Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου: Κρίση, πανδημία, ψηφιακός μετασχηματισμός
Από την εποχή που ο ελληνικός τραπεζικός τομέας διαφήμιζε την «απόβαση» στα Βαλκάνια και την ανθεκτικότητά του, μέχρι τους «υπαρξιακούς» κλυδωνισμούς την περίοδο των Μνημονίων, έως και τις σημερινές συνθήκες που επιτάσσουν ψηφιακό μετασχηματισμό και διαφοροποίηση... πολλά έχουν συμβεί.
Η διάρθρωση του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα μεταβλήθηκε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εν λόγω αλλαγές οφείλονται κατά ένα μέρος σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η κρίση χρέους και πιο πρόσφατα η πανδημία COVID-19.
Όπως αναφέρεται αναλυτικά σε ειδική έκθεση της ΤτΕ, η πανδημία διατάραξε τη ροή και τον τρόπο διεξαγωγής της κοινωνικής, οικονομικής και χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, ενισχύοντας παράλληλα τους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους κινδύνους.
Η διαμόρφωση νέων δεδομένων στην οικονομική ζωή της χώρας, παράλληλα με την ανάληψη πρωτόγνωρων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας άσκησε πίεση στον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, ο οποίος, όπως και η σχέση τους με τους συνεργάτες και πελάτες τους μεταβλήθηκε ταχύτατα –και συνεχίζει να μεταβάλλεται– σύμφωνα με τις νέες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία.
Στοχεύοντας την κερδοφορία σ' ένα νέο περιβάλλον
Με στόχο την αντιμετώπιση και προσαρμογή στις νέες αυτές συνθήκες, οι τράπεζες εισήλθαν σε μια φάση μετασχηματισμού – ψηφιακού και στρατηγικού.
Επί της ουσίας καλούνται να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, ούτως ώστε να διασφαλίσουν την ευρωστία και την κερδοφορία τους και τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την οικονομία.
Επιπρόσθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος και άλλες αρμόδιες αρχές (π.χ. SSM, ESRB, EBA) έχουν επισημάνει την πρόκληση που αποτελεί για τις τράπεζες η χαμηλή ή ανεπαρκής κερδοφορία τους και την ανάγκη βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους μέσω της συγκράτησης του κόστους και διαφοροποίησης των πηγών εσόδων τους σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά (π.χ. αρνητικά επιτόκια επί μακρό χρονικό διάστημα και διαδοχικές αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στη συνέχεια, πολύπλευρες επιπτώσεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, πολύ υψηλός πληθωρισμός κ.λπ.). Η εκδήλωση της πανδημίας, ωστόσο, και η παρατεταμένη διάρκειά της συνέβαλε στην περαιτέρω πίεση από τον ΕΕΜ/SSM για την ανάληψη σχετικών ενεργειών από τις τράπεζες για τη δημιουργία συνεργειών μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Μετά την έναρξη του κύκλου αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο του 2022, η τάση χαμηλής κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών αναστράφηκε.
Η σταδιακή ενσωμάτωση των αυξήσεων αυτών στα ελληνικά τραπεζικά επιτόκια δανείων, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (μέχρι το Δεκέμβριο του 2022), ενίσχυσε τα τραπεζικά έσοδα από τόκους.
Οι δυο βασικές φάσεις της 25ετίας: Από την απελευθέρωση της αγοράς... στην αναδιάρθρωση
Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος αναδιαρθρώθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά την τελευταία 25ετία (1997-2022), κατά την οποία διακρίνονται ουσιαστικά δύο φάσεις.
Συγκεκριμένα, μετά την απελευθέρωση του τραπεζικού κλάδου τη δεκαετία του ’90, παρατηρήθηκε αξιόλογη μεγέθυνση του τραπεζικού τομέα την δεκαετία 2000-2010, κυρίως λόγω της ισχυρής πιστωτικής επέκτασης ως αποτέλεσμα της φθηνής χρηματοδότησης με χαμηλά επιτόκια.
Στη συνέχεια, μετά την κατάρρευση της Lehmann Brothers και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, επακολούθησε σημαντική αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα, η οποία εντάθηκε από την έναρξη της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, με τους επιμέρους τραπεζικούς δείκτες και τα σχετικά μεγέθη να μεταβάλλονται σταδιακά.
