«Η μεταρρυθμιστική κόπωση ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ελληνικής οικονομίας»
Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, κατά τον διοικητή της ΤτΕ, κ. Γιάννη Στουρνάρα ο οποίος υπογραμμίζει παράλληλα τις συνθήκες με τις οποίες θα μπορέσει να βελτιωθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό.
Σε συνέντευξη ττην ειδική έκδοση της Καθημερινής «CEOs 2025» επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι αρνητικές, ενώ η κατανάλωση παραμένει σε υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ.
Παράλληλα, θέτει επί τάπητος το μεγάλο επενδυτικό κενό της Ελλάδας που αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη σύγκλισή της με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σχολιάζοντας τα μέτρα της Πολιτείας κατά της φοροδιαφυγής, ο ίδιος εξηγεί πως «τα μέτρα που έχουν ληφθεί θα μπορούσαν να συνοδευτούν από ικανά φορολογικά κίνητρα προς τους καταναλωτές για τη μη απόκρυψη των συναλλαγών σε κλάδους με αυξημένη φοροδιαφυγή».
Μεταξύ άλλων, τονίζει πως σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Πού βλέπετε να βρίσκεται η Ελλάδα και η οικονομία της μετά από 5 χρόνια;
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024, να επιταχυνθεί σε 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά σε 2,3% το 2026. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές. Συνολικά, θεωρώ ότι η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει, μετά από 5 χρόνια, να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, εφόσον η οικονομική πολιτική συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, της αποτελεσματικής χρήσης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει στην περαιτέρω υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ και θα βοηθήσει ώστε η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου να προσεγγίσει τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.
Πώς θα βελτιωθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό; H πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ το προσεχές διάστημα εκτιμάτε ότι θα διευκολύνει;
Η παροχή πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις διατηρείται τα τελευταία χρόνια σε ικανοποιητικό επίπεδο, με τον ετήσιο ρυθμό ανόδου της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να ανέρχεται σε 7,6% τον Μάιο του 2024. Επιπλέον, όπως δείχνει πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι αντιμετωπίζει χρηματοδοτικούς περιορισμούς μειώθηκε σημαντικά το 2023 σε 7,9%, από 16% το 2022.
Η βελτίωση της κερδοφορίας, της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των τραπεζών, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία και τις θετικές μακροοικονομικές προοπτικές, διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, κατά το προσεχές διάστημα, η πλήρης αξιοποίηση του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα αυξήσει περαιτέρω τη διαθεσιμότητα επιχειρηματικών πιστώσεων με ευνοϊκούς όρους.
Τέλος, η σταδιακή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μέσω της μείωσης των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναμένεται να οδηγήσει σε αποκλιμάκωση των εγχώριων δανειακών επιτοκίων.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις υποχώρησαν το 2023. Γιατί να επενδύσει μια ξένη επιχείρηση στην Ελλάδα; Θέλουμε περισσότερες ΞΑΕ και γιατί;
Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) κατέγραψαν μείωση το 2023 συγκριτικά με το 2022, αλλά, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024, οι ΞΑΕ είναι υψηλότερες συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, κάτι το οποίο αναμένουμε να ισχύσει και για το σύνολο του 2024. Συνεπώς, οι ξένες επιχειρήσεις συνεχίζουν να επενδύουν στη χώρα, καθώς υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες στους κλάδους της μεταποίησης, των επικοινωνιών, των ακινήτων, των μεταφορών, των logistics, του τουρισμού και των δικτύων. Προϋπόθεση για να συνεχιστεί αυτό είναι η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Ασφαλώς και θέλουμε περισσότερες ΞΑΕ, καθώς συμβάλλουν στην κάλυψη του κενού μεταξύ εγχώριων αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Παράλληλα, οι ΞΑΕ που κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας μπορούν να βοηθήσουν στη διάχυση νέων τεχνολογιών και μορφών οργάνωσης της παραγωγής και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας.
Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι αρνητικές, ενώ η κατανάλωση παραμένει σε υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ. Τι κινδύνους κρύβει αυτή η πραγματικότητα και τι πρέπει να γίνει για να αρχίσουμε να αποταμιεύουμε;
Το έλλειμμα αποταμίευσης (κυρίως των νοικοκυριών), ή πιο συγκεκριμένα η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οδηγεί στην προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό ουσιαστικά υποδηλώνει ότι η χώρα εξακολουθεί να ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει και αποτελεί σημαντική μακροοικονομική ανισορροπία. Ενδεικτικά μέτρα ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών ώστε αυτές να συγκλίνουν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι τα εξής: 1) η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, 2) η ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, που θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας, 3) η ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίων, με την παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων έτσι ώστε να τονωθεί η αποταμίευση σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, 4) η ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης και του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και 5) η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού, ώστε τα άτομα να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις κατάλληλες μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές αποφάσεις.
