουργό της κυβέρνησης, ο οποίος όμως δεν θα έχει πλειοψηφία. Αν ληφθεί υπόψη ότι οι γαλλικές εκλογές δεν επιτρέπεται συνταγματικά να διεξαχθούν μέχρι τον Ιούνιο του 2025, φαίνεται δύσκολο το σενάριο να επιτευχθεί μία πολιτική ισορροπία που να έχει εντολή να εφαρμόσει αξιόπιστη δημοσιονομική διόρθωση, όπως απαιτούν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Γαλλία ακολούθησαν την αναταραχή που προκλήθηκε στην Γερμανία, όταν τον περασμένο Νοέμβριο, λίγες μόλις ημέρες μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατικών (SPD), Πρασίνων (Greens) και Φιλελεύθερων (FDP), προκαλώντας πρόωρες εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου 2025.
Η Γερμανία, η ατμομηχανή της Ευρώπης, βιώνει σήμερα σοβαρές οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις, που σε κάποιο βαθμό αλληλοεπιδρούν με τις αδύναμες εξαγωγές και την απότομη μείωση των εταιρικών επενδύσεων, το τελευταίο έτος.
Συνεπώς, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο χώρες, Γαλλία και Γερμανία, αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της ευρωζώνης (περίπου 48%), η πολιτική αναταραχή είναι πιθανόν να έχει ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις, αποδυναμώνοντας τη θέση της Ευρώπης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Μέχρι πρόσφατα, ο γαλλογερμανικός άξονας αποτελούσε την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της Ευρώπης, ενώ τώρα διαφαίνεται ένα κενό. Προφανώς, αναδεικνύονται σημαντικές προκλήσεις για την Ευρώπη, αφού φαίνεται ότι οι μεγάλες δυνατότητες της ευρωπαϊκής οικονομίας εξασθενούν και η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να επιβραδυνθεί, ειδικά αν συνεχιστούν οι εμπορικές εντάσεις με τις μεγάλες οικονομίες.
Ακόμη και πριν από την κατάρρευση της γαλλικής και της γερμανικής Κυβέρνησης, η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα, όπως ισχνή ανάπτυξη, υστέρηση ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας και μία αυτοκινητοβιομηχανία που παρουσιάζει σημάδια κόπωσης.
Ο χρησμός της Κομισιόν
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Γαλλίας εκτιμάται στο 1,1%, το 2024, και 0,8%, το 2025, ενώ η οικονομία της Γερμανίας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1%, φέτος -δεύτερη συνεχόμενη χρονιά συρρίκνωσης-, και να ανακάμψει ήπια κατά μόλις 0,7%, το επόμενο έτος.
Αντίστοιχα, η Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) προβλέπεται να σημειώσει μέτρια ανάπτυξη, φέτος, κατά 0,8% και 1,3%, το 2025, αφού η καταναλωτική δαπάνη παραμένει ισχυρή, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα επωφεληθούν από τις ευνοϊκότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες και οι δημόσιες επενδύσεις θα υποστηριχθούν από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προς το παρόν, οι χρηματοπιστωτικές αγορές βρίσκονται σε στάση αναμονής και δεν ανησυχούν υπερβολικά από την πολιτική αστάθεια της Γαλλίας και της Γερμανίας, όπως αντανακλάται στους σχετικούς χρηματιστηριακούς δείκτες, σύμφωνα με την Alpha Bank.
