Όταν η παραοικονομία αγγίζει τα 40 δισ. ευρώ - Οι επιπτώσεις και η ανάγκη για λύση
Υψηλά στην ατζέντα της οικονομικής ειδησεογραφίας τις τελευταίες ημέρες ήταν το γεγονός πως η ΑΑΔΕ βάζει στο στόχαστρο - δηλωμένα - οικογενειακά - εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ, ως μια ακόμη προσπάθεια των Αρχών να διαλευκάνουν το τοπίο γύρω από ζητήματα φοροαποφυγών και μαύρου χρήματος και εργασίας.
Ειδικότερα, ο προβληματισμός των ελεγκτικών αρχών αφορά κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες που δηλώνουν χαμηλά καθαρά κέρδη, με αποτέλεσμα ο φόρος που πληρώνουν να είναι εξαιρετικά μικρός.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν το προηγούμενο έτος συνολικό φορολογητέο εισόδημα 4,3 δισ. ευρώ όταν, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο τζίρος τους είναι σχεδόν δεκαπλάσιος.
Παραοικονομία...Μια μη μετρήσιμη ιστορία
Κατά το πρόσφατο και μη παρελθόν έχει αναφερθεί εκτενώς στον δημόσιο λόγο (προ και εν μέσω Μνημονίων) το ζήτημα της παραοικονομίας: από το γεγονός πως το Κράτος χάνει αλόγιστα έσοδα συνεχώς... μέχρι την υπόθεση ότι η παραοικονομία αποτέλεσε παράγοντας με τον οποίο ο κοινωνικός ιστός κατάφερε εν τέλει να μην διαρραγεί.
Στη βιβλιογραφία επίσης έχουν καταγραφεί στο παρελθόν διάφορες προσπάθειες για την εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας ή της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα με τα αποτελέσματα να κινούνται σε ένα εύρος μεταξύ 20%-30% του ΑΕΠ. Αν και η ακριβής μέτρηση της έκτασής της είναι – εκ φύσεως – δύσκολη έως αδύνατη εκτιμάται πως σήμερα το μέγεθος της παραοικονομίας κινείται περί τα 40 δισ. ευρώ ετησίως.
Όπως αναφέρει η ειδική έρευνα της Eurobank*, κατά πρώτον, όπως αναφέρθηκε και από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το συνολικό εισόδημα που δηλώνουν τα νοικοκυριά στις φορολογικές τους δηλώσεις υπολείπεται σημαντικά της κατανάλωσής τους βάσει των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ.
Η απόκλιση για το 2021 προσεγγίζει τα €50δις ποσό που πιθανώς να είναι υψηλότερο το 2022. Από αυτά τα μεγέθη πρέπει να αφαιρεθούν τα τεκμαρτά ενοίκια, τα οποία η ΕΛΣΤΑΤ συνυπολογίζει στην κατανάλωση, και η δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, η οποία επίσης τονώνει την κατανάλωση ενώ είναι καταγεγραμμένη φορολογική υποχρέωση. Κατόπιν αυτών, μία αδρή εκτίμηση για το μέγεθος της παραοικονομίας κινείται περί τα €40δις ετησίως.
Κατά το παρελθόν, έχουν προσφερθεί κάποιες ερμηνείες για να εξηγηθεί αυτή η διαφορά μεταξύ κατανάλωσης και δηλούμενων εισοδημάτων, οι οποίες όμως δεν ισχύουν. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι εικασίες ότι η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη λόγω τουριστών, ενώ η κατανάλωση των τουριστών καταγράφεται στις εξαγωγές, καθώς και ότι η κατανάλωση τροφοδοτείται από μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ τα μετρητά σε κυκλοφορία είναι σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια.
Και η αγορά εργασίας αποκαλύπτει...
Μία άλλη ένδειξη για το μέγεθος της παραοικονομίας παρέχεται από τα στοιχεία της αγοράς εργασίας, καθώς προκύπτει σημαντική διαφορά της τάξης του 17% μεταξύ του ύψους της απασχόλησης όπως αποτυπώνεται στην έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και της απασχόλησης που θα ήταν συνεπής με τα στοιχεία για το ΑΕΠ. Επιπλέον, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει μεγάλη συσχέτιση των δηλωθέντων εισοδημάτων με τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το 2020, έτος μεγάλης ύφεσης λόγω της πανδημίας δηλώθηκαν €1,3δις παραπάνω σε σχέση με το 2019! Το μέγεθος συνεπώς των δηλούμενων εισοδημάτων φαίνεται να αντανακλά απλώς τα περιθώρια που αφήνει το νομικό καθεστώς για την ελαχιστοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης και όχι το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας.
Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η συνολική παραοικονομία είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τους παραπάνω υπολογισμούς.