Σας ανησυχεί η σύνθεση των επενδύσεων, σε σχέση με το παραγωγικό μοντέλο;
Τo μεγάλο επενδυτικό κενό αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη σύγκλισή της με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει σημαντικά. Ειδικότερα ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά περίπου 42% από το 2019 σε πραγματικούς όρους, έναντι περίπου 1% στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκε αισθητά η σύνθεση των επενδύσεων. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, τα 2/3 των επενδύσεων αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών και μόνο το 1/3 περίπου αφορούσε παραγωγικές επενδύσεις. Σήμερα, τα 3/4 των ιδιωτικών επενδύσεων είναι σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/4 σε επενδύσεις σε κατοικίες. Αυτή η αλλαγή στη σύνθεση, εάν διατηρηθεί, σε συνδυασμό με την αύξηση του όγκου των επενδύσεων, θα βοηθήσει στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου.
Υπάρχει θέμα ανεπαρκούς ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά και πώς αυτό επηρεάζει τις τιμές για τον καταναλωτή;
Η δομή και το επίπεδο του ανταγωνισμού επηρεάζουν οπωσδήποτε τις τιμές για τον καταναλωτή. Η συμμετοχή περισσότερων επιχειρήσεων, για παράδειγμα, σε μια αγορά αυξάνει τα επίπεδα του ανταγωνισμού, που με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε μειωμένες τιμές στην αγορά, αλλά και σε υψηλότερης ποιότητας προϊόντα. Σε αρκετούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας ωστόσο παρατηρούνται ολιγοπωλιακές συνθήκες, που μάλιστα ευνοούνται από εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων, από τη γραφειοκρατία, το αργό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αλλά και την ανεπαρκή εποπτεία της αγοράς. Για τη βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού, είναι απαραίτητο να αρθούν τα πάσης φύσεως εμπόδια που υφίστανται ώστε να είναι δυνατή η είσοδος νέων επιχειρήσεων. Είναι επίσης αναγκαίο οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές να διασφαλίσουν τα επίπεδα του ανταγωνισμού, όχι απλώς εφαρμόζοντας τη νομοθεσία, αλλά ταυτόχρονα εντείνοντας και επιταχύνοντας τις διαδικασίες ελέγχου και επιβολής προστίμων σε περιπτώσεις που διαπιστώνονται παραβάσεις.
Είναι ανεπαρκή ή υπερβολικά τα μέτρα της κυβέρνησης για τη φοροδιαφυγή;
Τα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν πρόσφατα από την κυβέρνηση ‒ όπως η πληρέστερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ σχετικά με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές (μεταξύ άλλων και μέσω της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών και POS), το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες, η αυτοματοποίηση της συμπλήρωσης των φορολογικών δηλώσεων και η αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με την εισαγωγή ενός ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος ‒ είναι πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναμένεται ότι τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν θετικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, καθώς και στην ενίσχυση της φορολογικής δικαιοσύνης. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί θα μπορούσαν να συνοδευτούν από ικανά φορολογικά κίνητρα προς τους καταναλωτές για τη μη απόκρυψη των συναλλαγών σε κλάδους με αυξημένη φοροδιαφυγή.
Ανησυχείτε για τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας; Πώς πρέπει να αντιμετωπισθούν;
Οι ελλείψεις είναι αποτέλεσμα της ανάκαμψης της οικονομίας και της υποχώρησης της ανεργίας. Ωστόσο, αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Οι κλάδοι που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ελλείψεις είναι η γεωργία, ο τουρισμός, οι κατασκευές, αλλά και η μεταποίηση. Για να καλυφθεί το καίριο κενό εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας, είναι σημαντική η ενσωμάτωση των μεταναστών, καθώς και η θέσπιση κινήτρων για την αντιστροφή της εκροής προς το εξωτερικό εξειδικευμένων ατόμων (brain drain) και για την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων τρίτης ηλικίας και των συνταξιούχων, των νέων, των γυναικών καθώς και των ΑμεΑ και των Ρομά στο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στη σύζευξη των αναγκών της αγοράς εργασίας με τις δεξιότητες των εργαζομένων έχει η εκπαίδευση, και ιδιαίτερα η τεχνική εκπαίδευση και η διά βίου μάθηση. Τέλος, θα πρέπει να ενταθούν οι έλεγχοι για την καταπολέμηση της αδήλωτης και της υποδηλωμένης εργασίας.
Εξακολουθεί να υπάρχει θέμα ανησυχιών λόγω υψηλού χρέους; Πώς πρέπει να είναι μια συνετή δημοσιονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια;
Παρά το γεγονός ότι ο λόγος χρέους/ΑΕΠ παραμένει ακόμα ο υψηλότερος στην Ευρώπη, η πτωτική του πορεία εξακολουθεί να είναι έντονη και η ανθεκτικότητά του σε δυσμενή σενάρια ισχυρή, λόγω τόσο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του χρέους όσο και της διαρθρωτικής δημοσιονομικής θέσης της χώρας. Πρέπει να τονιστεί πάντως ότι τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη των ευνοϊκών δανείων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής και την αντικατάστασή τους με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, η άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής και η εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Βασικό εργαλείο του νέου πλαισίου είναι ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών, γεγονός που δεν επιτρέπει τη λήψη έκτακτων μέτρων στην πλευρά των δαπανών, εκτός αν αυτά συνοδεύονται από μέτρα ισόποσης αύξησης των εσόδων.
