Απαραίτητη η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης για την οικονομική ανάπτυξη
Η αναβάθμιση της δικαιοσύνης αποτελεί βασικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, η αναβάθμιση δεν περιορίζεται μόνο σε ποσοτικούς δείκτες, όπως ο χρόνος απονομής, αλλά και σε ποιοτικούς, όπως η αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος.
Η τεχνολογία βοηθά στη διαφάνεια και την ταχύτητα, αλλά δεν θα βοηθήσει αν απλώς περάσουν οι υφιστάμενοι κώδικες στους υπολογιστές, χωρίς να αλλάξει η νοοτροπία και να ξαναγραφούν οι κώδικες λαμβάνοντας την ψηφιοποίηση.
Πρόκειται για το βασικό συμπέρασμα και ταυτόχρονα τη σημαντικότερη πρόκληση για τις διακεκριμένες προσωπικότητες σε θέματα μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα, που συναντήθηκαν σε πάνελ του 7ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιείται στους Δελφούς, 6-9 Απριλίου και τελεί υπό την Αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, κας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Ο Αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμμένος, παρουσίασε τα βασικότερα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, με στόχο την αύξηση της αξιοπιστίας, της ταχύτητας και της ποιότητας της δικαιοσύνης. Μιλώντας στην καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, ο κ. Πικραμμένος επικαλέστηκε μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας μήνας καθυστέρησης έχει σημαντική επίπτωση στην οικονομία. Στην Ελλάδα, το 2018, η καθυστέρηση για την εκδίκαση μιας αγωγής ήταν 4 έτη. Η Σχολή Δικαστών, με στόχο τη δημιουργία νέας γενιάς δικαστικού σώματος, η συμμετοχή των δικαστών στη μεταρρύθμιση του ίδιου του συστήματος στο οποίο λειτουργούν, αλλά και τεράστιες επενδύσεις, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελούν μόνο μερικά παραδείγματα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κυβέρνησης. Η ψηφιοποίηση θα αυξήσει την ταχύτητα και τη διαφάνεια στη δικαιοσύνη, ωστόσο δεν πρέπει καμία απόφαση να ληφθεί εις βάρος της ποιότητας, διότι αυτή είναι απαραίτητη για την εμπέδωση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης. Για το λόγο αυτό εισάγονται κι άλλες αλλαγές, όπως η ανάληψη ευθύνης, η λογοδοσία και η αξιολόγηση.
Ο κ. Σίμος Αναστασόπουλος, πρόεδρος της Compete Ελλάδος, παρουσίασε με τα πιο έκδηλα παραδείγματα την τριτοκοσμική εικόνα που παρουσιάζουν τα ελληνικά δικαστήρια, γεγονός που επιτάσσει τη μεταρρύθμιση της κυβέρνησης, η οποία κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο κ. Αναστασόπουλος πρότεινε την προσθήκη ποιοτικών δεικτών αξιολόγησης, κάτι που είναι πιο δύσκολο, όπως για παράδειγμα τον αριθμό των πρωτόδικων αποφάσεων που αλλάζουν σε δεύτερο βαθμό. Επίσης, παρατήρησε ότι η Ελλάδα έχει περισσότερους δικαστές συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να μειωθεί ο όγκος των υποθέσεων που φτάνει για εκδίκαση. Δηλαδή πρότεινε αύξηση του κόστος για να καταλήξει μια υπόθεση στο δικαστήριο. Πρότεινε περισσότερη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εγκατάλειψη παρωχημένων τρόπων εργασίας και αύξησης των δεξιοτήτων των δικαστών και των υπαλλήλων του δικαστικού συστήματος. Όπως ανέφερε ο ίδιος, ο κόσμος αλλάζει, προκύπτουν νέες έννοιες, οπότε οι δικαστές θα πρέπει να τις γνωρίζουν ώστε να παίρνουν σωστές αποφάσεις. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει μια ειδική σύσταση για τις Δημόσιες Συμβάσεις, ειδικά εν όψει του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις.
