Πάνε χρόνια που στα δημοσιογραφικά πια στερεότυπα συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις εμπειρία και τοπικά προϊόντα. Την πρώτη σαν κάτι απροσδιόριστο που - κοίτα να δεις- κάθε φορά που επισκεπτόμαστε ένα νέο εστιατόριο βρίσκει εφαρμογή.
Και τη δεύτερη σαν μια εγγύηση ποιότητας που μας υπόσχονται τα απανταχού μενού και που εμείς αποδεχόμαστε, συνήθως, χωρίς να θέτουμε το εύλογο ερώτημα του από που τελικά προκύπτουν όλα αυτά τα ντόπια, αγνά προϊόντα που καλλιεργούνται και μεγαλώνουν εγγύς, πριν φτάσουν στο πιάτο μας.
Και αν τα παλιά χαμάμ χρησίμευαν σαν μια ανάπαυλα από την καθημερινότητα, κάτι σαν κάθαρση από την ρουτίνα που τείνει να μας ρομποτοποιεί, στο αναδιαμορφωμένο χαμάμ στη Χώρα της Τήνου και στο εστιατόριο Μικρό Καράβι ζήσαμε μια πραγματική εμπειρία. Ζήσαμε τη χαρά που αχνίζει πάνω από τις κατσαρόλες και τα ταψιά της μαγειρικής τέχνης με το να αγγίξουμε στην αρχική τους μορφή και να γευτούμε από το πιάτο πραγματικά μπιζουδάκια, ή αλλιώς σημερινά προϊόντα βγαλμένα από την τηνιακή γη και το κυκλαδίτικο έδαφος.
Και επειδή ο σκοπός είναι κάθε άλλο παρά να σας γράψουμε τελικά ποιά και πόσο ωραία ή εύγεστα ήταν ένα- ένα τα πιάτα ή το περιεχόμενο των ποτηριών, που ήταν, εξηγούμαστε.
Ένα γευστικό ταξίδι μέσα από ποτήρια, πιάτα και ιστορίες
Με ξεναγό σε αυτό μας το ταξίδι, τη Μαρία Φραγκάκη, ή σομελιέ αν προτιμάτε, μπήκαμε στην μακρόστενη είσοδο που σαν άλλη μπουκαπόρτα μας βάζει στην όμορφη αυλή που διαθέτει το Μικρό Καράβι.
Μια αυλή που για μένα ως θρέμμα του νησιού κρύβει πολλαπλές αναμνήσεις, παιδικές στις αγκαλιές των γονιών και στα δροσάτα καλοκαιρινά όνειρα πάνω σε ενωμένες καρέκλες, εφηβικά γέλια και χαρές, σημερινές ήρεμες γευστικές απολαύσεις. Και από εκεί η Μαρία μας μεταφέρει, μας ανοίγει την πόρτα της “καμπίνας” που βγαίνει στο χαμάμ, ταξιδεύοντας μας στον χρόνο και στον τόπο, ακριβώς όπως μπορεί να μας ταξιδέψει ένα ή περισσότερα καλά κρασιά.
Αν και οι πληροφορίες για την ιστορία αυτού του ιστορικού μέρους είναι ελλιπείς όπως μας ενημερώνουν οι ιδιοκτήτες του Αντώνης και Σταματούλα Ψάλτη, οι ιστορίες και οι θρύλοι οργιάζουν όπως εκείνες για τις λεγόμενες αγελούδες, αυτά τα ελαφρώς επικίνδυνα μυθικά πλάσματα στην ύπαρξη των οποίων ορισμένοι τηνιακοί μιας άλλης γενιάς πιστεύουν ακόμα.
Ο Αντώνης μας εξηγεί ότι οι πρόγονοι του κάποτε αγόρασαν μια μεγάλη έκταση δίπλα στη θάλασσα που συμπεριλαμβάνει το σημερινό Μικρό Καράβι και το παλιό χαμάμ, για ένα κομμάτι ψωμί, καθώς πίστευαν ότι ήταν στοιχειωμένη από τις αγελούδες που κρύβονταν στα αλλοτινά τέσσερα πηγάδια της. Ενώ η Σταματούλα συμπληρώνει ότι πιθανώς η απουσία ηλεκτρικού ρεύματος και τα κεριά δημιουργούσαν… ανησυχητικές σκιές τις ώρες που έπεφτε το φως.