Όμως, οι δημοσιονομικές διαφορές εντός της ΖτΕ είναι έντονες. Η Γαλλία και η Γερμανία ακολουθούν σχεδόν αντίθετες δημοσιονομικές πολιτικές, τα τελευταία έτη. Με τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ να βρίσκεται σε επίπεδα άνω του 110%, το 2024, και το δημοσιονομικό έλλειμμα να ξεπερνάει το 6% του ΑΕΠ, η Γαλλία χρειάζεται επειγόντως δημοσιονομική εξυγίανση. Αντίθετα, η Γερμανία με το δημόσιο χρέος ελαφρώς πάνω από το 60% του ΑΕΠ, δημοσιονομικό έλλειμμα μικρότερο του 2% του ΑΕΠ και επενδυτικό κενό άνω των 600 δισ. ευρώ, χρειάζεται δημοσιονομική τόνωση. Αυτή η προσέγγιση της δημοσιονομικής πολιτικής των δύο άκρων δεν είναι βιώσιμη και αναμένεται να δούμε ένα νέο είδος δημοσιονομικής σύγκλισης, το 2025.
Η αποδυνάμωση των δύο μεγάλων οικονομιών, ενδεχομένως, να οδηγήσει στη μετατόπιση της αναπτυξιακής δυναμικής σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία ή η Ισπανία, οι οποίες καταγράφουν καλές επιδόσεις, στην τρέχουσα φάση.
Επίσης, τα τελευταία τέσσερα έτη, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, από αδύναμες χώρες κατά την προηγούμενη χρηματοπιστωτική κρίση, ξεπερνούν σε ανάπτυξη τα άλλα μέλη της ΖτΕ, στη μεταπανδημική περίοδο. Και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο έτος. Αυτές οι χώρες έχουν λάβει σημαντικά μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων από το NextGenerationEU σε σύγκριση με τις βόρειες χώρες και εξακολουθούν να διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια να δαπανήσουν.
Επιπλέον, το μερίδιο του τομέα των υπηρεσιών στο ΑΕΠ στις νότιες χώρες είναι σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΖτΕ, με τον κλάδο του τουρισμού να καταγράφει υψηλές επιδόσεις. Ενδεχομένως, η Ιταλία να δυσκολευτεί λίγο περισσότερο να συμβαδίσει με τις άλλες τρεις, αφού έχει μεγαλύτερη παραγωγική βάση, ενώ ο λόγος του δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει πλησίον του 140%.
Συνοψίζοντας, παρατηρείται μία μετατόπιση της προσοχής και αύξηση της αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής από τον Νότο προς την Κεντρική Ευρώπη, κυρίως εξαιτίας των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η μεταποίηση από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, ενώ ενδέχεται να ενταθούν αν εφαρμοσθούν οι δασμοί από τις ΗΠΑ, οι οποίοι θα πλήξουν, προφανώς, τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού…
Πολλά είναι τα νέα και από την άλλη όχθη του Ατλαντικού εν αναμονή της ανάληψης καθηκόντων στον Λευκό Οίκο, για δεύτερη φορά, Ντόναλντ Τραμπ.
Από το μέτωπο της οικονομίας, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ υποσχέθηκε ταχύτατες διαδικασίες αδειοδότησης σε επενδύσεις που ξεπερνούν το 1 δισ. δολάρια, εμμένοντας σταθερός στις προεκλογικές του δεσμεύσεις.
Σε αντίθεση, ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, επέκρινε την οικονομική πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος, προεξοφλώντας πως θα οδηγήσει σε “οικονομική καταστροφή”, ενώ οι δασμοί θα αναθερμάνουν τον πληθωρισμό, όπως σημειώνει η Alpha Bank.
Η αγορά εργασίας στις ΗΠΑ παρουσίασε σημάδια ανάκαμψης τον Νοέμβριο, αφού οι νέες θέσεις εργασίας εκτός του αγροτικού τομέα διαμορφώθηκαν στις 227 χιλ., υψηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών (220 χιλ.).
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι οι νέες θέσεις εργασίας του Οκτωβρίου αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω, από τις 12 χιλ. σε 36 χιλ., παραμένοντας σε χαμηλά επίπεδα, κυρίως εξαιτίας των απεργιακών κινητοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν.
Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 4,2%, τον Νοέμβριο, από 4,1% ,τον προηγούμενο μήνα, ενώ το ωρομίσθιο αυξήθηκε κατά 4,0% σε ετήσια βάση.
Σχόλια