Ο George Stawa, Judicial Counsellor για τη ΝΑ Ευρώπη της Αυστρίας επεσήμανε ότι δεν θα υπάρξει διαφορά με την ψηφιοποίηση εάν τα έγγραφα απλώς, αντί να διακινούνται με φυσικό τρόπο, αυτά μεταφέρονται ως φωτογραφίες μέσα από υπολογιστές. Οι νόμοι θα πρέπει να γράφονται με τρόπο που να γίνονται κατανοητοί και σε μη νομικούς, σε συνεργασία με επιστήμονες πληροφορικής. Υπάρχουν νόμοι που φαίνονται εξαιρετικοί, αλλά τα τμήματα πληροφορικής αδυνατούν να τους αποκωδικοποιήσεων επειδή υπάρχουν, για παράδειγμα, εξαιρέσεις των εξαιρέσεων, κά. Κι όλα αυτά, όταν τα συστήματα e-justice, δηλαδή ψηφιακά συστήματα που χρησιμοποιούνται σε εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών έχουν παράγει περισσότερες αποφάσεις από ό,τι το δικαστικό σύστημα της Γερμανίας. Αυτό δεν σημαίνει αντικατάσταση των δικαστών από μηχανές. Αντίθετα, σημαίνει αύξηση των εξωδικαστικών μηχανισμών, ώστε να καταλήγουν λιγότερες υποθέσεις στα δικαστήρια. Ίσως, μόνο η πληροφορία για το κόστος μιας δίκης και για το χρόνο και τη διαδικασία της να μείωνε τις υποθέσεις που καταλήγουν στις αίθουσες κατά 20-30%.
Ο David Bernstein από την Παγκόσμια Τράπεζα, ως επικεφαλής μεταρρυθμίσεων του δικαστικού συστήματος σε πολλές χώρες, ανέφερε ότι η επιτυχία κρίνεται από τη διαχείριση της επερχόμενης αλλαγής. Η ελληνική κυβέρνηση κινείται σωστά διότι θέτει ως ηγέτη της μεταρρύθμισης το δικαστικό σώμα που ταυτόχρονα είναι αντικείμενο της μεταρρύθμισης. Δεύτερο στοιχείο της επιτυχίας είναι η συναίνεση των εμπλεκόμενων μερών και η μεταρρύθμιση να είναι αποτέλεσμα διαβούλευσης. Η τεχνολογία και η ψηφιοποίηση είναι τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την μεταρρύθμιση, δεν είναι από μόνες τους η ίδια η μεταρρύθμιση. Συνεπώς, προέχει η αλλαγή νοοτροπίας, κατανόησης των προβλημάτων, ανάλυσης των βημάτων για την επερχόμενη αλλαγή από όλα τα μέρη.
Κλείνοντας τη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Alberto Leyton, Lead Public Sector Specialist της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, κ. Πικραμμένος τόνισε ότι υπάρχουν αντικειμενικά προβλήματα. Το πρώτο έχει σχέση με την ιστορία και τα πρώτα Συντάγματα της Ελλάδος, ακόμα και το σημερινό, που δίνει ίση πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε όλους τους Έλληνες. Έτσι, η αύξηση του κόστους πρόσβασης στα δικαστήρια δημιουργεί αντιδράσεις. Όμως, η κυβέρνηση προωθεί και τον φορέα εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών που μπορεί να μειώσει τις υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια. Ένα άλλο πρόβλημα έχει να κάνει με την ίδια τη νομική επιστήμη, η οποία αντίθετα με άλλες που έχουν κάνει άλματα, η δικαιοσύνη εξακολουθεί να παίρνει αποφάσεις με αρχές που ισχύουν από την αρχαιότητα. Ίσως, να άλλαξαν οι διαδικασίες, να άλλαξαν οι κώδικες, ωστόσο οι βασικές αρχές παραμένουν ίδιες. Τέλος, υπογράμμισε την ανάγκη ενοποίησης του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως του εμπορικού δικαίου, που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική ανάπτυξη.
Σχόλια