Η σημασία του venture capital στη δημιουργία εθνικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος
Καθώς η χώρα ρημάζεται από την οικονομική κρίση, αποτέλεσμα πολλών ετών κακοδιοίκησης, αρκετές άλλες σχετικά άγνωστες για εμάς ως προς την οικονομική τους επιτυχία χώρες βρήκαν τα εθνικά τους πλεονεκτήματα.
Για παράδειγμα:
- Η Σιγκαπούρη, μια πόλη-κράτος σε ένα νησί στην Ασία, εκμεταλλεύτηκε το μικρό φυσικό της πλούτο (ένα φυσικό λιμάνι με βαθιά νερά) για να εξελιχθεί από κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου σε low-cost manufacturing destination και έπειτα σε υψηλής τεχνολογίας χώρα με το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό παγκοσμίως. Όλα αυτά κάτω από τη "φωτισμένη" ηγεσία μιας κυβέρνησης που κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη ήταν, αντιθέτως η συμμετοχή της στην οικονομία ήταν πολύ μεγάλη.
- Η Κόστα Ρίκα, μια χώρα που κατήργησε πλήρως το στρατό της, κάτω από την ηγεσία του Χοσέ Μαρία Φιγκέρες τη δεκαετία του ‘90 κατάφερε να προσελκύσει επένδυση 300 εκατ. δολλαρίων από την Intel για εργοστάσιο υψηλής τεχνολογίας. Για κάθε θέση εργασίας που δημιούργησε η εταιρία, άλλες τέσσερις δημιουργήθηκαν για την οικονομία της Κόστα Ρίκα.
- Η Χιλή από πέρσι προσπαθεί να προσελκύσει εταιρίες υψηλής προστιθέμενης αξίας μέσω ενός κρατικά και ιδιωτικά χρηματοδοτούμενου προγράμματος, του Startup Chile. Σκοπός του να δημιουργήσει την πρώτη θερμοκοιτίδα υψηλής τεχνολογίας στη χώρα και να δώσει το έναυσμα για τη δημιουργία ενός νέου εθνικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τη χώρα.
Θα μπορούσα να κουράσω με αρκετά ακόμη παραδείγματα σχετικά άγνωστα στο ελληνικό επιχειρηματικό κοινό. Κοινό στοιχείο των παραπάνω προσπαθειών όμως, είναι η συνεργασία μεταξύ αρκετών παραγόντων:
- Ιδιωτικού τομέα
- Κρατικού τομέα
- Πανεπιστημιακού τομέα
Όλα οι παραπάνω τομείς, σε αγαστή συνεργασία, δημιουργούν αυτό που ονομάζουμε clusters, τομείς της οικονομίας δηλαδή που αναπτύσσουν σημαντικούς δεσμούς αλληλεξάρτησης μεταξύ των συμμετεχόντων τους, είτε είναι εταιρίες, εποπτικές αρχές, επιχειρηματικά κεφάλαια ή ερευνητικά κέντρα.
Σημαντική δουλειά στην ανάδειξη της σημασίας των clusters έχει κάνει ο Michael Porter, ένας θρύλος του Harvard Business School, τις παλαιότερες θεωρίες του οποίου διδάσκουν τα ελληνικά πανεπιστήμια κατά κόρον. Η πιο πρόσφατη διδασκαλία του περιλαμβάνει ένα θέμα που λέγεται Microeconomics of Competitiveness, το οποίο διδάσκεται πια σε πάνω από 100 MBA παγκοσμίως, όχι όμως στην Ελλάδα.
Εστιάζει στο πώς οι εθνικές οικονομίες πρέπει να βρουν τους τομείς της οικονομίας στους οποίους μπορούν να είναι πιο παραγωγικές και να επενδύσουν πάνω τους προτιμησιακά (ναι, να προωθήσουν κάποιους “εις βάρος” άλλων, κάτι που στην Ελλάδα θα βρει σθεναρή “αντίσταση”..) - αν τα ελληνικά πανεπιστήμια θέλουν με μία κίνηση να κάνουν ένα καλό στον εαυτό τους, θα πρότεινα ανεπιφύλακτα να διδάσκουν στους μελλοντικούς ηγέτες αυτή τη δουλειά του Porter.
Τα clusters δεν είναι κάτι καινούριο. Ο κλάδος της ναυτιλίας μας ήδη λειτουργεί ως cluster, μέσω της συγκέντρωσης των ναυτιλιακών εταιριών στον Πειραιά, της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού του με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητάς του, της καλής συνεργασίας του ιδιωτικού τομέα με το πρώην ΥΕΝ (εδώ φαίνεται η ίσως προβληματική απόφαση της κατάργησής του) και της εισαγωγής των ναυτιλιακών σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια, δημόσια και ιδιωτικά. Κάποιοι Έλληνες του Harvard ανέδειξαν το ελληνικό αυτό cluster στην εργασία τους, επισημαίνοντας επίσης τη μικρή σχετικά με άλλες χώρες προστιθέμενη αξία για την Ελλάδα, προτείνοντας μάλιστα και λύσεις (η έρευνα βρίσκεται στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, μέσω επικοινωνίας μαζί μου).
Ρωτήστε επίσης τον κο. Μακιό, για τον οποίο πολύ λίγο ενδιαφέρονται τα mainstream media, για το πώς κατάφερε να ενώσει τη δουλειά πολλών καινοτομικών ελληνικών εταιριών και ερευνητικών κέντρων στον τομέα της μικροηλεκτρονικής, ώστε να δημιουργήσει το Corallia Clusters Initiative.
Αυτό που θα ήθελα να επισημάνω είναι το πώς φτάνει μια οικονομία να επενδύσει σε δύο, τρεις, τέσσερις κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, προτιμησιακά, με την ελπίδα ανάδειξης παγκόσμιων πρωταθλητών ανταγωνιστικότητας.
