Η σημαντική διαφορά μεταξύ συμπαράστασης και ενσυναίσθησης
Πριν μερικούς μήνες, ένας γνωστός μου ανέφερε ότι θα ήθελε να του συμπεριφέρονται με ενσυναίσθηση, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η συμπόνια. Αυτό το σχόλιο με έκανε να σκεφτώ τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών λέξεων. Παρόλο που πάντα πίστευα ότι συνδέονται στενά, συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ισχύει.
Τι είναι η συμπαράσταση
Δείχνουμε συμπαράσταση όταν νιώθουμε άσχημα για κάποιον άλλον, βλέποντας την κατάσταση από τη δική μας οπτική. Η συμπαράσταση δεν αντιμετωπίζεται πάντα θετικά, αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν το άτομο στο οποίο δείχνεις συμπόνια νιώθει ότι το λυπάσαι. Παρόλο που τις περισσότερες φορές είναι καλοπροαίρετη, η συμπαράσταση μπορεί να προκαλέσει αρνητικό αντίκτυπο όταν το άτομο έχει ανάγκη να συνδεθείς μαζί του, αντί να απομακρυνθείς.
Ένα σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης της συμπαράστασης είναι ότι μπορεί να εκφραστεί χωρίς τα αντίστοιχα συναισθήματα ή την κατανόηση της κατάστασης. Για αυτόν τον λόγο, είναι κατάλληλη από απόσταση, σαν να δίνεις συλλυπητήρια σε κάποιον εκτός του στενού σου κύκλου αφού έχασε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Η συμπόνια αποτελεί επίσης ένδειξη σεβασμού για την κατάσταση του άλλου, ακόμα κι αν δεν μπορείς να ταυτιστείς προσωπικά μαζί του.
Τι είναι η ενσυναίσθηση
Αντιθέτως, η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να κατανοείς συναισθηματικά τι βιώνει το άλλο άτομο από τη δική του οπτική γωνία, όχι τη δική σου. Σημαίνει ότι μπαίνεις στη θέση του για να νιώσεις ό,τι νιώθει και καταλάβεις τι περνά. Κάποιοι άνθρωποι είναι έχουν έμφυτη την ενσυναίσθηση, ανεξάρτητα από τις συνθήκες και έχουν την τάση να νιώθουν ό,τι νιώθουν οι άλλοι. Αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους, είναι ευκολότερο να έχουν έναν υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης για εμπειρίες ή προκλήσεις που έχουν βιώσει οι ίδιοι.
Γενικά, οι άνθρωποι βιώνουν και εκφράζουν συμπαράσταση και ενσυναίσθηση σε διαφορετικές στιγμές, όχι ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, μπορεί να συμπαρασταθώ σε έναν φίλο που έχασε πολλά χρήματα σε τυχερά παιχνίδια, γιατί αναγνωρίζω τον πόνο, ακόμα κι αν δεν συμφωνώ με την απόφασή του να παίζει τυχερά παιχνίδια.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί να νιώσω ενσυναίσθηση για έναν άλλον φίλο που έχασε τη δουλειά του, και ν έχω ήδη νιώσει την ίδια εμπειρία, μπορώ να ταυτιστώ εύκολα μαζί του.
Οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι η ενσυναίσθηση είναι πιο χρήσιμη αντίδραση από την συμπαράσταση. Φυσικά, υπάρχουν περιστάσεις που καμία από τις δυο δεν είναι η ιδανική επιλογή.
Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που δείχνουν έντονη ενσυναίσθηση συχνά νιώθουν τα συναισθήματα του άλλου ατόμου. Αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα: αν προσπαθείς να υποστηρίξεις ένα φίλο που έχει άγχος και θυμό επειδή κάποιος διέρρηξε το σπίτι του, δεν τον βοηθάς πραγματικά δείχνοντας ενσυναίσθηση και νιώθοντας άγχος και θυμό κι εσύ. Σε αυτήν την περίσταση, ο φίλος σου χρειάζεται κάποιον με κατανόηση, ήρεμο και ψύχραιμο, αντί κάποιον που μοιράζεται τον ίδιο φόβο και οργή.
Αυτό που χρειάζεται σε τέτοιες περιστάσεις είναι μια τρίτη προσέγγιση, σύμφωνα με τον Paul Bloom, καθηγητή ψυχολογίας στο Yale και συγγραφέα του βιβλίου Against Empathy. Ο Bloom ισχυρίζεται, βάσει κλινικών ερευνών, ότι η ενσυναίσθηση, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, αποτελεί ελλιπή οδηγό για ηθικολογίες. Ανταυτού, ο Bloom προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση που βασίζεται στη συμπόνια. Παρόλο που η ενσυναίσθηση σημαίνει να μπαίνεις στη θέση του άλλου, η συμπόνια είναι ένα αίσθημα ανησυχίας για τον πόνο του άλλου ανθρώπου που συνοδεύεται από το κίνητρο για βοήθεια. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι η συμπόνια δε συνεπάγεται να μοιράζεσαι τα συναισθήματα ή την ψυχική κατάσταση του άλλου ατόμου.
Ωστόσο, η συμπαράσταση, η ενσυναίσθηση και η συμπόνια έχουν όλες το δικό τους χρόνο και τόπο στις επαγγελματικές και προσωπικές μας σχέσεις, ανάλογα με τις συνθήκες. Πρέπει μόνο να φροντίζουμε να χρησιμοποιούμε το κατάλληλο εργαλείο κάθε φορά.
Αρχική δημοσίευση από Robert Glazer, Founder & CEO, στο www.thriveglobal.gr
Η αποστολή του Thrive Global είναι να τερματίσει την επιδημία του στρες και της εξουθένωσης προσφέροντας επιστημονικές, εφαρμόσιμες λύσεις που ενισχύουν την ευεξία και μαζί την αποδοτικότητα και σε βοηθούν να αλλάξεις πεποιθήσεις και συμπεριφορές και να περάσεις από τη θεωρία στην πράξη, διαμορφώνοντας νέες συνήθειες προκειμένου να κατακτήσεις την πολυπόθητη ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Ιδρύθηκε από την Arianna Huffington στις ΗΠΑ το 2016 και, μέσα σε ένα χρόνο, κατάφερε να γίνει ο παγκόσμιος ηγέτης στα προγράμματα ευεξίας, έχοντας πελάτες που διακρίνονται για το εργασιακό τους περιβάλλον. Στην Ελλάδα λειτουργεί από το 2018 και είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια καινοτομία έρχεται στην χώρα μας, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα. Μάθε περισσότερα στο www.thriveglobal.gr.
Σχόλια