Μια φορά κι έναν καιρό, το αλάτι ήταν απλώς αλάτι. Άλλοι το χρησιμοποιήσαμε λιγότερο και άλλοι περισσότερο.
Από το απανταχού άσπρο-μπλε- κόκκινο Κάλας, το “εθνικό μας” αλάτι και το χαρακτηριστικό χρίτσι χρίτσι του καθώς πέφτει από τη συσκευασία, μέχρι μερικές ευχάριστες εκδοχές, νέα εγχώρια εγχειρήματα και mix αλλά και το αποκρυσταλλωμένο στον χρόνο πέταγμα του πίσω από τον αριστερό ώμο για να αποκρούσει την κακή τύχη, το αλάτι μοιάζει με κάτι που ήταν, σχεδόν, ενιαίο.
Και ύστερα ήρθε το Netflix. Και ο κορονοϊός που μας έκλεισε σπίτι και μας θύμισε να μαγειρεύουμε αλλά, κυρίως, να απολαμβάνουμε το φαγητό. Και οι σειρές όπως το “Salt Fat Acid Heat” με την εκφραστικότατη Samin Nosrat που σε κάθε επεισόδιο χρησιμοποιεί επίμονα, χωρίς να το λυπάται σε ποσότητα αλλά και με μια απτική ευαισθησία το περιεχόμενο του ίδιου, καλαίσθητου, μίνιμαλ και ταυτόχρονα κάπως vintage κουτιού με αλάτι για φινίρισμα.
Και το όνομα αυτού Maldon—Maldon Sea Salt Flakes, με “καταγωγή” από τις αλυκές λίγο έξω από το Λονδίνο και με μια γεύση εφήμερης αλμύρας, λιγότερο πικρή από τα συνηθισμένα, σε μορφή λεπτών νιφάδων και σε σχήμα μικρής πυραμίδας, το οποίο απαιτεί μαγειρική δεινότητα ή έστω αυτή, την τεχνική ευαισθησία.
Αλμυρή, φινετσάτη εξάπλωση σε σχήμα πυραμίδας
Σκεπτόμενοι εκδοχές αλατιού στο χείλος του ποτηριού μιας μαργαρίτας, στο άκρο μιας στιφογυριστής μους σοκολάτας ή σε μια μπουκιά αλατισμένης καραμέλας μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα κενό, μια ανάγκη για ένα αλάτι με πιο ανάλαφρη γεύση. Και μια τέτοια χορδή φαίνεται πως έπιασε το Μaldon με την απήχηση σε δεκάδες χώρες του κόσμου, στις κουζίνες βαρύγδουπων ονομάτων, εστιατορίων και σεφ, αστέρων του Χόλιγουντ και σε απανταχού ορκισμένους foodies.
Μεταξύ άλλων η σεφ Ruth Rogers το ανέφερε στα δημοφιλή βιβλία της με συνταγές, ο Τζέιμι Όλιβερ το χρησιμοποιούσε στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, ο σεφ Ferran Adrià είχε δηλώσει σε περιοδικό που εκδίδει ότι είναι το αγαπημένο του, η Κάμερον Ντίαζ φωτογραφιζόταν να περιφέρει ένα κουτάκι Maldon στην τσάντα της και η Γκουίνεθ Πάλτροου του έπλεκε το εγκώμιο στο Goop.
Το Μaldon προήλθε από μια οικογενειακή επιχείρηση 135 ετών στη νοτιοανατολική ακτή της Αγγλίας, στο ομωνυμο Maldon στο Essex που απέχει μια ώρα από το Λονδίνο με το τρένο, αλλά φαίνεται να κερδίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά έδαφος, αφενός μέσω της συνεργασίας με το Harrods, το οποίο εκτίμησε το Maldon και έστειλε στην εταιρεία ένα γράμμα που μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Βρήκαμε το αλάτι πολύ καλύτερο από το συνηθισμένο αλάτι για το τουρσί. Μια πολύ μικρότερη ποσότητα του απαιτείται για το αλμυρό αποτέλεσμα. Δίνει επίσης στο βόειο κρέας πολύ καλύτερη γεύση».
Ενώ η σταθερή παρουσία του και σε άλλους πελάτες υψηλού προφίλ όπως η Fortnum & Mason αλλά η πρώτη παράδοση, στο Buckingham Palace είχε ως αποτέλεσμα στη δεκαετία του 1970 το Maldon να έχει ήδη την τιμητική του ως το “πολυτελές αλάτι”.
Αλλά τη δεκαετία του '90 ήταν που βρετανική αναγέννηση του φαγητού έγινε το εφαλτήριο για την ανάδειξη του Maldon που μπήκε στις λίστες με τα 10 απαραίτητα της βρετανικής κουζίνας σε δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές όπως το How to Cook με την Delia Smith του BBC αλλά και στο βρετανικό νοικοκυριό.
Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως η Tesco, το επέλεξαν και το εξάντλησαν. Έτσι η μικρή επιχείρηση, που βασιζόταν στην παράδοση του τόπου στη συλλογή αλατιού και στις χειροποίητες διαδικασίες έπρεπε να αγωνιστεί και να μεγαλώσει για να ανταπεξέλθει. Και τα κατάφερε.
Πριν από μερικά χρόνια, η Maldon άλλαξε τη σχεδίαση των κουτιών της, κάνοντάς τα πιο μίνιμαλ διατηρώντας όμως ταυτόχρονα τη ρετρό τους όψη. Σήμερα, τα κουτάκια αυτά βρίσκονται σε περισσότερες από 50 χώρες. Ο μεγαλύτερος εισαγωγέας είναι η Ισπανία κάτι που αποδίδεται εν πολλοίς στις αναφορές του σεφ Ferran Adrià ενώ επόμενες στη λίστα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η αγορά φαίνεται να έχει διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια.
Η Maldon Salt Company αποτελεί σημαντική πηγή τοπικής απασχόλησης και υπερηφάνεια για τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται στην περιοχή. Οι υπάλληλοι της μπορούν να φαντάζονται τις διεθνώς αναγνωρισμένες μικροσκοπικές νιφάδες αλατιού, να ταξιδεύουν ως ένα πιάτο που προορίζεται να κερδίσει αστέρι Michelin στην άλλη άκρη του κόσμου.
Μια “νοστιμιά” που μάλλον ονειρεύεται κάθε μικρή επιχείρηση γκουρμέ προϊόντων και όχι μόνο.
Σχόλια