- Πρώτον, σε αυτούς τους υπολογισμούς δεν περιλαμβάνεται η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των νομικών προσώπων. Ενδείξεις για αυτά τα μεγέθη παρέχονται τόσο από την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη που δηλώνουν.
- Δεύτερον, το μέγεθος του αποκαλούμενου «κενού ΦΠΑ», το οποίο –παρά την αισθητή υποχώρησή του την περασμένη δεκαετία– παραμένει αναλογικά το τρίτο υψηλότερο στην ευρωζώνη και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ27. Αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος των αποθεμάτων, καθιστά πιθανή μία συστηματική υποεκτίμηση της δαπάνης λόγω ατελούς συμπερίληψης της φοροδιαφυγής.
- Τρίτον, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ, οι οποίες αν και τυπικά δεν αποτελούν τμήμα της σκιώδους οικονομίας, επιδεινώνουν τις συνέπειές της.
Η άμεση συνέπεια της εκτεταμένης φοροδιαφυγής είναι η απώλεια εσόδων για το Κράτος: Αν και οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ξεπερνούν τον μέσο όρο της ΕΕ27, τα φορολογικά έσοδα από άμεσους φόρους υστερούν σημαντικά. Εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της φορολογικής δικαιοσύνης, δηλαδή ότι για την συγκράτηση αυτού του κενού, το κράτος βασίζεται στην άντληση εσόδων από ομάδες με ανελαστικές φορολογικές επιλογές –κυρίως μισθωτούς και συνταξιούχους: Από τα €84δις εισοδημάτων που δήλωσαν για το φορολογικό έτος 2021 τα φυσικά πρόσωπα, τα €66δις (78%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις και μόλις τα €4,3δις (5%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα). Το 80% των νοικοκυριών που έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα μικρότερα από €10.000.
Αυτή η στρέβλωση δημιουργεί με τη σειρά της μια νέα: τη μετατόπιση της οικονομίας σε ένα μοντέλο βασισμένο υπέρμετρα στην αυτοαπασχόληση (η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στον ΟΟΣΑ και στην ΕΕ27 στη σχετική λίστα) και σε έναν μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων, εις βάρος της μισθωτής εργασίας και των επιχειρήσεων μεγαλύτερου μεγέθους αντίστοιχα. Καθώς όμως οι πρώτες καινοτομούν σημαντικά λιγότερο σε σχέση με τις δεύτερες και είναι λιγότερο παραγωγικές και εξωστρεφείς, η οικονομία καταλήγει σε μία αυτοτροφοδοτούμενη παγίδα χαμηλής παραγωγικότητας και επενδύσεων:
οι μη ανταγωνιστικοί μισθοί λόγω του στρεβλού μοντέλου αποτρέπουν το brain regain, ενώ οι πιο παραγωγικές επενδύσεις που θα έδιναν ώθηση στην παραγωγικότητα και τους μισθούς καθυστερούν λόγω έλλειψης κατάλληλου εργατικού δυναμικού αλλά και του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος που αντιμετωπίζουν οι μεγαλύτερες και πιο καινοτόμες επιχειρήσεις.
Δεν είναι ζήτημα μόνο εσόδων, αλλά βιωσιμότητας της οικονομίας - Τι πρέπει να αλλάξει
Όπως αναφέρει η εν λόγω μελέτη, η αντιμετώπιση του ζητήματος της παραοικονομίας είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για τη δημοσιονομική εξυγίανση και την δίκαιη κατανομή των οικονομικών βαρών στην ελληνική κοινωνία, αλλά και για την αναπτυξιακή δυναμική και την ίδια τη βιωσιμότητα οικονομίας μας μεσομακροπρόθεσμα.
Η μελέτη αναφέρει κάποια από τα μέτρα πολιτικής που έχουν προταθεί για τον έλεγχο της παραοικονομίας, εστιασμένα στη μεγαλύτερη ψηφιοποίηση των διαδικασιών και ελέγχων, καθώς και τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών. Καταλήγει στην πρόταση πολιτικής ότι τα έσοδα από την μείωση της φοροδιαφυγής δεν πρέπει να κατευθυνθούν στην αύξηση των δημοσίων δαπανών, που είναι ήδη μεγαλύτερες από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά στη μείωση του φορολογικού βάρους επί της μισθωτής εργασίας, για την κινητροδότηση αλλαγής αναπτυξιακού προτύπου.
*Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank εξέδωσε Σημείωμα με τίτλο «Εκτιμήσεις του μεγέθους της παραοικονομίας στην Ελλάδα και προτάσεις πολιτικής».
**Συγγραφείς της μελέτης είναι οι Τάσος Αναστασάτος, Μιχαήλ Βασιλειάδης, Στυλιανός Γώγος, Θεόδωρος Ράπανος και Θεόδωρος Σταματίου.
Σχόλια