Μελέτη Eurobank: Το αποτύπωμα Τηλεπικοινωνιών - Ψηφιακής Αναβάθμισης στην οικονομία σήμερα
Μια σύνοψη της μεγάλης μελέτης της Eurobank για την πρόοδο και τις προκλήσεις στον εν εξελίξει ψηφιακό μετασχηματισμό που έχει άμεση συνέπεια στις επιχειρήσεις, το Δημόσιο και την κοινωνία.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Η Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank εξέδωσε μελέτη με τίτλο «Πυλώνας Τηλεπικοινωνιών-Ψηφιακής Αναβάθμισης: Πρόοδος και προκλήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της επιχειρηματικότητας, της καθημερινότητας των πολιτών και της λειτουργίας του δημόσιου τομέα». Συγγραφείς της μελέτης είναι οι αναλυτές Μιχάλης Βασιλειάδης, Κωνσταντίνος Πέππας και Θεόδωρος Ράπανος.
Περίληψη Μελέτης
Ένα οικοσύστημα συχνά αλληλεξαρτώμενων ψηφιακών τεχνολογιών εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς τα τελευταία έτη, οδηγώντας σε σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Οι ραγδαία αναπτυσσόμενες ψηφιακές τεχνολογίες έχουν το δυναμικό να αυξήσουν κατακόρυφα την παραγωγικότητα της οικονομίας, παρέχοντας οικονομίες κλίμακας και φάσματος σε πολλές παραγωγικές δραστηριότητες, και ακολούθως να ενισχύσουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια και μακροπρόθεσμα. Σε αυτό το ρεύμα τεχνολογικής εξέλιξης στηρίζεται και η ανάπτυξη του πυλώνα Τηλεπικοινωνιών και Ψηφιακής Αναβάθμισης (ΤΨΑ). Η διάρθρωσή του είναι παρόμοια με εκείνη του πυλώνα Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), ωστόσο περιλαμβάνει περισσότερες δραστηριότητες εμπορίου πληροφοριακών συσκευών και λογισμικού, οι οποίες αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό, κατόπιν των ιδιαίτερων συνθηκών και αναγκών λόγω της πανδημίας του COVID-19.
Η συμβολή του πυλώνα ΤΨΑ στην ελληνική οικονομία, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας παραγωγής είχε αρχίσει να αυξάνεται πριν την πανδημία, φθάνοντας το 2,5% το 2018 και το 2,3% το 2019, από 2,2% κατά μέσο όρο το 2011-2017. Στη διετία 2020-2021 αυξήθηκε σημαντικά, στο 3,3% και 3,5% αντίστοιχα, εξαιτίας των επιδράσεων της πανδημίας του COVID-19, που αύξησαν κατά πολύ το προϊόν του κλάδου Τηλεπικοινωνιών, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος του πυλώνα, λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, κ.ά.). Πάρα αυτήν την αύξηση, η συμβολή του πυλώνα ΤΨΑ στην ελληνική οικονομία το 2011-2021 ήταν σαφώς χαμηλότερη από το μέσο όρο στην ΕΕ, στο 2,4% έναντι 3,5%, διαφορά η οποία στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερη λόγω ελλείψεων στοιχείων προστιθέμενης αξίας για ορισμένες δραστηριότητες σε επίπεδο ΕΕ.
Βάσει των κριτηρίων του δείκτη Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (δείκτης DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα είναι τουλάχιστον από το 2014 ουραγός στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στην εξαετία 2017–2022 σε απόλυτους όρους, η Ελλάδα παρέμεινε στο χαμηλότερο τεταρτημόριο της σχετικής κατάταξης σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες, καθώς η ΕΕ συνέχισε να ψηφιοποιείται με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται σταθερά μεταξύ των τριών χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις στο γενικό δείκτη DESI. Κατά την πανδημική περίοδο, σημειώθηκε πρόοδος στην ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα, από το 73% του μέσου όρου στην ΕΕ και την 26η θέση το 2019 στο γενικό δείκτη του eGovernment Benchmark, η Ελλάδα να φτάσει στο 89% και την 21η θέση το 2023. Στον αντίποδα, παραμένει χαμηλή η ψηφιοποίηση των ΜμΕ και πολύ περιορισμένη η χρήση τεχνολογιών αιχμής από τις ελληνικές επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους. Το 2021, το 38% των ΜμΕ εγχωρίως είχε υιοθετήσει έστω και βασικές ψηφιακές τεχνολογίες, έναντι 55% στην ΕΕ, ενώ το 15% όλων των επιχειρήσεων εκμεταλλεύονταν την τεχνολογία του υπολογιστικού νέφους (ΕΕ: 34%) και μόλις 3% τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη-ΑΙ (ΕΕ: 8%). Δύο χρόνια μετά, η απόσταση παρέμενε, τόσο στην ψηφιοποίηση των ΜμΕ (43% έναντι 58% στην ΕΕ), καθώς και στη χρήση του υπολογιστικού νέφους (18% έναντι 39%) και της ΑΙ (4% έναντι 8%).
