Άρθρο Alpha Bank: Η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού από την ελληνική κυβέρνηση
Mπορούν να συνεχιστούν οι αυξήσεις μισθών μετά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Στο παρελθόν, ιδιαίτερα μετά από τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Αυτό οδήγησε σε δημοσιονομική αποσταθεροποίηση και υψηλό πληθωρισμό, λόγω της νομισματικής χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων. Ωστόσο, σήμερα, το ελληνικό κράτος εφαρμόζει μία πιο πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς στόχους των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνετή δημοσιονομική διαχείριση
Η Ελλάδα ακολουθεί συνετή δημοσιονομική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα, μετά από την πρόσφατη ενεργειακή κρίση, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα. Επίσης, η ανθεκτικότητα της οικονομίας έναντι εξωτερικών διαταραχών ενισχύθηκε από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν μεταξύ 2010 και 2018, κατά την περίοδο των προγραμμάτων προσαρμογής.
Σήμερα, η νομισματική πολιτική ασκείται από την ΕΚΤ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κρίσεις που η νομισματική πολιτική ασκείτο από την Τράπεζα της Ελλάδος, γεγονός που καθιστά τη νομισματική πολιτική πιο ανεξάρτητη και αξιόπιστη. Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, ανέδειξε τη μεγάλη σημασία του συντονισμού των νομισματικών και των δημοσιονομικών πολιτικών για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πολιτικές αυτές ελέγχονται από ξεχωριστές αρχές, ο συγχρονισμός αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Αναμφίβολα, κατά τη διάρκεια της αυστηρής νομισματικής πολιτικής, ο συγχρονισμός μεταξύ της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής και της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι ο βέλτιστος τρόπος για την επίτευξη ακόμη μεγαλύτερης οικονομικής ευημερίας.
Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι οι εισοδηματικές πολιτικές έχουν βελτιωθεί, με την εφαρμογή καλύτερων και πιο άμεσων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. αύξηση του κατώτατου μισθού), καθώς και για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών της δεκαετίας του 1980 δεν υφίσταται πλέον, καθώς θεωρήθηκε αντιπαραγωγική. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, στην Ελλάδα, οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών υπερέβαιναν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κατά μέσο όρο, κατά τη διάρκεια μίας ύφεσης, με αποτέλεσμα τον επίμονο υψηλό πληθωρισμό. Σήμερα, όμως, παράγοντες όπως η παραγωγικότητα της εργασίας λαμβάνονται συστηματικά υπόψη.
Η ΕΚΤ αξιολογεί, πλέον, πολύ προσεκτικά τα δεδομένα για την προσαρμογή των μισθολογικών αυξήσεων καθώς και την προσαρμογή από τις επιχειρήσεις των τιμών προς τα πάνω. Τα στοιχεία της τελευταίας εικοσαετίας για την Ελλάδα δείχνουν ότι δεν έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα σπειροειδούς αύξησης μισθών και τιμών, τα οποία ορίζονται ως συνεχής επιτάχυνση τιμών και μισθών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η αύξηση των ονομαστικών μισθών δεν θα πρέπει πάντα να ερμηνεύεται ως ένδειξη ενός επικείμενου τέτοιου φαινομένου.
Μπορούν να συνεχιστούν οι αυξήσεις ονομαστικών μισθών όσο αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός
Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση των ονομαστικών μισθών μπορεί να συνεχισθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, όσο ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται από τα υψηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα, μετά από την περίοδο της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση, οι μισθολογικές αυξήσεις συγκλίνουν με την πορεία του πληθωρισμού, με μία χρονική υστέρηση.
Ένα πρόσθετο εύρημα είναι η επίδραση των πληθωριστικών πιέσεων στα δημόσια οικονομικά και, κυρίως, στο δημόσιο χρέος. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και μετά από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η Ελλάδα εισήλθε σε μία περίοδο διολίσθησης της αξίας του εγχώριου νομίσματος και υψηλού πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τον υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό και το υψηλό εξωτερικό χρέος. Ο εγχώριος πληθωρισμός δεν συνέβαλε στη συμπίεση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς το χρέος εξυπηρετούνταν, κυρίως, σε ξένο νόμισμα. Στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος, ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν ευνοϊκό αποτέλεσμα στο δημόσιο χρέος, λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των σταθερών, χαμηλότερων επιτοκίων με τα οποία έχει συνδεθεί το δημόσιο χρέος, στην περίοδο των προγραμμάτων προσαρμογής . Επιπροσθέτως, οι ενεργειακές διαταραχές έχουν ιστορικά στρεβλωτική επίδραση στην επενδυτική δραστηριότητα, στην Ελλάδα. Ωστόσο, άλλοι θετικοί παράγοντες, όπως οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι εισροές κεφαλαίων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων στην αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα.
Το ενεργειακό σοκ του 2021
Αξίζει να αναφερθεί ότι το ενεργειακό σοκ που ξέσπασε στα μέσα του 2021 και κορυφώθηκε το 2022, αναμένεται να αποτελέσει ιστορικό ορόσημο του 21ου αιώνα προς ένα πιο πράσινο και αξιόπιστο ενεργειακό σύστημα. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του μεταβαλλόμενου ενεργειακού τοπίου στην Ευρώπη.
Κατ’ αρχάς, η ελληνική ναυτιλία είναι βασικός παράγοντας στη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Επίσης, εκτιμάται ότι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, το σιδηροδρομικό δίκτυο θα συνδέει τα λιμάνια της Αλεξανδρούπολης, της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας με μεγάλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, παρακάμπτοντας τα στενά του Βοσπόρου. Επιπλέον, ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP) παρέχει μία άλλη πηγή φυσικού αερίου για την Ευρώπη, μεταφέροντάς το από το Αζερμπαϊτζάν στην Ιταλία μέσω της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας. Η επέκταση του αγωγού TAP έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει την Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, 2023), καθώς η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να εξαρτάται από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο για τη βιώσιμη ανάπτυξη. H διασύνδεση φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας, η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου και ο αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη είναι πλέον κρίσιμα ενεργειακά έργα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αλεξανδρούπολη έχει μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο. Επίσης, η εξόρυξη φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να ενισχύσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο μέλλον.
Είναι πλέον σαφές ότι οι μέθοδοι παραγωγής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειας. Η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει αναδειχθεί ως σημαντικότερη από την παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Ο πόλεμος άλλαξε το ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί οι επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς, όπως τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες.
Iδανική δίοδος για τη μεταφορά φυσικού αερίου και ‘πράσινης’ ενέργειας η Ελλάδα
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ένας μικρός καταναλωτής ενέργειας, παγκοσμίως, η στρατηγική της θέση την καθιστά ιδανική δίοδο για τη μεταφορά φυσικού αερίου και πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, υπό την προϋπόθεση ότι ένα ευρύ φάσμα στρατηγικών επενδύσεων θα πραγματοποιηθεί εγκαίρως. Παράλληλα, η αφθονία φυσικών και ανανεώσιμων πόρων της Ελλάδας έχει αυξήσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα, καθιστώντας την σημαντική ενεργειακή πύλη για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Καθώς ο πράσινος μετασχηματισμός επιταχύνεται, ο ρόλος της χώρας ως ενεργειακός κόμβος δύναται να είναι καθοριστικός.
Σχόλια