Η μικρή οθόνη ενός iPad συναντά τα έργα μεγάλων διαστάσεων, η σύγχρονη δυτική τέχνη, την αγιογραφία και ένα πλάνο χωρίς βάθος γεμάτο με μορφές που ακροβατούν ανάμεσα στις δύο τέχνες, συναντά το σημερινό χωροχρόνο. Στην έκθεση "Ανέστιοι Προσφεύγοντες" του Γιώργου Κόρδη στο Πνευματικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη που θα διαρκέσει από τις 5 μέχρι και τις 24 Σεπτεμβρίου.
Από την βυζαντινή παράδοση στο σήμερα
Ο Γεώργιος Κόρδης κινείται έντεχνα ανάμεσα στις καλές τέχνες, τη θεολογία, τη ζωγραφική, την αγιογραφία, τη Βυζαντινή τέχνη, αλλά και την Αθήνα και την Αμερική, κυρίως τη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη.
Η ζωγραφική και η μνημειακή διακόσμηση ναών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό αποτελούν το επίκεντρο της ενασχόλησής του, ενώ κατά καιρούς έχει διδάξει σε Πανεπιστήμια και εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού όπως το Institute of Sacred Music, το Πανεπιστήμιο Γέιλ, το University of South Carolina και το Notre Dame University.
Αν και η τεχνοτροπία των έργων του, συνθετικά βασίζεται στην ελληνική βυζαντινή παράδοση διατρέχεται από στοιχεία μοντερνισμού και σύγχρονης τέχνης δημιουργώντας έτσι μια εικαστική προσέγγιση με έντονη ταυτότητα.
Οι ανθρώπινες μορφές και ο αγώνας του ανθρώπου που αποτυπώνονται στη σημερινή έκθεση έχουν δημιουργηθεί ψηφιακά και έχουν λάβει “σάρκα και οστά” με την βοήθεια της εκτυπωτικής μεθόδου Giclee.
Ένας εικαστικός φόρος τιμής στους ανέστιους όλων των εποχών
Ο Γεώργιος Κόρδης δημιούργησε τα έργα της έκθεσης “Ανέστιοι Προσφεύγοντες” με ψηφιακό τρόπο, αφού φρόντισε να λείψει οικειοθελώς από την εστία του για μερικούς μήνες.
Εργάστηκε στην Νέα Υόρκη δημιουργώντας έναν εικαστικό φόρο τιμής στους ανέστιους όλων των εποχών.
Όπως ο ίδιος είπε: “Θέλησα να ψελλίσω με τον τρόπο μου και τη φωνή μου πως όσο κι αν πάντα θα υπἀρχουν ανέστιοι, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εστία τους, όσα δηλαδή αγαπά η καρδιά και κάνουν τους ανθρώπους να είναι γειωμένοι, να έχουν ρίζες και να δίνουν καρπούς, στο τέλος η ζωή και το φως πάντα θα κυριαρχεί για να συνεχίζεται η αργόσυρτη πορεία της ανθρωπότητας προς μια κοινωνία ενότητας, ειρήνης και αγάπης”.
Συνθετικά διάλεξα να εργαστώ οριζόντια σε ένα μόνο πλάνο χωρίς καθόλου βάθος δημιουργώντας μια στενή σκηνή θεάτρου προκειμένου το έργο να στερείται δικών του χωροχρονικών διαστάσεων και να ζει στις διαστάσεις των ζώντων θεατών. Ήθελα να φτιάξω μια πομπή που κινείται, ως η κάθοδος των Μυρίων, ακολουθώντας τη θάλασσα, προς κάποια εστία, προς την ασφάλεια και την χαρά, καταγράφοντας μέσα από μια σειρά Επιταφίων την αλλοίωση που παθαίνει η ψυχή του ανθρώπου μέσα στο κράτος του φόβου και την ανάγκη για αυτοσυντήρηση.
Σχόλια