Η χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου επί σειρά ετών επενδυτική ροπή στον πυλώνα ΤΨΑ στην Ελλάδα, λογιζόμενη ως η αναλογία των επενδύσεων στον κύκλο εργασιών, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της μικρότερης συμβολής του πυλώνα στο ΑΕΠ από ό,τι στην ΕΕ, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις προοπτικές ανάπτυξής του μεσοπρόθεσμα. Η επενδυτική ροπή του πυλώνα στην Ελλάδα κινούταν πλησίον και ελαφρώς χαμηλότερα του εγχώριου μέσου όρου σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το 2011-2020, στο 6,7% έναντι 7,0%, ενώ υστερούσε περισσότερο σε σχέση με τη μέση επίδοση του πυλώνα ΤΨΑ στην ΕΕ, στο 7,5%, μέγεθος που δεν περιλαμβάνει τις τηλεπικοινωνίες λόγω έλλειψης στοιχείων.
Η έντονα αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα στον πυλώνα ΤΨΑ επηρεάζει τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, προκαλώντας μετακινήσεις υψηλά εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Από στοιχεία του ΟΟΣΑ για άτομα με δεξιότητες χειρισμού τεχνητής νοημοσύνης, προκύπτει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των πλέον προηγμένων τεχνολογικά οικονομιών για την προσέγγιση ταλέντων από άλλες χώρες. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πλέον πληττόμενες χώρες από απώλειες τέτοιων ταλέντων. Μάλιστα, αυτές ήταν αναλογικά διπλάσιες το 2022 έναντι του 2019, γεγονός το οποίο δείχνει πως το φαινόμενο του brain drain σε ορισμένες ειδικότητες, όχι μόνο δεν εξασθενεί, αλλά κλιμακώνεται.
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα του πυλώνα ΤΨΑ, το εξωτερικό ισοζύγιό του (προϊόντων – υπηρεσιών), ύστερα από μια περίοδο βελτίωσης το 2013-2016, που είχε ως αποτέλεσμα το έλλειμμά του να μειωθεί σωρευτικά κατά 70%, κατόπιν παρουσίασε συνεχή επιδείνωση έως το 2022 και διευρύνθηκε συνολικά κατά 335,5% έναντι του 2016, φθάνοντας στο τέλος αυτής της περιόδου στο μέγιστο από το 2011 επίπεδο των €2,17 δις. Τόσο η βελτίωση το 2013-2016, όσο και η επιδείνωση που ακολούθησε, προήλθαν κυρίως από εξελίξεις στο εμπορικό ισοζύγιο του υπό-τομέα Μεταποίησης ΤΨΑ, συγκεκριμένα από ισχυρή διεύρυνση των εισαγωγών το 2017-2022, σωρευτικά κατά 158,4% ή €2,57 δις, άνοδος η οποία υπερέβη την ταυτόχρονη έντονη αύξηση των εξαγωγών κατά 109,0% ή €869,6 εκατ.
Από την πραγματοποίηση οικονομετρικής εκτίμησης προέκυψε ότι μια μείωση στο μισό της απόστασης που χωρίζει την Ελλάδα από το μέσο όρο της ΕΕ ως προς το επίπεδο ψηφιοποίησης βάσει του δείκτη DESI, θα ενίσχυε το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Μια περαιτέρω βελτίωση της ψηφιοποίησης της χώρας μας, π.χ. στο επίπεδο της Κύπρου, θα προσέθετε ακόμα 0,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην ανάπτυξη. Εμβαθύνοντας σε πτυχές της ψηφιοποίησης, η εκτίμηση έδειξε ότι το επίπεδο των ψηφιακών υποδομών, βάσει του δείκτη συνδεσιμότητας του DESI, έχει μικρή άμεση επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση. Αντιθέτως, κρίσιμης σημασίας είναι η εκμετάλλευση των υπαρχουσών υποδομών από τις επιχειρήσεις και η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στην παραγωγική τους διαδικασία. Μια σταδιακή αύξηση των επιδόσεων στο δείκτη Ενσωμάτωσης της Ψηφιακής Τεχνολογίας στον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδα ανάλογα με αυτά της Κύπρου ή της Τσεχίας, θα ήταν ικανή να αυξήσει τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 1,4 ποσοστιαία μονάδα. Συνεπώς, βασικός στόχος της όποιας εφαρμοζόμενης πολιτικής θα πρέπει να είναι η αποτελεσματικότερη χρήση των ψηφιακών υποδομών από τις επιχειρήσεις και η ενθάρρυνση της περαιτέρω ψηφιοποίησής τους.
