Είναι 5 Μαΐου του 1945, τρεις ημέρες πριν την άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας και το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την Ευρώπη. Κάπου στο Όρεγκον των ΗΠΑ, ο πάστορας Archie Mitchell και η έγκυος γυναίκα του, Elsie, αποφασίζουν να πάρουν πέντε παιδιά της ενορίας τους και να πάνε για πικνίκ στο όρος Gearhart. Η Elsie κατεβαίνει από το αυτοκίνητο μαζί με τα παιδιά, καθώς ο Archie ψάχνει ένα σημείο να παρκάρει το αυτοκίνητο.
Είναι τότε που παρατηρούν ένα παράξενο μπαλόνι να βρίσκεται στο έδαφος. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, ακολουθούν δύο εκρήξεις. Τέσσερα παιδιά σκοτώνονται επί τόπου, το ένα αφήνει την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα, και η Elsie πεθαίνει καθώς ο Archie προσπαθεί να σβήσει με τα χέρια του την φωτιά που κατακαίει τα ρούχα της. Ένας πυροτεχνουργός ανακαλύπτει αργότερα πως κάποιος από την παρέα είχε κλοτσήσει το μπαλόνι. Δυστυχώς για αυτούς, θα μείνουν στην ιστορία ως τα μόνα θύματα σε αμερικανικό έδαφος κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά από μια σειρά ερευνών, ο αμερικανικός στρατός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μπαλόνι είχε προσγειωθεί εκεί αρκετές εβδομάδες πριν από την έκρηξη, καθώς παρατηρεί ότι το χιόνι που υπήρχε ακόμα κάτω από το αντικείμενο -και που είχε αποκλειστεί εκεί- είχε ήδη λιώσει στη γύρω περιοχή. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο στρατός εντοπίζει τέτοιου είδους μπαλόνια - βόμβες εντός του αμερικανικού εδάφους. Μετά την ήττα της Ιαπωνίας, αποκαλύπτεται ότι αυτά αποτελούσαν ένα όπλο μεγάλης εμβέλειας που εκτοξευόταν από την ιαπωνική ενδοχώρα.
Τα γεμάτα με υδρογόνο μπαλόνια μετέφεραν περίπου 30 λίβρες εκρηκτικών και μια βόμβα. Είχαν σχεδιαστεί ως ένα όπλο χαμηλού κόστους που ταξίδευε στη Βόρεια Αμερική με τη βοήθεια αέριων ρευμάτων σε μεγάλο υψόμετρο. Οι Ιάπωνες ήλπιζαν ότι ο εμπρηστικός μηχανισμός θα πυροδοτούσε τεράστιες πυρκαγιές, σε δάση και γεωργικές εκτάσεις. Ωστόσο, τα χιλιάδες μπαλόνια που θα καταφέρουν να εκτοξεύσουν οι Ιάπωνες δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, καθώς είναι σχετικά αναποτελεσματικά λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών και της έλλειψης συστήματος πλοήγησης.
Εντούτοις, αυτά τα μπαλόνια θα χρησιμεύσουν αλλού. Είναι τότε που η νεοσύστατη αμερικανική RAND Corporation, μια δεξαμενή σκέψης της Πολεμικής Αεροπορίας, φαντάζεται έναν νέο τύπο χρήσης για το διηπειρωτικό αερόστατο. Αυτή τη φορά, ο στόχος θα είναι η Σοβιετική Ένωση. Αλλά αντί να μεταφερθεί μια βόμβα που δεν θα φέρει τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, το νέο σύστημα θα χρησιμοποιηθεί ως πλατφόρμα συλλογής υλικού, για τη λήψη αεροφωτογραφιών της σοβιετικής επικράτειας, με στόχο τον εντοπισμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων στρατηγικής σημασίας.
Η ιδέα είναι απλή: τα γεμάτα ήλιο στρατοσφαιρικά μπαλόνια θα απελευθερωθούν από διάφορες συμμαχικές τοποθεσίες στη Δυτική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Όταν θα φτάσουν σε ένα μεγάλο ύψος, θα διασχίσουν τη Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιώντας τα αέρια ρεύματα προς την ανατολή. Και όταν θα κάνουν την εμφάνιση τους πάνω από φιλικό εναέριο χώρο, κάπου γύρω από την Ανατολική Ασία, αεροσκάφη C-119 θα απογειωθούν, θα τα εντοπίσουν, και ο πιλότος, με μια ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία, θα κληθεί να περισυλλέξει το κιβώτιο που θα περιέχει το φιλμ με το φωτογραφικό υλικό.
