Ένας λευκός καμβάς. Είναι το μόνο σημάδι ότι βρήκατε το atelier της Μαρίας Διαμάντη στο 31 της οδού Μαραθώνος στον Κεραμεικό. Και είναι αρκετό.
Το να ανοίξεις αυτή την πόρτα ισοδυναμεί με το να ανοίξεις ένα διεθνούς φήμης περιοδικό απευθείας στις σελίδες με τα editorials. Όπου και αν βρισκεσαι -εν προκειμένω ανάμεσα σε προχειροστημένα καφενεδάκια, παλιά μαγαζιά με γιαγιαδίστικες πιτζάμες, μέχρι εστιατόρια με αστέρια Michelin και σύγχρονες γκαλερί- απλά μεταφέρεσαι σε μια άλλη πραγματικότητα.
Την ιστορία της πιθανότατα θα την έχετε ήδη ακούσει. Η Μαρία Διαμάντη αναβίωσε το οικογενειακό ατελιέ της γιαγιάς της, η οποία είχε ακριβώς το ίδιο όνομα με εκείνη. Το ατελιέ λειτούργησε για πρώτη φορά στον Κεραμεικό το 1930 ως ένα κλασικό μοδιστράδικο της εποχής με την διαφορά ότι έφτιαχνε και τα απαραίτητα για την εποχή, καπέλα.
Εμείς όμως δεν θα σας πούμε την ίδια ιστορία. Δεν θα “καπελώσουμε” την ιστορία του σήμερα, μιλώντας απλά για μια επιχείρηση τρίτης γενιάς που είναι πιο ζωντανή από πότε. Θα σχεδιάσουμε νοερά την εμπειρία ή, καλύτερα, τις εμπειρίες που μπορεί να ζήσει κανείς σε αυτό το ατελιέ αντιπαραθέτοντάς τις, με το χθες. Όπως θέλει να κάνει και η Μαρία στην επερχόμενη της έκθεση μόδας όπου τα ρούχα πασίγνωστών σχεδιαστών θα στέκουν δίπλα σε σύγχρονα κομμάτια που θα τους μοιάζουν… αφάνταστα.
Μαθήματα μόδας. Μέσα από μια γλώσσα, πιο εύγλωττη
Ο Roland Barthes γράφει στο βιβλίο του, Το μπλε είναι φέτος στη μόδα, “Η ενδυμασία ζει σε μια στενή συμβίωση με το ιστορικό της περιβάλλον, πολύ περισσότερο από ό,τι η γλώσσα”.
Και καθώς γύρω μας υπάρχουν φορέματα όπως “ένας αυθεντικός Ευαγγελίδης”, φορέματα εμπνευσμένα από τον κινηματογράφο και ένα αντίγραφο του φορέματος της Τζάκι Κένεντι όταν επισκέφθηκε την Ινδία, προσπαθώ να φανταστώ το πρώτο atelier της γιαγιάς που ξεκίνησε σε ένα διώροφο νεοκλασικό λίγο πιο πάνω, στον ίδιο δρόμο.
Τότε κατασκεύαζαν ρούχα, ενώ παράλληλα εκπαίδευαν μαθήτριες στην υψηλή ραπτική. Καθεμία ήταν και βοηθός. Καθεμία ανάλογα με την παραγγελία αναλάμβανε να φτιάξει ένα κομμάτι και έτσι εκπαιδευόταν σε όλες τις διαδικασίες. Με την τελειοποιήση ενός ρούχου, υπήρχε και μια μαθήτρια που είχε περάσει σε ένα νέο επίπεδο εμπειρίας στην κατασκευή ενός ρούχου. Με την επανάληψη αλλά και την εμπλοκή σε όλο και πιο σύνθετες διαδικασίες προέκυπταν και ολοκληρωμένες δημιουργοί.