Όπως αναφέρει αναλυτικά η ΤτΕ, οι εν λόγω μεταβολές καταγράφονται σε όρους ενεργητικού, αριθμού τραπεζών, δικτύου υποκαταστημάτων, απασχολούμενου προσωπικού, συγκέντρωσης κ.λπ. Οι δείκτες συνολικού ενεργητικού και πιστώσεων ως ποσοστά του ΑΕΠ υποχώρησαν σημαντικά από την έναρξη της κρίσης και μετά σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα που κατέγραψαν τη δεκαετία 2000-2010. Ειδικότερα, το συνολικό ενεργητικό ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησε κυρίως λόγω πωλήσεων στοιχείων ενεργητικού και θυγατρικών από τις τράπεζες και τους τραπεζικούς ομίλους, καθώς και λόγω της ενίσχυσης των προβλέψεων για την αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), καταγράφοντας ωστόσο αξιόλογες διακυμάνσεις (π.χ. από άνω του 220% το 2011 μέχρι 136% περίπου το 2018).
Το 2022, το ονομαστικό ΑΕΠ ήταν μειωμένο κατά 17% σε σχέση με το 2008. Το σύνολο των πιστώσεων προς την οικονομία από τα πιστωτικά ιδρύματα ως ποσοστό του ΑΕΠ μειωνόταν σχεδόν αδιάλειπτα από το 2011 και μετά (από 152% το 2011 σε 77% το 2022).
Η μείωση αυτή συνδέεται με διάφορους παράγοντες συγκράτησης των πιστώσεων (π.χ. πιέσεις στη ρευστότητα των τραπεζών, επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των δανειοληπτών), ιδιαίτερα τα πρώτα έτη μετά το 2011, καθώς επίσης και με την εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών και γενικότερα τις μεταβιβάσεις/πωλήσεις δανείων (π.χ. το 2020-2021 το υπόλοιπο των πιστώσεων μειώθηκε λόγω πωλήσεων δανείων).
Η δομή του κλάδου διαφέρει κατά πολύ από αυτήν πριν την κρίση χρέους, καθώς σήμερα δραστηριοποιούνται λιγότερες τράπεζες. Για την καλύτερη κατανόηση των αλλαγών που συντελέστηκαν στο τραπεζικό περιβάλλον και διαμόρφωσαν την τρέχουσα εικόνα, περιγράφεται η εξέλιξη της διάρθρωσης του τραπεζικού κλάδου την περίοδο 1997-2022, και επισημαίνονται οι κυριότερες μεταβολές σύμφωνα με συγκεκριμένους δείκτες διάρθρωσης σε ατομική βάση.
Μεγάλη συγκέντρωση: 13 εξυγιάνσεις, πώληση κυπριακών - αποχώρησαν ξένες τράπεζες
Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει σημαντική συγκέντρωση, όπως διαπιστώνεται και από τους σχετικούς δείκτες.
Συγκεκριμένα, όλοι οι διαρθρωτικοί δείκτες (π.χ. ενεργητικό προς ΑΕΠ, αριθμός τραπεζών, δίκτυο υποκαταστημάτων και απασχολούμενο προσωπικό) του ελληνικού τραπεζικού τομέα υποχώρησαν αισθητά την τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση τους δείκτες συγκέντρωσης (CR5 και HHI) οι οποίοι καταγράφουν τη μέγιστη τιμή τους το 2019.
Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν η εξυγίανση συνολικά 13 πιστωτικών ιδρυμάτων, η πώληση των κυπριακών υποκαταστημάτων καθώς και η αποχώρηση από την Ελλάδα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων (π.χ. πώληση της Εμπορικής Τράπεζας).
Επιπλέον, οι σχετικοί διαρθρωτικοί δείκτες (ενεργητικό /ΑΕΠ, αριθμός τραπεζών, δίκτυο υποκαταστημάτων και απασχολούμενο προσωπικό) για την Ελλάδα βρίσκονται είτε χαμηλότερα είτε πέριξ της διάμεσης τιμής του δείγματος συγκριτικά με τους αντίστοιχους δείκτες σε επίπεδο ΕΕ.
