Ιδιαίτερα επιφυλακτικές ως και αρνητικές σε κάποιες περιπτώσεις είναι οι εκτιμήσεις των ανθρώπων της αγοράς για την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο διάστημα, έχοντας ως δεδομένα την εικόνα των προηγούμενων μηνών και κρίσιμους παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά: αυξημένο κόστος ενέργειας και χρήματος, μείωση τζίρου, δυσμενέστερες οικονομικές συνθήκες κ.α.
Όπως αποτυπώνεται, ωστόσο, στην ειδική έρευνα επιχειρήσεων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ», οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις κατέγραψαν αύξηση τζίρου, ενώ οι εκτιμήσεις τους για το επόμενο διάστημα παραμένουν θετικές.
Ευοίωνες παραμένουν οι προβλέψεις σε επίπεδο τζίρου επίσης από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο ή άλλες με έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα.
Την ίδια ώρα, το 50% των επιχειρήσεων της έρευνας εκτιμά πως οι τελικές τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρουν θα συναρτήσει της πορείας του πληθωρισμού, είτε περισσότερο, είτε λιγότερο. Ειδικότερα:
Τι συνέβη το πρώτο 6μηνο
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ουδέτερο ήταν το αποτύπωμα που άφησε το πρώτο 6μηνο.
Πιο συγκεκριμένα, το 39% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν ότι ο κύκλος εργασιών τους παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, το 31% δηλώνουν ότι μειώθηκε και το 28% ότι αυξήθηκε.
Όπως αναμενόταν, τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι ο τζίρος τους αυξήθηκε κατά το προηγούμενο εξάμηνο καταγράφονται σε Κρήτη (41%) και Νησιά Αιγαίου (50%), αποτέλεσμα προφανώς της επιτυχημένης τουριστικής περιόδου που προηγήθηκε.
Στον αντίποδα, το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι ο τζίρος τους μειώθηκε καταγράφεται σε Ήπειρο/ Δυτική Μακεδονία (54%). Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων με αύξηση τζίρου κατά το τελευταίο εξάμηνο καταγράφεται στον τομέα των κατασκευών (41%).
Περαιτέρω, τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων που κατέγραψαν αύξηση τζίρου το προηγούμενο εξάμηνο εμφανίζονται σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους (54% και 56% σε επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών από 1 έως 5 εκ. ευρώ και πάνω από 5 εκ. ευρώ, αντίστοιχα), ενώ το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που αναφέρουν μείωση τζίρου καταγράφεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (39% σε επιχειρήσεις με τζίρο κάτω των 100.000 ευρώ και 39% σε ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες).
Ελαφρά αυξητική τάση, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, καταγράφεται στον τομέα της απασχόλησης, καθώς το 15% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αύξησαν τις θέσεις εργασίας τους, έναντι 10% που δηλώνουν ότι τις μείωσαν (το 74% αναφέρουν ότι δεν μεταβλήθηκαν οι θέσεις εργασίας της επιχείρησης).
Και εδώ καταγράφονται τάσεις αντίστοιχες με αυτές που αποτυπώθηκαν σε σχέση με την εξέλιξη του τζίρου, καθώς τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι αύξησαν τις θέσεις εργασίας τους καταγράφονται σε Κρήτη και Νησιά Αιγαίου, στον τομέα των κατασκευών και σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, τόσο από πλευράς τζίρου, όσο και από πλευράς αριθμού εργαζομένων.
Ασκήσεις ισορροπίας στις εξαγωγές
Ουδέτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη των εξαγωγών καταγράφονται μεταξύ των επιχειρήσεων με εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς το 19% δηλώνουν ότι το εξάμηνο που πέρασε ήταν καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, το 23% το χαρακτηρίζει χειρότερο και το 50% αναφέρει ότι δεν υπήρξε ιδιαίτερη μεταβολή.
Το υψηλό κόστος ενέργειας/καυσίμων κυριαρχεί στις αναφορές των επιχειρήσεων για τα τρία – κατά σειρά σπουδαιότητας – προβλήματα που αντιμετώπισαν το εξάμηνο που πέρασε, καθώς αναφέρεται ως 1ο σπουδαιότερο από το 41% και συνολικά μέσα στα τρία σπουδαιότερα από το 69% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα. Ακολουθεί η αναφορά στο υψηλό κόστος πρώτων υλών και προϊόντων (16% ως 1o σπουδαιότερο και 52% στο σύνολο).
Τα δύο αυτά προβλήματα έχουν επισκιάσει την «παραδοσιακή» ατζέντα προβλημάτων που ανέφεραν οι επιχειρήσεις σε παλαιότερες έρευνες, όπως
- η μείωση του κύκλου εργασιών/περιορισμένη ζήτηση,
- οι φορολογικές/ ασφαλιστικές υποχρεώσεις και
- η γραφειοκρατία/διαδικασίες Δημοσίου, η ρευστότητα
Μόλις το 2% αναφέρουν ότι δεν αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα το προηγούμενο εξάμηνο. Σημαντικές διαφοροποιήσεις καταγράφονται, ανάλογα με τον τομέα δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων, καθώς στον τομέα της Μεταποίησης/ Βιομηχανίας κυριαρχεί ως 1η αναφορά το υψηλό κόστος ενέργειας/καυσίμων (52%) και το υψηλό κόστος πρώτων υλών/ προϊόντων (22%), ενώ στον τομέα των Κατασκευών κυριαρχεί ως 1η αναφορά το υψηλό κόστος πρώτων υλών/ προϊόντων (37%).
