Είναι πια πέραν πάσης αμφιβολίας το γεγονός ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις που προβαίνουν σε καταχώριση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας τους αποκτούν σημαντικό προβάδισμα στη δημιουργία ενός ισχυρού brand καθώς και στην αύξηση των κερδών τους σε σχέση με εκείνες που δεν προχωρούν στις αντίστοιχες ενέργειες κατοχύρωσης.
Σύμφωνα με τον ετήσιο «απολογισμό» του Γραφείου Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας της ΕΕ (EUIPO) για το 2022, το 93% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που καταχώρισαν τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας τους, είδαν θετικά αποτελέσματα και αύξηση των εσόδων τους εξαιτίας της καταχώρισης. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 60% των επιχειρήσεων αυτών απάντησαν ότι μέσω της καταχώρισης ενισχύθηκε η φήμη και η εικόνα τους προς τους τρίτους στην αγορά. Ταυτόχρονα το 48% δήλωσε ότι προέβη σε μακροπρόθεσμες εμπορικές συμφωνίες με ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον της επιχείρησης.
Όπως είναι γνωστό, το εμπορικό σήμα των επιχειρήσεων αποτελεί το πλέον διαδεδομένο στην πράξη δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό, βέβαια, δεν είναι άλλος πέρα από το ότι αποτελεί ένα πρώτης τάξης εργαλείο που σηματοδοτεί την «προέλευση» κάθε είδους προϊόντων και υπηρεσιών από συγκεκριμένη επιχείρηση. Ένας δεύτερος λόγος, είναι η σχετικά απλή διαδικασία που ακολουθείται για την καταχώρισή του σε συνδυασμό με το εύλογο κόστος που απαιτείται γι’ αυτήν.
Πράγματι, είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η «ταυτότητα» που προσδίδει ένα καταχωρισμένο εμπορικό σήμα ενισχύει διπλά τη σηματούχο επιχείρηση αυξάνοντας τόσο τα κέρδη της από τις πωλήσεις των προβεβλημένων αγαθών της που φέρουν αυτό, όσο και την εικόνα και τη φήμη της εξαιτίας της σύνδεσης που δημιουργείται στην αντίληψη του καταναλωτικού κοινού για τα συγκεκριμένα αγαθά ως προερχόμενα από αυτήν. Έτσι, οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να κατοχυρώσουν το εμπορικό τους σήμα, συνειδητά επιλέγουν να έχουν ένα προβάδισμα στην αγορά «από την ημέρα μηδέν».
Βασική αρχή για την προστασία που παρέχεται μέσω του σήματος είναι ότι, ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο της «οριστικής» καταχώρισης του, αυτή «ανατρέχει» στην ημερομηνία υποβολής της δήλωσης καταχώρισης. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν ανακύψουν αντιρρήσεις τρίτων, μετά την επιτυχή «αντιμετώπιση» αυτών, η προστασία του σήματος που έχει καταθέσει μία επιχείρηση θα ξεκινά και πάλι από την αρχική ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος υπέβαλε αρχικά τη δήλωση καταχώρισης. Το γεγονός αυτό άλλωστε λειτουργεί σε κάθε περίπτωση υπέρ του καταθέτη, εξασφαλίζοντάς του την απαραίτητη «χρονική προτεραιότητα» στο δικαίωμα που επιθυμεί να αποκτήσει κατοχυρώνοντας συγκεκριμένη ένδειξη ως εμπορικό σήμα. Η διάρκεια δε της παρεχόμενης από το σήμα προστασίας είναι 10ετής και πρακτικά μπορεί να διαρκέσει επ’ αόριστο μέσα από τις επανειλημμένες ανανεώσεις.
Αυτό που θα πρέπει να γίνει εξίσου σαφές, ωστόσο, ακριβώς για τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής διάρκειας «ζωής» και άρα της παρεχόμενης μέσω του σήματος προστασίας, ώστε η επιχείρηση να απολαύει όλα τα παραπάνω προνόμια το συντομότερο δυνατό, με μεγαλύτερη ασφάλεια και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι ότι πρωτίστως οι ίδιοι οι επιχειρηματίες πρέπει να προσφέρουν στο σήμα τους την απαραίτητη προστασία που και αυτό χρειάζεται. Η «προστασία» αυτή δεν είναι άλλη από την κατάλληλη νομική συμβουλή ενός ειδικού στα ζητήματα προστασίας του σήματος.
Ο επαγγελματίας ο οποίος επιθυμεί πραγματικά να θέσει σταθερά θεμέλια στο δημιουργούμενο Brand του, αποβλέπει, προφανώς, στη μεγαλύτερη ανέλιξη και μακροβιότερη παρουσία του στην αγορά, καθώς τις περισσότερες φορές έχει ήδη δαπανήσει σημαντικά χρηματικά ποσά για το design, το σχεδιασμό logo, τη δημιουργία ιστοσελίδας και την προώθηση στα social media. Θα πρέπει εντούτοις να έχει κατά νου ότι η όποια προσπάθεια «προς τη σωστή κατεύθυνση», κινδυνεύει να μείνει εντελώς ατελέσφορη χωρίς την σωστή νομική προεργασία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η νομική συμβουλή και ο κατάλληλος έλεγχος που διενεργεί ο νομικός, θα πρέπει να προηγούνται σε σχέση με όλα τα παραπάνω «φαινομενικά» περισσότερο αναγκαία για την «πρωτοεμφανιζόμενη» στην αγορά επιχείρηση.
