Επί των ημερών μου, υπολογίστε τρεις δεκαετίες πριν, θεωρούσαμε απόλυτα φυσιολογικό να αισθανόμασταν την εταιρεία σαν την οικογένεια μας. (Για να μη παρερμηνευθούν τα γραφόμενα μου, αναφέρομαι σε μέσες και ανώτερες διευθυντικές θέσεις).
Άλλωστε το αποδεικνύαμε αφού εργαζόμασταν δώδεκα ώρες την ημέρα, χωρίς αγκομαχητά και γκρίνιες. Επιπλέον, υπήρχε και ένας άτυπος ανταγωνισμός. Όσα άτομα έμεναν πιο αργά ήταν αυτά που διακρίνονταν για την μεγαλύτερη αγάπη και πίστη που επεδείκνυαν. Η επιχείρηση ήταν η οικογένεια και οι μάρκες της τα μωρά μας. Τότε, αυτή η εικόνα προβάλλονταν ως η ιδανική. Μια ειδυλλιακή κατάσταση που όποιος βρισκόταν μέσα σε αυτήν, θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο και τυχερό. Αυτά συνέβαιναν τότε!
Στο σήμερα, η παραπάνω εικόνα αντιμετωπίζεται από τους εργαζόμενους και ειδικότερα από τους GenZ σαν μια στραπατσαρισμένη κόπια ταινίας του βωβού κινηματογράφου. Ποιος θέλει να είναι συνεχώς παρών και προσκολλημένος στο εργασιακό του περιβάλλον; Ποιος αναζητάει να περνάει ατελείωτες ώρες στο γραφείο αν μπορεί να δουλέψει από το σπίτι και να είναι κοντά σε ό,τι αγαπάει και του αρέσει περισσότερο; Ωστόσο οι εταιρείες επιμένουν σε γερασμένες τακτικές και σε συνταγές του παρελθόντος. Σπάνε το κεφάλι τους προκειμένου να βρουν τρόπους για να αισθάνονται τα στελέχη τους δέσμευση και να επικρατεί ή έστω να διατηρηθεί ως κάποιο βαθμό η έννοια του ανήκειν (οποία ουτοπική εμμονή και υπερφίαλη αισιοδοξία).
Ειδικά σε μια εποχή με τόσες πολλές χιλιάδες απολύσεις σε εταιρείες κολοσσούς, η παραμικρή αναφορά σε «οικογενειακό κλίμα» ξεπερνά κατά πολύ το όριο του γελοίου. Τι χρειάζεται να κάνουν οι επιχειρήσεις; Να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητα τους και να επανασχεδιάσουν το μοντέλο λειτουργίας τους. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να δώσουν φρέσκιες απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα, να γίνουν πιο δημιουργικές –στις πράξεις και όχι μόνο στα λόγια– ως προς το πώς θέλουν να αναπτυχθούν μαζί με τους εργαζόμενους τους και πώς θα κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον τους.
Πλέον, ελάχιστοι εργαζόμενοι ασχολούνται και ενδιαφέρονται για κακοφορμισμένα οράματα, αποστολές, φιλοσοφίες και ευχολόγια που έχουν ως επίκεντρο τη στρατηγική ανάπτυξη της εταιρίας και την επικράτηση της στην επιχειρηματική σκηνή. Απλά τους είναι παντελώς αδιάφορο. Το βάρος μετατοπίζεται στο δικό τους wellness και wellbeing. Έχουν πλέον αντιληφθεί ότι η ανάπτυξη της εταιρείας δεν πάει χέρι-χέρι με τη δική τους. Είναι πλήρως συνειδητοποιημένοι ότι σήμερα εργάζονται για την εταιρεία Α και αύριο θα βρίσκονται κάπου αλλού.
Ρητορισμοί, και κλισαρισμένες λέξεις όπως «εμπιστοσύνη», «ομαδικότητα», «αμοιβαίο όφελος», «ακεραιότητα», «ειλικρίνεια» και πολλές ακόμα, χρειάζεται να επανακαθοριστούν ή να εκλείψουν αν στερούνται ουσίας και νοήματος για τους εργαζόμενους. Και για να γίνουν όλα αυτά, απαιτείται η παρουσία τους, η ενεργή και διαρκής συμμετοχή τους σε όλη αυτή τη διαδικασία. Το top management δεν μπορεί να έχει πλήρη εικόνα. Είναι πολύ ψηλά και πολύ μακριά από το γίγνεσθαι των εργαζομένων ασχέτως των όσων ευαγγελίζεται και επιθυμεί διακαώς να προβάλλει. «Δεν πρόκειται για ένα τελείως κακόγουστο αστείο να γίνονται επίσημες αναφορές σε engagement των ανθρώπων χωρίς εμπλέκονται ουσιαστικά σε κανένα στάδιο διαμόρφωσης αυτών των στρατηγικών»;
Όντως η πολυπόθητη δέσμευση των μεν στους δε και των δε στους μεν, φαίνεται πως έχει αδυνατίσει και χωρίς αυτή δεν υπάρχουν γάμοι και χαρές. Με άλλα λόγια, αυτό που φωνάζουν οι νέοι σε ηλικία εργαζόμενοι και όσοι εισέρχονται τώρα στον εργασιακό χώρο, είναι: «Δεν ψηνόμαστε». Άραγε, τους ακούει κανείς; Και αν τους ακούει, κάνει κάτι ουσιαστικό;
Σχόλια