Επιφυλακτικότητα για το άμεσο μέλλον, «αντέχουν» οι μεγάλοι
Επιφυλακτικές ως και αρνητικές εμφανίζονται οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο εξάμηνο. Η πλειοψηφία (39%) δηλώνουν ότι αναμένουν το επόμενο εξάμηνο να είναι χειρότερο από το αντίστοιχο περσινό, ενώ το 31% αναμένουν να είναι ίδιο με το αντίστοιχο περσινό και μόλις το 22% αναμένουν να είναι καλύτερο.
«Πλεόνασμα» αισιοδοξίας (εκεί δηλαδή που το ποσοστό όσων θεωρούν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, καταγράφεται αυξημένο) εμφανίζεται στην Αττική, στον τομέα των Κατασκευών, στις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω των 500.000 ευρώ και στις επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα.
Παράλληλα, το 30% προβλέπουν ότι το επόμενο εξάμηνο οι πωλήσεις των προϊόντων/υπηρεσιών τους θα μειωθούν, έναντι 24% που αναμένουν αύξηση πωλήσεων και 42% που προβλέπουν στασιμότητα.
Και εδώ το «πλεόνασμα» θετικών προβλέψεων εμφανίζεται πιο έντονα στην Αττική, στον τομέα των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις με περισσότερους από 25 εργαζόμενους και ετήσιο τζίρο άνω του 1.000.000 ευρώ.
Αμετάβλητη η απασχόληση
Σχετικά με την εξέλιξη της απασχόλησης, παρατηρούνται ουδέτερες τάσεις, καθώς το 73% εκτιμά ότι το επόμενο εξάμηνο η συνολική απασχόληση στην επιχείρηση θα παραμείνει αμετάβλητη, ενώ αυξητικές τάσεις διαβλέπουν το 13% των επιχειρήσεων και πτωτικές το 11%. Θετικότερες εκτιμήσεις για την απασχόληση το επόμενο διάστημα, καταγράφονται στην Αττική, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, στον κλάδο των κατασκευών και στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζόμενους.
Πιέσεις στη ρευστότητα, ανεβαίνει το κόστος δανεισμού
Απαισιοδοξία επικρατεί σε σχέση με την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς το 36% των ερωτηθέντων αναμένουν μείωση της ρευστότητας κατά το επόμενο εξάμηνο (έναντι μόλις 14% που αναμένουν ενίσχυση της ρευστότητας) και, παράλληλα, το 19% αναμένουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα αυξηθούν, έναντι μόλις 4% που δηλώνουν ότι αναμένουν μείωση των δανειακών τους αναγκών το επόμενο εξάμηνο.
Περαιτέρω, επικρατεί ανησυχία για την εξέλιξη των όρων δανεισμού, καθώς το 37% δηλώνουν ότι αναμένουν ότι θα αντιμετωπίσουν δυσμενέστερους όρους δανεισμού στο εγγύς μέλλον, έναντι μόλις 5% που θεωρούν ότι οι όροι δανεισμού θα βελτιωθούν, κάτι αναμενόμενο εν μέσω του κύκλου αύξησης των επιτοκίων δανεισμού από τις τράπεζες.
Αρνητική εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, με βάση τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, καθώς το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέπουν βελτίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λιγότερες επισφάλειες και πτωχεύσεις). Αυξημένη ανησυχία καταγράφεται στον τομεα του εμπορίου και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ καλύτερη εικόνα εμφανίζει και πάλι ο τομέας των κατασκευών.
...κάποιοι θα επενδύσουν
Περίπου 1 στις 5 επιχειρήσεις αναφέρουν ότι σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε κάποιου είδους επένδυση κατά το επόμενο εξάμηνο, όπως αγορά ακινήτου, πάγιου εξοπλισμού ή επέκταση δραστηριοτήτων κτλ, ποσοστό αυξημένο στην Αττική και στα Νησιά του Αιγαίου, στον τομέα των κατασκευών και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις από πλευράς τζίρου και απασχόλησης.
«Αγκάθι» το ενεργειακό κόστος
Τέλος, σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται στο ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις: σύμφωνα με τις απαντήσεις στην έρευνα η μέση αύξηση του συγκεκριμένου κόστος – που περιλαμβάνει ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και καύσιμα – σε σχέση με την περσινή περίοδο φτάνει σχεδόν το 60% (με εντονότερη την αύξηση στον τομέα της μεταποίησης–βιομηχανίας).
Παράλληλα, το 37% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα έλλειψης πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, σε μεγάλο (14%) ή σε μικρό (23%) βαθμό. Οι ελλείψεις καταγράφονται εντονότερα στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης/βιομηχανίας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό και σε εκείνες με ετήσιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ. Η μέση αύξηση που αναφέρουν οι επιχειρήσεις, στο κόστος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%.
Στο εμπόριο οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών
Περίπου οι μισές επιχειρήσεις του δείγματος (49%) εκτιμούν ότι οι τελικές τιμές των προϊόντων/ υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο, είτε θα αυξηθούν στο επίπεδο του πληθωρισμού (23%), είτε θα αυξηθούν πάνω από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού (16%), είτε θα αυξηθούν κάτω από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού (10%), ενώ το 41% εκτιμούν ότι οι τιμές τους θα παραμείνουν σχεδόν σταθερές και μόλις το 3% προβλέπουν μείωση στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους. Η εντονότερη τάση αύξησης τιμών καταγράφεται στον τομέα του εμπορίου
Σχόλια