Πώς η πανδημία μείωσε τα φυσικά καταστήματα
Κατά το διάστημα 2018-2021 διαπιστώνεται η αξιόλογη μεταβολή που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων.
Συγκεκριμένα, παρατηρείται σημαντική μείωση τόσο των καταστημάτων όσο και των υπαλλήλων με ταυτόχρονη αύξηση τόσο των ΑΤΜ (5.733 το 2021 από 5.601 το 2018166) και των μηχανημάτων POS στην Ελλάδα κατά 23% (836.619 το 2021 έναντι 677.628 το 2018) όσο και του αριθμού συναλλαγών μέσω POS στην Ελλάδα με κάρτες που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα (κατά 116%, 1.147.833 το 2021 από 530.328 το 2018).
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των συναλλαγών εκτός φυσικών υποκαταστημάτων (π.χ. online, e-banking, phone-banking) αποτελεί σημαντική ένδειξη της μετάβασης προς μια πιο ψηφιακή τραπεζική, διαφορετική από την μέχρι πρότινος παραδοσιακή τραπεζική συναλλαγή με φυσική παρουσία.
Accenture: Οι τράπεζες μπορούν να αποκομίσουν έξτρα έσοδα - οι σχέσεις με τους πελάτες
Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικά είναι τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της Accenture η οποία υπενθυμίζει τις μεγάλες - εν εξελίξει αλλαγές. Υποστηρίζει μάλιστα πως υπάρχει ευρύ πεδίο αλλαγών που μπορούν να δώσουν πρόσθετα έσοδα στους τραπεζικούς ομίλους. Πώς;
Μετασχηματίζοντας τα κανάλια υπηρεσιών τους προκειμένου να βελτιώσουν την αλληλεπίδραση με τους πελάτες τους και να προσφέρουν πιο συναφή προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτουν τις εξελισσόμενες οικονομικές ανάγκες τους.
Με βάση παγκόσμια έρευνα σε 49.000 καταναλωτές (συμπεριλαμβανομένων 1.000 από Ελλάδα), η μελέτη Global Banking Consumer Study της Accenture αποκαλύπτει ότι μόνο το 30% των ερωτηθέντων (27% στην Ελλάδα) αξιολόγησε την εξυπηρέτηση πελατών της κύριας τράπεζάς τους ως άριστη, ενώ το 36% (42% στην Ελλάδα) ανέφερε ότι είχε προβλήματα σε επίπεδο εξυπηρέτησης.
Ταυτόχρονα, η έρευνα διαπίστωσε ότι μόλις 23% των ερωτηθέντων (21% στην Ελλάδα) βαθμολόγησαν την τράπεζά τους υψηλά ως προς το εύρος των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα, μόλις 23% (21% στην Ελλάδα) αξιολόγησε υψηλά την ικανότητα της τράπεζας να παρέχει εξατομικευμένες οικονομικές συμβουλές. Αυτό οδηγεί τους καταναλωτές στην αναζήτηση νέων παρόχων.
Συγκεκριμένα, το 59% (67% στην Ελλάδα) αγόρασε πρόσφατα ένα χρηματοοικονομικό προϊόν από πάροχο διαφορετικό από την κύρια τράπεζά του, με το 52% (55% στην Ελλάδα) όλων των ερωτηθέντων να χρησιμοποιούν μια αποκλειστικά ψηφιακή τράπεζα σε κάποιο βαθμό.
Ευκαιρία εσόδων για τις τράπεζες
Η μελέτη σημειώνει ότι οι σχέσεις των καταναλωτών με τις τράπεζές τους γίνονται ολοένα πιο συναλλακτικές και απρόσωπες. Οι τράπεζες μπορούν να αντιστρέψουν την κατάσταση αυτή επενδύοντας σε έναν ψηφιακό πυρήνα που αξιοποιεί τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, cloud και ανάλυσης δεδομένων για να εντοπίζουν καλύτερα τις οικονομικές προθέσεις των πελατών τους, να έχουν πιο προσωπικές συνομιλίες σε όλο το εύρος φυσικών και ψηφιακών καναλιών τους και να προσφέρουν πιο συναφή προϊόντα και υπηρεσίες, τραπεζικά και μη.
Η Accenture εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από τους κύριους πελάτες τους έως και 20%.
Σχόλια