Σύμφωνα με τον Αντώνη και τη Μαρία που ξεψάχνισαν τις τοπικές βιβλιοθήκες για να βρουν πληροφορίες για το Χαμάμ, οι μόνες πληροφορίες για τις οποίες μπορούμε να έχουμε σήμερα μια σιγουριά για το πως ορθά τις γνωρίζουμε είναι πως το χαμάμ είναι 200 ετών και ότι το μέγεθος του δηλώνει πως υπήρξε κάποτε δημόσιο.
Ενώ ο τεχνίτης του δεν μπορεί παρά να ήταν γνώστης Ανατολίτης κάτι που το μαρτυρά τόσο η τέχνη της πέτρας με την οποία είναι δημιουργημένο, όσο και η γνώση και η υλοποιήση της αρχιτεκτονικής αλλά και της λειτουργικότητας του με ειδικά διαμορφωμένους, εμφανείς ακόμα σε σημεία, λάκκους από όπου περνούσε το ζεστό νερό.
Το ταξιδιωτικό τραπέζι
Αφού παύουμε να χαζεύουμε τον περίτεχνο τρούλο, την ποικιλία των φιαλών που υπάρχουν σαν σε άλλο κελάρι στον χώρο αλλά και τα αντίτυπα του παρελθόντος της εφημερίδας “Μυκονιάτικη” με τις συνταγές για γλυκό μελιτζανάκι συνοδευμένες από σχέδια φτιαγμένα στο χέρι, με τα φύλλα της οποίας ένας οινοποιός συνηθίζει να ντύνει τις φιάλες που φτάνουν από την Μύκονο, όπως μας εξήγησε η Μαρία, παίρνουμε θέσεις στο τραπέζι.
Ένα τραπέζι μπροστά από τον χάρτη της Ελλάδας που έχει σημειωμένες πάνω του τις περιοχές με τους ΠΟΠ οίνους της χώρας μας και που μας καλωσορίζει με ζεστό λευκό ψωμί αλλά και γλίνα με βούτυρο, τόσο φίνα που αναπλάθει την μεταφορικότητα της έννοιας της λέξης, παρθένο ελαιόλαδο και ένα ποτηράκι τσίπουρο διπλής απόσταξης από Ασύρτικο με αρωματικά φυτά Σύρου.
Και ένα τραπέζι που μας μεταφέρει σταδιακά στην αναζωγονητική αλμύρα της Ανάφης με μια σαλάτα με μάγουλα ψαριού και ένα ποτήρι με βιολογική Γαϊδουριά, από την Σύρο και την επαφή με τρία-τέσσερα άνυδρα φασόλια που στη χούφτα μας μοιάζουν πιότερο με μικροσκοπικά σκουλαρίκια και ένα ποτήρι Ασύρτικο, από την Τήνο φυσικά με ξινό τραχανά, σάλτσα ντομάτας, κατσικίσιο τυρί και ένα ποτήρι Αυγουστιάτικο με Μαυροτράγανο, από την Μύκονο με ραβιόλια ραγού, καπνιστή μελιτζάνα και ένα ποτήρι που συνδυάζει πολλαπλές ποικιλίες κάνοντας μας να αναρωτιόμαστε αν η φύση του ίδιου μέρους προοικονομεί για να ταιριάζουν οι γεύσεις τις τόσο μαέστρικα μεταξύ τους και από την Σαντορίνη με μια κοπανιστή φτιαγμένη με τρόπο παραδοσιακό ως το κυριολεκτικό επιδόρπιο δίπλα σε ένα Vinsanto.
Κάπου εδώ βλέπω να με βαραίνουν πολλές λέξεις που ανακάμπτουν την ταχύτητα του κλικ κλικ του πληκτρολογίου μου. Αν και θα θελα να γράψω άλλες τόσες για τις γεύσεις, για τους ανθρώπους, ένα “ξύπνα φτάσαμε” μου λέει να κατέβω εδώ για την ώρα από το καράβι. Μέχρι το επόμενο ταξίδι, ας θυμόμαστε να νιώθουμε τις γεύσεις όταν τις δοκιμάζουμε, να ακούμε τις λέξεις καθώς τις λέμε κι ας τις γράφουμε όταν πραγματικά τις εννοούμε.
Σχόλια