Μιλάτε για μεταρρυθμιστική κόπωση. Τι άλλες μεταρρυθμίσεις πρέπει να τρέξουν;
Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η γεωπολιτική αστάθεια, οι τεχνολογικές προκλήσεις, η πράσινη μετάβαση, η παραγωγική αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι μερικοί μόνο τομείς που επιτάσσουν την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και καθιστούν αναγκαία τη διατήρηση, μεσοπρόθεσμα, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Σε αυτή τη κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας την εθνική ιδιοκτησία των σχεδιαζόμενων αλλαγών. Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, κυρίως γυναικών και νέων, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα αλλαγών που πρέπει να επιταχυνθούν.
Γιατί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι πάλι σε τροχιά υποχώρησης;
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει σημειώσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Επιδείνωση υπήρξε κυρίως ως προς τις σχετικές τιμές καταναλωτή, το 2023 και στις αρχές του 2024, η οποία οφειλόταν στην ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Όμως αυτή η επιδείνωση δεν υφίσταται σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους εντός της ζώνης του ευρώ. Αντιθέτως, εντός της ευρωζώνης η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας εξακολούθησε να βελτιώνεται. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδας σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει βελτίωση το 2024, αλλά το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτυπώνεται επίσης και στη διαχρονική αύξηση των μεριδίων αγοράς των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, για την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας απαιτείται η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη λειτουργία του κράτους και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Είκοσι χρόνια δεν είναι πολλά για να φτάσουμε εκεί που ήμασταν πριν 20 χρόνια στο επίπεδο σύγκλισης με την ΕΕ; Και θα φτάσουμε;
Η κρίση χρέους άφησε ένα πολύ ισχυρό αρνητικό αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία. Μειώθηκε το πραγματικό ΑΕΠ, υποχώρησαν οι επενδύσεις και αυξήθηκε η ανεργία και η μετανάστευση των νέων και με υψηλά προσόντα εργαζομένων. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή οικονομία, παρά τους κλυδωνισμούς που και η ίδια δέχθηκε από την κρίση χρέους, συνέχισε να αναπτύσσεται την προηγούμενη δεκαετία. Ως συνέπεια, την περίοδο 2010-2017, παρατηρήθηκε πραγματική απόκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. Παρά την έως τώρα πρόοδο και τις θετικές προοπτικές που προανέφερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, θα χρειαστεί πάνω από 20 χρόνια, με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να συγκλίνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με το μέσο όρο της ευρωζώνης. Προϋπόθεση όμως για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Η Ευρώπη βλέπετε να κερδίζει τη μάχη της ανταγωνιστικότητας με ΗΠΑ και Κίνα;
Τα τελευταία χρόνια, τα παγκόσμια δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά και το ίδιο θα πρέπει να κάνει και η Ευρώπη εάν θέλει να ανταγωνιστεί επιτυχώς τις ΗΠΑ και την Κίνα. Ο γεωοικονομικός κατακερματισμός, η επανεμφάνιση εσωστρεφών βιομηχανικών πολιτικών και ο εμπορικός προστατευτισμός απαιτούν η ΕΕ να δράσει με κοινή στρατηγική, κοινά εργαλεία και στενό συντονισμό. Για να γίνει αυτό, το μοντέλο διακυβέρνησης στην Ευρώπη θα πρέπει να λάβει πιο ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Όταν η Ευρώπη πλήττεται από ένα σοκ, είναι κατακερματισμένη, οπότε δεν ανταποκρίνεται τόσο συνεκτικά όσο οι ΗΠΑ.
Το χάσμα ανταγωνιστικότητας ισοδυναμεί με χάσμα παραγωγικότητας. Για να γεφυρωθεί, απαιτείται να αυξήσουμε τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στα επίπεδα των ΗΠΑ και της Κίνας και να αναβαθμίσουμε το εργατικό δυναμικό με δεξιότητες στις σύγχρονες τεχνολογίες. Κάποιες από τις δράσεις που απαιτούνται (π.χ. η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ο περιορισμός των ρυθμίσεων και η έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις) μπορούν να υλοποιηθούν σε επίπεδο κρατών-μελών.
Ωστόσο, οι σημαντικότερες ενέργειες για την ενίσχυση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων συνδέονται με την υλοποίηση κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών. Αυτές αφορούν την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της Τραπεζικής Ένωσης, την εναρμόνιση της φορολογικής νομοθεσίας για τις επιχειρήσεις, την υιοθέτηση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής πλατφόρμας για τη στήριξη της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, την ενίσχυση του ρόλου της ΕΤΕπ και της EBRD, τη χρηματοδότηση των δημόσιων επενδύσεων από κοινούς ευρωπαϊκούς πόρους όπως το NGEU, καθώς και την εξαίρεση των δημόσιων επενδύσεων για πράσινη και ψηφιακή μετάβαση από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Σχόλια