Οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται ήδη αισθητές στη ζωική και τη φυτική παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα μας είναι στην πρώτη γραμμή των απειλούμενων κρατών, μαζί με άλλες περιοχές της νότιας Ευρώπης και της ευρύτερης λεκάνης της Μεσογείου.
Ξηρασία, καύσωνες και ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν να επηρεάσουν ολόκληρες περιφέρειες, για αυτό και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι κρίσιμη.
Σύμφωνα με το European Environment Agency, οι κλιματικές επιπτώσεις έχουν οδηγήσει σε φτωχότερες συγκομιδές και υψηλότερο κόστος παραγωγής, επηρεάζοντας την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα των καλλιεργούμενων προϊόντων, κυρίως στη νότια Ευρώπη. Βάσει προβλέψεων οι αποδόσεις των μη αρδευόμενων καλλιεργειών, όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι, αναμένεται να μειωθούν στη νότια Ευρώπη έως και 50 % μέχρι το 2050. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του γεωργικού εισοδήματος. Επίσης, οι αξίες της γεωργικής γης προβλέπεται να μειωθούν στη νότια Ευρώπη περισσότερο από 80 % έως το 2100, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εγκατάλειψη της ενασχόλησης με τη γη.
Το ζήτημα όμως της γεωργίας και του πρωτογενούς τομέα εν γένει είναι καθοριστικό για την ύπαρξή μας, καθώς μέσω αυτού σιτίζονται οι πληθυσμοί της ηπείρου μας. Η εντατική πρωτογενής παραγωγή έχει δώσει λύση στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών. Η αδυναμία της γης να παράγει τις σημερινές ποσότητες προϊόντων, λόγω αυτής της έντασης, αλλά και της πίεσης που δέχονται τα αγροτικά συστήματα από την κλιματική αλλαγή, όπως επίσης και η εγκατάλειψη επαγγελμάτων του πρωτογενούς τομέα στο μέλλον, φαίνεται να είναι η επόμενη μεγάλη κρίση που θα πρέπει να διαχειριστή η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσε η βιολογική γεωργία να δώσει λύση τουλάχιστον στο θέμα της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων;
Μετριασμός
Φιλοπεριβαλλοντικές προσεγγίσεις, όπως είναι η βιολογική και γενικότερα η αγροοικολογική γεωργία, οδηγούν σε καλύτερη διαχείριση του εδάφους και στο μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, λόγω της απορρόφησης των αερίων του θερμοκηπίου, μας λέει ο κ. Βασίλης Γκισάκης, εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, του Τμήματος Ελιάς και Οπωροκηπευτικών Καλαμάτας, του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα».
«Το έδαφος είναι η ‘καταβόθρα’ του διοξειδίου του άνθρακα, μας λέει ο κ. Γκισάκης. Με αειφόρα συστήματα παραγωγής, έχουμε λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μείωση των εισροών, όπως συνθετικά λιπάσματα, και καλύτερη διαχείριση του νερού. Τα συνθετικά λιπάσματα που χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή στη συμβατική, βιομηχανική γεωργία, αποτελούν παράγοντες εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Εκτός από το διοξείδιο του άνθρακα, εκλύουν και ενώσεις του αζώτου. Αυτές οι ενώσεις είναι περίπου 300 φορές πιο ισχυρές συγκριτικά με το διοξείδιο του άνθρακα».
Ο κ. Βασίλης Γκισάκης, εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, του Τμήματος Ελιάς και Οπωροκηπευτικών Καλαμάτας, του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα»
Η βιολογική γεωργία μπορεί να μειώσει κάποια κόστη χωρίς να υπάρχει έκπτωση στην ποιότητα ή στην ποσότητα της παραγωγής, θα αναφέρει ο κ. Γκισάκης. Όμως αυτό δεν είναι κάτι απλό. Απαιτείται μία διαδικασία μετάβασης προς πιο αειφόρες εισροές, ώστε να γίνει πιο ανθεκτικό το σύστημα παραγωγής.