Και περνώντας στο σήμερα η Μαρία το θέτει ως εξής “Οι σχεδιαστές μόδας θα μπορούσαν και να μην ζωγραφίζουν. Η ζωγραφική είναι μία γλώσσα. Και ο ολοκληρωμένος δημιουργός δεν χρειάζεται αυτή τη γλώσσα για να επικοινωνήσει. Αν έχω μια εικόνα στο μυαλό μου, το αμέσως επόμενο βήμα είναι το πατρόν. Σχεδιάζουμε όταν θέλουμε να περιγράψουμε κάτι για να εμπλέξουμε άλλους ανθρώπους, σε μια διαδικασία. Μια ομάδα, στα στάδια δημιουργίας ενός ρούχου.”
Καθώς μιλάμε οι εικόνες από τα ντοκιμαντέρ για τον Karl Lagerfeld ή τον Alexander McQueen που σκίτσαραν σαν να βιάζονται υπερβολικά για να δείξουν σε αδρές γραμμές ένα σχέδιο που είχαν στο μυαλό τους, μου έρχονται στο μυαλό. Το σχέδιο μόδας ίσως τελικά και να μοιάζει, με ένα γραπτό σημείωμα για αυτό που έπεται.
Στο ατελιέ της Μαρίας λοιπόν οι μαθήτριες δεν μαθαίνουν απλά σχέδιο μόδας, αλλά και πατρόν, ραπτική, ιστορία τέχνης μόδας, υφασματολογία αλλά κυρίως ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως “υψηλή ραπτική”, χωρίς απαραίτητα να περιοριζόμαστε στα αυστηρά πλαίσια που κυρίως οι Γάλλοι έχουν θεσπίσει για τον όρο αυτό.
“Δεν μου αρέσει να φτιάχνω σχεδιαστές μόδας. Είναι μη πραγματικό. Δεν προκύπτει ρούχο από την ιδέα ενός ανθρώπου. Ρούχο προκύπτει και πώς θα φτιαχτεί ως το τελικό στάδιο. Από την διαδικασία, από τον τρόπο ραφής που τείνει να ξεχαστεί, την υψηλή ραπτική”.
Η υψηλή ραπτική παντρεύεται το “ready to wear”
Όταν η Μαρία πρωτοάνοιξε το ατελιέ οι πελάτισσες ερχόντουσαν λέγοντας ότι θυμόντουσαν την γιαγιά της. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Άλλωστε η παρακάτω ιστορία σίγουρα θα σας συντροφεύει για πάντα όταν θα σκέφτεστε την Αθήνα παρελθουσών εποχών, από εδώ και πέρα.
Πολλές γνωστές Αθηναίες έραβαν κατά παραγγελία τα ρούχα τους εδώ. Υπάρχουν κομμάτια που επέζησαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Το ατελιέ είχε τότε επιστρατευθεί, και έφτιαχνε ρούχα για τους φαντάρους. Εκείνη την εποχή, οι γνωστές πελάτισσες της Αθήνας, λόγω της έλλειψης πρώτων υλών και υφασμάτων που κυριαρχούσε, έφερναν ό,τι μπορούσαν να βρουν στο σπίτι τους για μεταποίηση. Μια κουβέρτα γινόταν ταγέρ. Και κάπως έτσι μπορείτε να φανταστείτε την υψηλή ραπτική της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου στην Αθήνα.
Επιστρέφοντας στο σήμερα η Μαρία παντρεύει τα ready to wear κομμάτια με μια σειρά από χειροποίητα ρούχα. Η νέα της συλλογή θα περιέχει basic κομμάτια που θα μπορεί μια γυναίκα να τα φορέσει στην καθημερινότητα της αλλά θα έχουν περάσει μέσα από μία πολύ πιο ιδιαίτερη διαδικασία παραγωγής.