Η απαραίτητη αυτή νομική συμβουλή ξεκινά πρωτίστως από την εκτίμηση ότι πράγματι η υπό κατάθεση ένδειξη έχει όλα εκείνα τα απαραίτητα «εγγενή» χαρακτηριστικά που της επιτρέπουν να καταστεί εμπορικό σήμα. Έχει δηλαδή την αυτοτελή ικανότητα τόσο να «υπερβεί», τις όποιες τυπικές αδυναμίες, (απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου) όσο και να «αντέξει» τις επιθετικές ενέργειες τρίτων, κυρίως ανταγωνιστών (σχετικοί λόγοι απαραδέκτου). Σε αυτήν την πρώτη εκτίμηση και καθοδήγηση ο πλέον κατάλληλος σύμβουλος ο οποίος θα προτείνει τυχόν «μικροεπεμβάσεις» αλλά και θα εντοπίσει τους όποιους πιθανούς επικίνδυνους ανταγωνιστές, δεν είναι άλλος από τον εξειδικευμένο στο δίκαιο σημάτων νομικό.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που η ένδειξη μίας επιχείρησης ξεπεράσει τα πρώτα στάδια «ενστάσεων» και τελικά καταχωρισθεί ως εμπορικό σήμα, η συνεχής παρακολούθηση της πορείας του σήματος αλλά και των τυχόν σημάτων ανταγωνιστών είναι εξίσου αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί εγκαίρως η όποια πιθανή «απειλή». Αυτό σημαίνει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του σήματος, κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή του νομικού, αυτήν τη φορά σε ρόλο «παρατηρητή».
Την ανάγκη αυτή άλλωστε έρχεται να επιβεβαιώσει με τον τρόπο του το σημερινό νομικό πλαίσιο του δικαίου του σήματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η ύπαρξη προγενέστερων τυχόν όμοιων σημάτων ανταγωνιστών, τα οποία είναι πιθανό να προκαλούν το λεγόμενο «κίνδυνο σύγχυσης» στους καταναλωτές, σε σχέση με την προς καταχώριση ένδειξη ανάγεται αποκλειστικά σε λόγο σχετικού απαραδέκτου και δεν εμποδίζει a priori την καταχώριση που έπεται. Τούτο στην πράξη σημαίνει ότι για λόγους που αποβλέπουν στην προστασία γενικά του ελεύθερου ανταγωνισμού, η διαπίστωση τυχόν ομοιότητας των ενδείξεων και η συνακόλουθη με αυτήν προκαλούμενη σύγχυση του καταναλωτικού κοινού, επαφίεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε εξεταστή της αρμόδιας υπηρεσίας, να ενημερώσει τους τρίτους προγενέστερους δικαιούχους.
Όπως είναι λοιπόν προφανές, υπό το πλαίσιο αυτό δεν παρέχεται κάποια βεβαιότητα ως προς την ενημέρωση των προγενέστερων δικαιούχων για τη μετέπειτα κατοχύρωση ενδείξεων που θα μπορούσαν να συσχετισθούν ή και να προκαλέσουν τη σύγχυση του καταναλωτικού κοινού σε σχέση τα ήδη καταχωρισμένα σήματά τους. Πράγματι, καθόλου σπάνια, επιχειρηματίες και brands, τόσο εταιρίες με πολυετή παρουσία και φήμη στον κλάδο τους, όσο και δυναμικά ανερχόμενες, στο είδος τους ατομικές επιχειρήσεις, διαπιστώνουν, θα λέγαμε, «κατόπιν εορτής» την ευθεία «προσβολή» του σήματος τους από πιθανότατα «κακόπιστους» τρίτους που θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να καρπωθούν «κάτι» από την επιτυχία τους προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα minimum αναγνωρισιμότητας για το δικό τους brandname. Σε αυτήν την αρκετά πιθανή δημιουργούμενη κατάσταση, όπως ήδη αναφέραμε, απαραίτητος «συνοδοιπόρος» της επιχείρησης είναι και πάλι ο εξειδικευμένος νομικός, στον οποίο ανατίθεται ο τακτικός νομικός έλεγχος του ήδη καταχωρισμένου σήματος της επιχείρησης, σε σχέση με άλλων ανταγωνιστών, ώστε η όποια κακόβουλη προσπάθεια τρίτων, να αντιμετωπιστεί όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα και αποτελεσματικά με τα κατάλληλα νομικά εργαλεία.
Η βιομηχανική ιδιοκτησία, και ιδίως το εμπορικό σήμα αποτελεί συνεπώς, πραγματική «επένδυση» για την πιο μικρή όσο και για την πιο «μεγάλη» επιχείρηση, για την πραγματική ευόδωση της οποίας, οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, θα πρέπει παράλληλα να επενδύσουν στην ορθή νομική συμβουλή για την προστασία της.
Σχόλια