Τι συμβαίνει στην Ευρώπη;
Σχεδόν το 40 % της γης στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιείται για γεωργικούς σκοπούς. Η εντατική γεωργία οδηγεί στη ρύπανση του εδάφους, των υδάτων και του αέρα, καθώς και στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Η βιολογική γεωργία αν και θα μπορούσε να συμβάλει στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, παραμένει μακριά από τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ, αφού σύμφωνα με καταγραφή του 2022 μόλις 17 εκατ. εκτάρια γης καλλιεργούνταν με βιολογικές μεθόδους, ήτοι το 10,5 % της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Και παρότι η χρηματοδότηση που έχει χορηγηθεί για τη βιολογική γεωργία από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φτάσει τα 12 δις. ευρώ από το 2014 μέχρι και το 2022, γίνεται αντιληπτό ότι ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για βιολογικές καλλιέργειες που θα φτάνουν στο 25% των ευρωπαϊκών εδαφών έως το 2030, μοιάζει πλέον ανέφικτος. Μέχρι το 2027 σχεδιάζεται η διάθεση 15 δις. ευρώ για τη βιολογική γεωργία με σκοπό την ενίσχυσή της. Υπάρχουν όμως οι κατάλληλες στρατηγικές ώστε να απορροφηθεί σωστά κι αυτό το πακέτο χρηματων;
Καθαρή τροφή
«Η Βιολογική αναγεννητική γεωργία είναι ο μόνος δρόμος για την παραγωγή καθαρής τροφής, αλλά συγχρόνως και για την προστασία και φροντίδα του πλανήτη», θα μας πει ο κ. Νικόλαος Ιωάννου, Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτών Βιοκαλλιεργητών Βόρειας Ελλάδας και Γραμματέας του Αυτοδιαχειριζόμενου Φορέα Βιολογικών Αγορών Θεσσαλονίκης.
«Μια αναγεννητική προσέγγιση της αγροτικής παραγωγής, συνεπάγεται απομάκρυνση από το βιομηχανικό μοντέλο (που ξεκίνησε να κορυφώνεται στα μισά του προηγούμενου αιώνα), µε τρόπο όμως που να επιτρέπει στους αγρότες να αντέχουν κρίσεις και να αναπτύσσουν οικονομικά βιώσιμα αγροτικά οικοσυστήματα».
Όπως τονίζει ο κ. Ιωάννου, η αναγεννητική γεωργία, ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά συνώνυμα με την «καλλιέργεια άνθρακα», είναι ένα σύνολο πρακτικών στη γεωργία και τη βοσκή, που επαναφέρει και ανοικοδομεί την οργανική ύλη στο έδαφος και αποκαθιστά την υποβαθμισμένη βιοποικιλότητα του, αποθηκεύοντας αποτελεσματικά περισσότερο νερό και αντλώντας περισσότερο άνθρακα από την ατμόσφαιρα. «Η αναγεννητική γεωργία είναι μονόδρομος αν θέλουμε να επαναφέρουμε τα εδάφη σε υγιή κατάσταση, να μιλάμε για αειφορία και μέλλον».
«Η πολυσυζητημένη βιωσιμότητα των μικρών παραγωγών δεν φαίνεται να απασχολεί τις κυβερνήσεις. Αν βοηθήσουμε νέους ανθρώπους να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία, και ενισχύσουμε μικρές τοπικές φάρμες, που σιτίζουν τις πόλεις, ώστε να είναι βιώσιμες, τότε θα επιτευχθεί η πολυπόθητη, αύξηση της βιολογικής γεωργίας, στο 25%, μέσω της πολιτικής ‘from farm to fork’», μας λέει ο κ. Ιωάννου, τονίζοντας πως «μόνο με λόγια, κρυφές ενισχύσεις, ‘πρασινίσματα’, στρεμματικές αποζημιώσεις και υποκριτικές προσπάθειες δεν γίνεται τίποτα. Θέλουμε περισσότερες, δυνατές και κυρίως στηριγμένες από τους δήμους βιολογικές αγορές. Εκεί που ο καταναλωτής γνωρίζει από κοντά τον παραγωγό της τροφής του. Οι μικροί βιοκαλλιεργητές αγαπούν αυτό που κάνουν, παρόλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες, και θα συνεχίσουν να προσφέρουν καθαρή τροφή σε όλους εκείνους που την αναζητούν».
Σχόλια