Στην γοητευτικότατη, προβοκατόρικη και μεθυστική σκέψη του πως θα μπορούσε να μοιάζει μια πόλη ως γυναίκα, απαντά με την νέα του ταινία ο Πάολο Σορεντίνο.
Σεκάνς που μοιάζουν λεπτό προς λεπτό πλασμένες με φωτορεαλσιμό για διαφημιστικό σποτ κάποιου high end brand μόδας και με με τον οίκο Saint Laurent να το παρακάνει στην ενδυματολογία, βγαίνοντας συχνά και επιδεικτικά εκτός τόπου και χρόνου.
Σκηνές που παρασύρουν σε ένα ανελέητο κυνηγητό της ζωής της ηρωίδας Parthenope που ξεκινά ράθυμα, ανέμελα και τρυφερά στην εφηβεία της και καταλήγει μέσα από μια πορεία φελινική σε κάτι που μοιάζει με σταδιακό ξέσπασμα εαυτού και σε μια νοερή επιστροφή σε μια κάποια “αρχή”.
Μια πορεία όμοια από τη μία με το τραγούδι “Era già tutto previsto” του Riccardo Cocciante που ακούμε στην ταινία αλλά και από την άλλη με εκείνη στην πόλη της νιότης του Σορεντίνο, τη Νάπολη.
Η Parthenope γεννιέται μέσα στη θάλασσα το καλοκαίρι του 1950 και αποκτά εν τη γεννήσει της το όνομα της μυθικής Σειρήνας με το οποίο βάφτησαν οι άποικοι Χαλιδείς το 10ο π.Χ. αιώνα την αποικία τους στη σκιά του Βεζούβιου και μια περίτεχνη καρότσα που της χάρισε ο νονός της.
Η Παρθενόπη, αρχής γενομένης από την εφηβεία της περιφέρει αλληγορικά την ομορφιά της, ενίοτε με την συγκεκριμένη καρότσα. Γίνεται αυτομάτως από όλους ποθητή αλλά η ίδια περιπλανιέται ελεύθερα αναζητώντας τον δικό της προσανατολισμό, την δική της αντίληψη και ταυτότητα.
Τρία χρόνια μετά το ημιαυτοβιογραφικό "Χέρι του Θεού", ο Πάολο Σορεντίνο πλάθει μια ερωτική, παθιασμένη, κατακερματισμένη κινηματογραφική φωλιά για την αγαπημένη του Νάπολη, την αποπροσανατολισμένη μα πανέμορφη γειτονιά των πιο αυθεντικών και τρυφερών του αναμνήσεων.
Βγαίνοντας από την οικογενειακή παραθαλάσσια έπαυλη η ομορφιά της Παρθενόπης λυγίζει όμορφους μέσα και έξω νεαρούς, μελαγχολικούς συγγραφείς, πλούσιους μεγαλομανείς, συναισθηματικούς μαφιόζους, εκπροσώπους της καθολικής θρησκείας και ξεπεσμένες ηθοποιούς- cast directors ενώ η ίδια αναρωτιέται συνεχώς ποιός είναι ο άνθρωπος.
Η «αναδυομένη Νάπολη» σαν άλλη συνεχώς διαφεύγουσα νοτιοϊταλική πραγματικότητα, είναι μια γεμάτη αντιφάσεις, πελαγοδρομήσεις μα και ποιητικτικότητα κινηματογραφική γειτονιά φτιαγμένη από μνήμης με την ανακουφιστικά αναπόδραστη “σορεντίνικη” ταυτότητα.
Σχόλια