Η Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού (ΒΨΜ) 2020-2025 αποτελεί την τρέχουσα εθνική στρατηγική για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας. Το ποσοστό των ολοκληρωμένων έργων της ΒΨΜ έως τον Δεκέμβριο του 2023 ήταν χαμηλό (5,4%), ωστόσο το ποσοστό των έργων σε εξέλιξη (54,1%) κρίνεται ικανοποιητικό. Όμως, η καταγραφή της κατάστασης στη οποία βρίσκονται τα έργα γίνεται με ιδιαίτερα χαμηλή συχνότητα, σχεδόν μια φορά ανά έτος. Επιπρόσθετα, προκειμένου η παρακολούθηση ενός εν εξελίξει έργου να αποδίδει την πραγματική του κατάσταση, θα πρέπει να συμπληρώνεται από μια, έστω κατά προσέγγιση, αποτίμηση του βαθμού υλοποίησής του.
Η χρηματοδότηση των έργων της ΒΨΜ 2020-2025 γίνεται κυρίως από το ΕΣΠΑ 2021-2027, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) και το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2021-2025. Ελλιπής είναι και η πληροφόρηση σχετικά με το βαθμό υλοποίησης των ολοκληρωμένων και τρεχόντων έργων σε αυτά τα χρηματοδοτικά προγράμματα, μην επιτρέποντας την αξιολόγηση του κατά πόσο προωθούνται οι πολυάριθμοι στόχοι της ΒΨΜ, όπως επίσης οι προτεραιότητες των συγκεκριμένων χρηματοδοτικών προγραμμάτων με παρόμοια κατεύθυνση. Για αυτό, κρίνεται αναγκαία η δημιουργία ενός μηχανισμού ο οποίος να παρακολουθεί την αξιοποίηση των διατεθειμένων κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), καθώς και το πότε αρχίζει να χρησιμοποιείται-λειτουργεί μια ολοκληρωμένη επένδυση. Οι επιδόσεις στην απορρόφηση πόρων για τον πυλώνα Ψηφιακού Μετασχηματισμού του Ελλάδα 2.0 είναι ίδιες με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το μερίδιό τους στις συνολικά αντληθείσες επιχορηγήσεις (11,7%) και σαφώς καλύτερες αυτού ως προς τα απορροφηθέντα δάνεια (18,8% έναντι 13,2%). Ωστόσο, αμφότερα τα μερίδια υπολείπονται του μεριδίου 22,1% στο σύνολο των ενισχύσεων για τον ευρύτερο στόχο της Ψηφιακής Μετάβασης, επομένως απαιτείται εντατικοποίηση της απορρόφησης πόρων του ΤΑΑ για τις ΤΠΕ για την επίτευξή του. Το χαμηλότερο μεταξύ των 12 θεματικών στόχων του προηγούμενου ΕΣΠΑ 2014-2020 ποσοστό πληρωμών επί της συμβασιοποιημένης συγχρηματοδότησης για το στόχο «ΤΠΕ» (54,9%), καθιστά αναγκαίο να προσδιοριστούν οι αιτίες των καθυστερήσεων για την αποφυγή παρόμοιων φαινομένων στη διάρκεια της τρέχουσας Προγραμματικής Περιόδου.
Στην πρόσφατη τριετία υλοποιούνται για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας κυρίως έργα για τη βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων, σε εργαζόμενους, άνεργους, καθώς και σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, όπως επίσης έργα για την επέκταση και βελτίωση της συνδεσιμότητας. Περαιτέρω ενέργεια για την καλλιέργεια ψηφιακών δεξιοτήτων σε μαθητές και σπουδαστές, θα μπορούσε να αποτελέσει η διδασκαλία περισσότερων μαθημάτων πληροφορικής, με έμφαση από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην επαφή με βασικές αρχές γλωσσών προγραμματισμού.
Η υποστήριξη της υιοθέτησης ή της ανάπτυξης ψηφιακών προϊόντων - υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις, η στήριξη της νεοφυούς επιχειρηματικότητας και η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών προς το επιχειρείν βρίσκονται ψηλά στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας. Ωστόσο, η αύξηση των παρεχόμενων ψηφιακών υπηρεσιών από το δημόσιο τομέα τα τελευταία χρόνια, τόσο σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης, προς τις επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά, δεν συνεπάγεται ταυτοτικά μείωση της γραφειοκρατίας, καθώς για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται, είτε κατάργηση περιττών διαδικασιών είτε συγχώνευσή τους. Η ψηφιοποίηση του συνόλου των υφιστάμενων διαδικασιών και βημάτων θα καταλήξει σε ψηφιοποίηση της γραφειοκρατίας. Τούτου δεδομένου, χρειάζεται μια τακτική αξιολόγησή τους, αρχικά ανά υπουργείο και στους ΟΤΑ, για την κατάργηση/συγχώνευση ορισμένων.
Η μελέτη περιλαμβάνει επίσης προτάσεις πολιτικής για την προώθηση της έρευνας σε προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες και για την ανάπτυξη εφαρμογών βάσει αυτών, για τον περιορισμό του brain drain σε επαγγελματίες με εξειδικευμένες δεξιότητες σε ψηφιακές τεχνολογίες (π.χ., στο πνεύμα της πρωτοβουλίας Rebrain Greece, των φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση επαγγελματιών από το εξωτερικό), καθώς και για την πιο ενεργή συμμετοχή της χώρας σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα.
Σχόλια