Λόγω του ύψους πτήσης του μπαλονιού, που φτάνει τα 100.000 πόδια, οι μηχανικοί καλούνται να αναπτύξουν φωτογραφικό φιλμ ανθεκτικό στη θερμοκρασία και την ακτινοβολία. Το πακέτο περιέχει αρκετές κάμερες με φακούς που θα στοχεύουν σε διάφορες γωνίες προς τον ορίζοντα, για να καλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερο έδαφος. Κάθε κάμερα είναι ικανή να καταγράψει αρκετές εκατοντάδες φωτογραφίες σε φιλμ που χρησιμοποιεί τεχνολογία αιχμής. Η κάμερα του συστήματος κατασκευάζεται από πέντε εταιρείες: Kodak, Bill Jack Instrument, Chicago Aerial, Fairchild Camera και Hycon Corporation.
Μετά από χρόνια ανάπτυξης και δοκιμών, το πρώτο μπαλόνι είναι έτοιμο. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1956, ο Πρόεδρος Eisenhower δίνει το πράσινο φως για την απελευθέρωση των μπαλονιών, σε ένα έργο που φέρει κωδική ονομασία Project GENETRIX, από διάφορες τοποθεσίες στη Δυτική Ευρώπη και την Τουρκία. Οι Σοβιετικοί, όμως, εντοπίζουν γρήγορα τα μπαλόνια. Μόνο 32 καταφέρνουν να λάβουν χρήσιμες φωτογραφίες, από τα 516 μπαλόνια που είχαν εκτοξευθεί. Περισσότερες από 13.000 εκθέσεις ανακτώνται και αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Ενώ το χαμηλό ποσοστό επιτυχίας του έργου GENETRIX παρήγαγε ορισμένα χρήσιμα αποτελέσματα, τα μπαλόνια που δεν ανακτώνται γίνονται η αιτία για ένα διπλωματικό επεισόδιο. Η ΕΣΣΔ και οι σύμμαχοί της διαμαρτύρονται στη Διεθνή Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), τονίζοντας ότι τα αερόστατα αποτελούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της αεροπορίας. Ο Eisenhower διατάσσει, τότε, να σταματήσει το πρόγραμμα, μετά από μόλις 27 ημέρες λειτουργίας, ενώ οι όποιες επακόλουθες προτάσεις θα απορριφθούν από τον ίδιο.
Λίγους μήνες μετά το τέλος του project, η Σοβιετική Ένωση εκτοξεύει τον πρώτο δορυφόρο, τον Sputnik, σηματοδοτώντας την έναρξη του διαστημικού αγώνα. Ο επόμενος προορισμός μετά την τροχιά της Γης είναι το φεγγάρι, αλλά οι Ρώσοι μηχανικοί δεν μπορούν να αναπτύξουν έναν τρόπο για να προχωρήσουν στην παραγωγή ενός φιλμ που θα είναι ανθεκτικό στην ακτινοβολία, όπως αυτό που είχε εντοπιστεί στα μπαλόνια του αμερικανικού προγράμματος GENETRIX. Δεν ξέρουν πώς οι Αμερικάνοι το έφτιαξαν, οπότε αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν ξανά το αμερικανικό φιλμ.
Στις 4 Οκτωβρίου 1959, ένα μέρος αυτού του ασπρόμαυρου φιλμ των 35 χιλιοστών, που είχε διασωθεί από ένα από τα μπαλόνια του προγράμματος GENETRIX, φορτώνεται στο διαστημικό όχημα. Ο στόχος της αποστολής είναι να τραβήξει την πρώτη φωτογραφία από τη μακρινή πλευρά του φεγγαριού (που πολλές φορές αναφέρεται, αν και λανθασμένα, ως σκοτεινή), μια μυστηριώδη περιοχή που δεν είχε δει ποτέ το ανθρώπινο μάτι.
Η κάμερα βγάζει 29 φωτογραφίες σε 40 λεπτά, σε αποστάσεις που κυμαίνονται από 39.500 έως 41.500 μίλια πάνω από την επιφάνεια του φεγγαριού, καλύπτοντας το 70% αυτής. Ένα μέρος του υλικού μεταδίδεται πίσω στη Γη και έξι φωτογραφίες δημοσιεύονται από τη Σοβιετική Ένωση. Ολόκληρη η επεξεργασία των φωτογραφιών πραγματοποιείται εντός του διαστημικού σκάφους, με τα αποτέλεσμα να έχουν αρχικά αρκετό θόρυβο. Εντούτοις, μεταδίδονται καλύτερες εικόνες τις επόμενες μέρες, καθώς το σκάφος κινείται προς τη Γη.
Καθώς πετά εκτός εμβέλειας, οι Ρώσοι επιστήμονες χάνουν κάθε επαφή με αυτό στις 22 Οκτωβρίου 1959. Οι φωτογραφίες που βγάζει αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη μακρινή πλευρά του φεγγαριού. Τελικά, η Σοβιετική Ακαδημία Επιστημών δημοσιεύει τον πρώτο άτλαντα της μακρινής πλευράς το 1960 και οι αστροναύτες του Apollo 8 είναι τα πρώτα άτομα που βλέπουν το «κρυφό» ημισφαίριο του φεγγαριού, καθώς περιστρέφονται γύρω από τη Σελήνη τα Χριστούγεννα του 1968.
Σχόλια