Μα (και) αυτό είναι τέχνη! Τα γλυπτά-ρούχα
Πώς μπορεί να μοιάζει ένα ρούχο-γλυπτό. Ένα ρούχο που μπορεί να σταθεί έναν χώρο χωρίς να χρειάζονται κούκλες ραπτικής;
Ενώ επεξεργάζομαι ένα έργο που μου θυμίζει παράλληλα κάτι από Dior, ελληνική παράδοση, κορσέ, το εσωτερικό κομμάτι ενός νυφικού και πίνακα του Piet Mondrian και αντιλαμβάνομαι ότι εν μέρει το ατελιέ αποτελεί και ένας είδος μιας ιδιότυπης γκαλερί, η Μαρία μου εξηγεί.
“Θυμός, αγάπη, επιθυμία, λαγνεία, προσδοκία… Τα γλυπτά ρούχα αποδίδουν τα συναισθήματα μιας γυναίκας. Ένα το καθένα. Η μόδα είναι μία γλώσσα, ένας κώδικας. Τα γλυπτά-ρούχα μεταφράζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα ιδωμένα μέσα από το πρίσμα της γυναίκας, σε έργα.”
Το πέρασμα από την ανυπαρξία: Οι εκθέσεις μόδας στην Ελλάδα
Μπορεί το λονδρέζικο Victoria & Albert's να είναι το απόλυτο παράδειγμα αλλά δεν είναι το μόνο. Κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα έχει μια μόνιμη έκθεση μόδας, εκτός από την Αθήνα.
Και η Μαρία το έχει πάρει κάπως προσωπικά αυτό. Και καλά κάνει.
Με την πρώτη μικρή ομάδα μαθητριών και τα πρώτα ρούχα που φτιάχτηκαν έφτιαξε και την πρώτη της έκθεση. Έτσι και κάθε επόμενη χρονιά, ακόμα και αν στις σχολές μόδας που δίδασκε υπήρχαν 50 παιδιά και 150 ρούχα.
Την έκθεση «Παγκόσμιοι Έλληνες Σχεδιαστές Μόδας» πολλοί ίσως να τη θυμάστε. Χρειάστηκαν τρία χρόνια έρευνας και επεξεργασίας για την υλοποίηση της και η Μαρία ήταν εκεί. Και έτσι παρουσιάστηκαν οι πέντε Έλληνες παγκόσμιοι δημιουργοί των 50’s, 60’s, 70’s και 80’s μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Τσεκλένης και ο Γιάννης Ευαγγελίδης.
Πολλές από τις δημιουργίες τους είναι τόσο σύγχρονες που μπορούν να σταθούν στο σήμερα ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε ότι είναι δικά τους. Ο παραλληλισμός ενός Ευαγγελίδη με ένα Dior κομμάτι ή ενός Σταυρόπουλου με Jean Paul Gaultier ήταν έντονος. Και σειρά θα έχουν οι σπουδαίες γυναίκες της μόδας που προκαθόρισαν, τη μετέπειτα μόδα.
Με την Μαρία τελικά συζητάμε ότι η έκθεση μόδας στην Ελλάδα είναι μια έννοια ξεχασμένη ή καλύτερα μια έννοια που δεν αναπτύξαμε ποτέ. Ενώ υπάρχει ο αντίστοιχος πλούτος, φορέματα θα μένουν ξεχασμένα στις ντουλάπες διαφορών σπιτιών. “Από ιδιωτική συλλογή” διαβάζουμε πολλές φορές στο κάτω μέρος των editorials μόδας των περιοδικών και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Το Μουσείο Μπενάκη έκανε ένα βήμα με την έκθεση για τον Jean Paul Gaultier μου θυμίζει η Μαρία, αλλά θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια μόνιμη συλλογή που να δείχνει όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στον κόσμο από το εξωτερικό, τον πλούτο αυτό. Μέχρι τότε φυσικά, αναμένουμε με ανυπομονησία, τις επόμενες εκθέσεις της Μαρίας.
Σχόλια