Οι ελληνικές επιχειρήσεις χάνουν έδαφος στην κούρσα του τεχνολογικού μετασχηματισμού
To κόστος της Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D) για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι στις ευρωπαϊκές εξαιτίας του μεγέθους της μέσης ελληνικής επιχείρησης σε σχέση με τις (μέσες) ευρωπαϊκές αλλά και των επιχειρηματικών εμποδίων απόκτησης τεχνολογίας.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις επενδύουν το λιγότερο σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, διατηρούν τις ίδιες δομές στον κλάδο του IT για διπλάσια ή τριπλάσια χρόνια απ’ ότι οι ευρωπαϊκές ενώ δυσκολεύονται να επενδύσουν (παρά τις χρηματοδοτήσεις) για να αποκτήσουν outsourcing τεχνολογία.
Η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ψηφιακή Δεκαετία (ο περιβόητος Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας – DESI) δείχνει ότι ο Ιδιωτικός Τομέας της Ελληνικής Οικονομίας υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Στον κρίσιμο τομέα της συνδεσιμότητας, παρά τις μεγάλες κοινοτικές επιδοτήσεις, η Ελλάδα υπολείπεται των ευρωπαϊκών μέσων όρων και απέχει πολύ από τους στόχους του 2030.
Η χρήση των υπηρεσιών cloud αλλά και της τεχνητής νοημοσύνης (AI) έχει πολύ χαμηλή διείσδυση στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας μας, ενώ είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα στο Δημόσιο. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υποδομών και της συνδεσιμότητας, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, στα δίκτυα 5G πάμε εξαιρετικά καλά, με την πληθυσμιακή κάλυψη στο τέλος του 2023 να φθάνει στο 98,1% όταν η ΕΕ είναι στο 89,3%.
Τα προβλήματα
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των ελληνικών επιχειρήσεων και η προσέγγιση με τις ευρωπαϊκές ομοειδείς και ίδιου μεγέθους εταιρείες, καθυστερούν να υλοποιηθούν για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν μπορούν να δημιουργήσουν in house προγράμματα αλλά καλούνται να αυξήσουν τα κονδύλια για αγορές προγραμμάτων από εξωτερικούς παρόχους. Η έρευνα και ανάπτυξη (R&D) αποτελεί μόλις το 2-3% επί του τζίρου μίας μεσαίας (μέχρι 250 εργαζόμενους) ελληνικής επιχείρησης όταν στην Ευρωζώνη και στην Ευρώπη γενικότερα, οι μεσαίες επιχειρήσεις είναι μεγαλύτερες σε όλα τα μεγέθη και μπορούν να δώσουν το 10-15% του τζίρου τους για ψηφιακό μετασχηματισμό.
Οι εργατοώρες για την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου μοντέλου, ενσωμάτωση και εκπαίδευση πάνω σ’ αυτό, είναι επίσης πολλαπλάσιες στην Ελλάδα έναντι αυτών στην Ευρωζώνη και ειδικά στα αναπτυγμένα τεχνολογικά. Ακόμη πιο γρήγορη είναι η προσαρμογή των βρετανικών και αμερικανικών επιχειρήσεων στις τεχνολογικές εξελίξεις.
Τέλος, ιδιαίτερα επιβαρυντική για την είσοδο της τεχνολογίας των δικτύων και την δημιουργία των περίφημων ‘ ψηφιακών νομάδων’ (digital nomads) που θα μπορούσαν να δώσουν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην ελληνική επιχειρηματικότητα και τον τουρισμό είναι το γεγονός ότι ναι μεν η ψηφιοποίηση των δικτύων βρίσκεται σε αριθμητικά πολύ υψηλό επίπεδο στην Ελλάδα (με πληθυσμιακή κάλυψη στο 98%) αλλά ποιοτικά τα δίκτυα δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν σε μόνιμη βάση αφού υπάρχουν απώλειες σε συνδεσιμότητα για συγκυριακούς λόγους. Μπορεί ένα νησί στο Αιγαίο, να είναι θεωρητικά πλήρως συνδεδεμένο με τεχνολογία 5G αλλά στην πράξη υπάρχουν πολλές διακοπές που επιβαρύνουν την διαδικασία.
Τέλος, υπάρχει το μεγάλο θέμα με την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων στην Ελλάδα. Κάθε νέο σύστημα, απαιτεί αυξημένα κονδύλια ασφάλειας τα οποία δεν μπορούν όλες οι επιχειρήσεις να τα δώσουν. Έτσι οδεύουν απροστάτευτες από πιθανές ‘κυβερνοεπιθέσεις’. Επίσης παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα έναντι της Ευρωζώνης και οι ασφαλίσεις έναντι κυβερνοεπιθέσεων.
Σχόλια