ΤτΕ: Οι διεθνείς κίνδυνοι, τα υψηλά επιτόκια και ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΙΙΙ για τα NPL’s
Το 2023, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022.
Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, τα οποία είναι μη επαναλαμβανόμενα.
Αυξημένη κεφαλαιακή επάρκεια αλλά χαμηλή ποιότητα ιδίων κεφαλαίων
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% το Δεκέμβριο του 2023, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα. Αποτέλεσμα είναι ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% το Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% το Δεκέμβριο του 2023).
Σε ικανοποιητικό επίπεδο οι δείκτες ρευστότητας
Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, λόγω της αύξησης των καταθέσεων, με αποτέλεσμα οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας να διαμορφώνονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, το 2023 το ποσοστό ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2023: 6,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%) με τρεις εκ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών να έχουν ποσοστό ΜΕΔ κάτω από 5%.
Ωστόσο, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6%. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Δεκέμβριος 2023: 1,9%).
Τα υψηλά επιτόκια δοκιμάζουν αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων
Η ποιότητα χαρτοφυλακίου των τραπεζών μπορεί να επηρεαστεί από το μακροοικονομικό περιβάλλον. Η διατήρηση των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε περιοριστικά επίπεδα – προκειμένου ο πληθωρισμός να προσεγγίσει το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% - δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι η πλειονότητα των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Ο κίνδυνος αύξησης Μη εξυπηρετούμενων Δανείων και ο προστατευτικός ρόλος του ΗΡΑΚΛΗ ΙΙΙ
Κατά συνέπεια, η σταθεροποίηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους σε υψηλό επίπεδο μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών. Συνεπώς, η προσπάθεια βελτίωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και σύγκλισης των ΜΕΔ προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Δεκέμβριος 2023: 1,9%) αποτελεί προτεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η επέκταση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων «Ηρακλής ΙΙΙ» κρίνεται ότι θα συμβάλει θετικά ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στο βασικό τους ρόλο για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Η διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας των τραπεζών και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αποτελούν επίσης προκλήσεις. Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών το 2023 ενισχύθηκε σημαντικά, κυρίως από τα καθαρά έσοδα τόκων, και οι δείκτες αποδοτικότητάς τους έχουν διαμορφωθεί σε υψηλό επίπεδο. Όταν στο πλαίσιο άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής αρχίσει η αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά η οργανική τους κερδοφορία, ιδίως στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν πετύχουν τους στόχους τους για την πιστωτική επέκταση. Η μειωμένη κερδοφορία θα επηρεάσει τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και βελτίωσης, μεσοπρόθεσμα, της ποιότητας των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών . Στο πλαίσιο αυτό, η μερισματική πολιτική τους οφείλει να λαμβάνει υπόψη την αυξημένη αβεβαιότητα και τις προκλήσεις που συνδέονται με το διεθνές περιβάλλον. Η δημιουργία επαρκών κεφαλαιακών αποθεμάτων αποτελεί σημαντική παράμετρο για την ευρωστία του τραπεζικού τομέα
Αυξημένο γεωπολιτικό ρίσκο και πιθανή επιδείνωση διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα έχει επιπτώσεις και στις ελληνικές τράπεζες
Όσον αφορά τις προοπτικές, το διεθνές περιβάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς η προσπάθεια των τραπεζών για πιστωτική επέκταση θα καταστεί δυσχερέστερη.
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές, αλλά παραμένουν σημαντικές προκλήσεις. Η αναβάθμιση σε επενδυτική κατηγορία της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδος λειτούργησε θετικά και για τις τράπεζες, ενώ η συνολική βελτίωση των μεγεθών τους είναι αδιαμφισβήτητη. Εντούτοις, οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την πορεία ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς
Σχόλια