Eurobank: Ο αποπληθωρισμός θα πάρει περισσότερο χρόνο από όσο είχαν εκτιμήσει οι Κεντρικές Τράπεζες
Μελέτη με τίτλο «Η Έξαρση του Πληθωρισμού και μία Έρευνα Κόστους Επιχειρήσεων (ΙΙ)» η οποία εστιάζει στην εξέλιξη του πληθωρισμού με την πάροδο του χρόνου και στο πώς προσαρμόζονται οι στάσεις και οι αντιδράσεις των επιχειρήσεων εξέδωσε σήμερα η Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank.
Τον Ιούλιο του 2022 η Eurobank δημοσίευσε μια Μελέτη με τον τίτλο "Η Έξαρση του Πληθωρισμού και μία Έρευνα Κόστους Επιχειρήσεων". Η μελέτη εκείνη, αφού επισκοπούσε τα χαρακτηριστικά του πληθωριστικού φαινομένου σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο, παρουσίαζε τα αποτελέσματα έρευνας γνώμης την οποία διεξήγαγαν στελέχη της Τράπεζας στις επιχειρήσεις της χώρας και δη τις μικρομεσαίες, στις οποίες βρίσκεται η πλειοψηφία των θέσεων εργασίας, με την αποτίμηση που οι ίδιες οι επιχειρήσεις κάνουν για την επίδραση του πληθωριστικού φαινομένου στη λειτουργία τους αλλά και τα πλάνα δράσης τους για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η παρούσα μελέτη αποτελεί τη συνέχεια αυτής της έρευνας, με επικαιροποιημένο δείγμα και εμπλουτισμένο ερωτηματολόγιο, ώστε να διερευνηθεί η εξέλιξη του πληθωρισμού με την πάροδο του χρόνου και το πώς προσαρμόζονται οι στάσεις και οι αντιδράσεις των επιχειρήσεων.
Στο διεθνές επίπεδο, το σκηνικό έχει μεταβληθεί σημαντικά σε σχέση με ένα έτος πριν: ο βασικός δείκτης του πληθωρισμού έχει μεν αποκλιμακωθεί, εξαιτίας της μείωσης στις τιμές των καυσίμων, όμως παραμένει σημαντικά υψηλότερα από το 2%, το οποίο έχει οριστεί από τις μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα -ΕΚΤ- και Fed) ως στόχος που σηματοδοτεί τη σταθερότητα των τιμών. Επιπλέον, ο πυρήνας του πληθωρισμού παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καταγράφοντας ισχυρές δευτερογενείς επιδράσεις, διασπορά των πληθωριστικών πιέσεων βαθύτερα στις οικονομίες και μία -ελεγχόμενη προς ώρας- ανατροφοδότηση των πιέσεων από μισθολογικές αυξήσεις. Στην αποκλιμάκωση συνετέλεσε μια πολύ επιθετική αύξηση επιτοκίων από την Fed και την ΕΚΤ. Από την άλλη πλευρά, πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν περιέλθει σε μια κατάσταση οικονομικής στασιμότητας. Ενώ η οικονομία των ΗΠΑ έχει επιδείξει ανθεκτικότητα μεγαλύτερη του αναμενομένου, στην Ευρώπη κάποιες χώρες εισήλθαν σε τεχνική ύφεση. Η ύφεση αυτή, όπου εμφανίστηκε, αναμένεται να είναι σχετικά ήπια και βραχύβια, δεδομένου ότι αφορά σε μεγάλο βαθμό τους τομείς των αγαθών, ενώ οι τομείς των υπηρεσιών ανθίστανται στις υφεσιακές πιέσεις. Ωστόσο, στην Ευρωζώνη δεν αναμένεται δυναμική ανάκαμψη τα επόμενα τρίμηνα καθόσον οι πρόδρομοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας παραμένουν σχετικά ασθενείς. Αυτή η εικόνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αποπληθωρισμός θα πάρει περισσότερο χρόνο από όσο αρχικώς είχαν εκτιμήσει οι Κεντρικές Τράπεζες, με την επιστροφή σε ρυθμό πληθωρισμού 2% να μην αναμένεται πριν το 2025 το νωρίτερα. Επομένως, κι εφόσον αποφευχθεί μια βαθιά ύφεση, η αγορά δεν αναμένει μειώσεις επιτοκίων πριν το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Επιπλέον, οι οικονομικοί παράγοντες αρχίζουν σταδιακά να συνειδητοποιούν ότι κάποιες από τις τάσεις οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους αυτή την περίοδο δεν εξαντλούν τη δυναμική τους στην τρέχουσα συγκυρία αλλά αναμένεται να εξακολουθήσουν να ασκούν επίδραση σε μεσο-μακροχρόνιο ορίζοντα. Οι σημαντικότερες εξ αυτών αφορούν: (α) την αναδιάρθρωση των διεθνών αλυσίδων αξίας ώστε οι χώρες να μειώσουν την έκθεσή τους σε απομακρυσμένες και γεωστρατηγικά μη φιλικές χώρες και (β) τη μετάβαση σε ένα ενεργειακό μείγμα που θα εξαρτάται όλο και λιγότερο από τα ορυκτά καύσιμα για τον περιορισμό των αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό σημαίνει μία τεράστια επενδυτική προσπάθεια σε ΑΠΕ, δίκτυα και αποθήκευση ενέργειας, με το σχετικό κόστος να μεταφέρεται στους καταναλωτές ενέργειας, με μακροπρόθεσμο όφελος όμως μείωσης των τιμών όταν ολοκληρωθεί η μετάβαση.
Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί και δη ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ωστόσο αυτό προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές της ενέργειας, ενώ ο πυρήνας παραμένει υψηλά. Επιπροσθέτως, τους τελευταίους δύο μήνες έχει καταγραφεί αύξηση στον βασικό δείκτη του πληθωρισμού λόγω και της αποδρομής των ευνοϊκών επιδράσεων βάσης των προηγούμενων μηνών. Η τάση αυτή πιθανώς θα ενισχυθεί από την επίδραση των φυσικών καταστροφών από πυρκαγιές και -κυρίως- πλημμύρες στις τιμές βασικών προϊόντων. Η πίεση που νιώθουν τα νοικοκυριά στους προϋπολογισμούς τους όμως μετριάζεται από την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.
Το δεύτερο μέρος αυτής της Έκθεσης παρουσιάζει τα αποτελέσματα της έρευνας σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις από στελέχη της τράπεζας (RMs Δικτύου καταστημάτων, Account Managers, V-Banking RMs), με σκοπό την αποτύπωση της αύξησης του κόστους αλλά και των ενεργειών των επιχειρήσεων για την αντιμετώπισή της. Ένα κεντρικό ερώτημα αφορά το κατά πόσο οι επιχειρήσεις επικεντρώνονται στην τιμολογιακή τους πολιτική, στις προσπάθειες διαχείρισης των κοστών ή στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση επενδυτικών πλάνων (υφιστάμενων και προγραμματισμένων). Ακολούθως, ιχνηλατούνται οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στις προοπτικές της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις αλλά και τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Από τις απαντήσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα καθώς και σημεία προβληματισμού. Ως ήταν αναμενόμενο, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει επηρεαστεί από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών: το 47% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το συνολικό κόστος της επιχείρησης αυξήθηκε >10% εξαιτίας της αύξησης του κόστους α΄ υλών, με μεγαλύτερη επίπτωση στους κλάδους κατασκευών, μεταποίησης και χονδρεμπορίου. Το 55% των επιχειρήσεων απάντησε ότι η αύξηση του κόστους α΄ υλών έχει επηρεάσει τις πωλήσεις τους. Ωστόσο, μόνο το 33% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η τελική τιμή του προϊόντος αυξήθηκε >10%, γεγονός που υποδηλώνει μερική απορρόφηση του αυξημένου κόστους ή ότι άλλα κόστη (πχ. εργατικό) δεν αυξήθηκαν αντίστοιχα. Όσον αφορά την αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, ήταν >10% για το 34% των επιχειρήσεων, με μεγαλύτερη επίπτωση στο Hotel & Leisure και τη Μεταποίηση.
Εν γένει, το 53% των επιχειρήσεων απάντησαν ότι δεν σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν καμία επένδυση, παρά το γεγονός ότι το 47% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δεν έχουν προβεί σε κανενός είδους επένδυση την τελευταία διετία για τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησής τους και παρά τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα έτη. Αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό του επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία. Εξίσου σημαντικό, υπάρχει μία συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την ετοιμότητα διεξαγωγής επενδύσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της έρευνας επενδύουν περισσότερο, καθώς αξιοποιούν οικονομίες κλίμακος μέσω βελτιστοποίησης διαδικασιών παραγωγής. Επιπλέον, δύνανται να διαπραγματευθούν από καλύτερη θέση με τους προμηθευτές τους αλλά ακόμα και να μετακυλήσουν, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι μικρές επιχειρήσεις, το αυξημένο κόστος στον τελικό καταναλωτή.
Οι μικρότερες επιχειρήσεις παρουσιάζονται πιο εσωστρεφείς κι επενδύουν λιγότερο. Ωστόσο, περίπου οι μισές επιχειρήσεις είναι ενήμερες για τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα που προσφέρονται μέσω των διαφόρων θεσμών (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός Νόμος, Εξοικονομώ-Επιχειρώ) και, σε μεγάλο ποσοστό, δηλώνουν ότι θα κάνουν αίτηση για τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενδεικτικό ότι τα αντιλαμβάνονται ως εργαλεία ρευστότητας και λιγότερο ως αναπτυξιακά εργαλεία. Οι περισσότερες επιχειρήσεις διαχειρίζονται την αύξηση του κόστους αλλά δεν έχουν κάποιο πλάνο εξόδου από τον κύκλο της ακρίβειας. Στον αντίποδα, το 29% των επιχειρήσεων απάντησε ότι σχεδιάζει να προβεί σε επέκταση σε νέες αγορές και κανάλια πώλησης, ως μέτρο αντιμετώπισης της αύξησης του κό-στους α΄ υλών κι ένα 14% προσανατολίζεται σε επενδύσεις με σκοπό τη μείωση του κόστους α΄ υλών και της ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν αυξηθεί.
Παρά ταύτα, το ενδιαφέρον για επενδύσεις είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το παρελθόν, πράγμα λογικό δεδομένου ότι οι μισές από τις ερωτώμενες επιχειρήσεις δεν έχουν προβεί σε κανενός είδους επένδυση τα δυο τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό τους, κάτι που ενδεχομένως να λειτουργούσε ως ανάχωμα στην αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους. Εν κατακλείδι, τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν την ανάγκη όλοι οι φορείς να εντατικοποιήσουν την προσπάθεια ενημέρωσης των επιχειρήσεων για όλες τις δράσεις – που είναι πολλές και σύνθετες μερικές φορές – ώστε να καταρριφθούν οι μύθοι προσβασιμότητας, είτε σε προγράμματα επιχορηγήσεων είτε σε προγράμματα χαμηλότοκου δανεισμού, και να ενισχυθεί η επενδυτική προσπάθεια των επιχειρήσεων.
Σημειώνεται, τέλος, ότι συγγραφείς της μελέτης είναι οι Ανδρέας Αθανασόπουλος, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος, και Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου.
Σχόλια