Ο λάθος τρόπος είναι αυτός που κατά κόρον λαμβάνει χώρα:
- “Έχουμε ωραίες παραλίες, ωραία νησιά, άρα θα επενδύσουμε στον τουρισμό”
- “Τόσο ήλιο έχει η χώρα, πρέπει να ήμασταν πρώτοι στα φωτοβολταϊκά.”
Το εθνικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δεν έρχεται μέσω αυτών που κληρονομήσαμε, αλλά μέσω αυτών που θα δημιουργήσουμε!
Τα παραπάνω αποτελούν απλώς ενδείξεις των τομέων στους οποίους θα μπορούσαμε να κινηθούμε.
Η δημιουργία ενός cluster ενεργειακής τεχνολογίας, όμως, δεν έρχεται από τον ήλιο, αλλά από την ύπαρξη ελληνικών ερευνών στα πανεπιστήμια, που θα περάσουν στην παραγωγή σε ελληνική μονάδα, η οποία δε θα πρέπει να φοβάται ότι η ηλεκτρική ενέργεια της ΔΕΗ θα αυξάνεται κάθε χρόνο, παράλληλα με τους μισθούς που θα πρέπει να πληρώνει, ώστε να μπορεί σχετικά ασφαλώς να παράγει “πιο αποδοτικά” από Γερμανούς, Ινδούς κλπ. και με την ευλογία της ελληνικής ηλιοφάνειας να έχει ένα πρώτο home market, στο οποίο οι τοπικές πωλήσεις θα χρηματοδοτήσουν την αύξηση της παραγωγής και τελικά τη διεθνοποίηση των πωλήσεων (είτε είναι τεχνογνωσία, είτε τελικό προϊόν).
Βλέπουμε πώς όλοι οι συμμετέχοντες αλληλοεπηρεάζονται μεταξύ τους και πώς, αν το πείραμα πετύχει, μια οικονομία καταλήγει να μπει σε ένα ανοδικό κύκλο που συνεχώς επιταχύνει την οικονομική πρόοδο.
Για να γίνει αυτό, βέβαια, χρειάζεται χρηματοδότηση.
Εδώ αρχίζει να φαίνεται ο ρόλος του venture capital. Το κράτος και η υπερβολικά κεντροποιημένη διοίκηση έχουν αποδείξει την ανικανότητά τους στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων που θα αναδείξουν παγκόσμιους πρωταθλητές στο μέλλον.
Πιστεύετε ότι η Silicon Valley δημιουργήθηκε με κρατικά κεφάλαια;
Ξανασκεφτείτε το λίγο. Όπως τη βλέπουμε τώρα, προφανώς και χρηματοδοτείται ιδιωτικά.
Στην αρχή όμως, πριν το Stanford και το Berkeley αρχίσουν να βγάζουν τους καλύτερους μηχανικούς, πριν ο κάθε απόφοιτος θελήσει να κάνει τη νέα Google, πριν το venture capital αναπτυχθεί στη σημερινή του εξειδικευμένη μορφή, κάποιος έπρεπε να δώσει το έναυσμα.
Όπως και στο Ισραήλ, με τη δημιουργία του τοπικού cluster υψηλής τεχνολογίας, η κυβέρνηση επένδυσε “προτιμησιακά” στη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών αρχικής χρηματοδότησης.
Η παροχή εγγυήσεων μη απώλειας κεφαλαίου στους πρώτους venture capitalists έφερε το ρίσκο που αναλάμβαναν σε ανεκτό επίπεδο, ώστε να ξεκινήσει ο ενάρετος κύκλος της προόδου.
Συμπληρωματικά, θα έλεγα κανείς ότι ακόμη και το home market παρείχαν κάποιες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα μέσω “ανοίγματος” του στρατιωτικού τους τομέα στην υψηλή τεχνολογία (αυτή τη στιγμή ο αμερικανικός αμυντικός τομέας είναι από τα πιο πετυχημένα clusters, ανεξάρτητα από πεποιθήσεις για το ηθικόν του όλου πράγματος).
Το venture capital λοιπόν είναι το δεύτερο βήμα, μετά την επιλογή των τομέων στους οποίους θα προτιμήσουμε να επενδύσουμε σαν κράτος. Η Ελλάδα λαμβάνει τεράστια ποσά απο την Ευρώπη μέσω του ΕΣΠΑ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κλπ.
Αντί να τα σπαταλάμε σε επιδοτήσεις καφετεριών και άλλων μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, φανταστείτε τί έναυσμα θα έδινε η κατεύθυνση του συνόλου αυτών των κεφαλαίων στην παροχή εγγυήσεων σε venture capitals, τα οποία θα συμμετείχαν στον εθνικό σχεδιασμό για την ανάδειξη κλαδικών πρωταθλητών στη χώρα μαζί με πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα κλπ.
Και τώρα φτάνουμε στο τρίτο στάδιο - ανάληψη ευθυνών.
Ποιός πολιτικός θα πάρει το ρίσκο να σταματήσει να χρηματοδοτεί αυτά που οι ψηφοφόροι του πιστεύουν ότι είναι το ελληνικό μέλλον (καφετέριες, ψησταριές, τυροπιτάδικα, εγγυημένου εισοδήματος φωτοβολταϊκά);
Επειδή πολλοί παρεξηγήθηκαν όταν ο Πάγκαλος είπε “μαζί τα φάγαμε” (disclaimer: δεν τρέφω καμία εκτίμηση στο πρόσωπο του συγκεκριμένου κυρίου), να επισημάνω την οικουμενικά αποδεκτή στο δυτικό κόσμο της προσωπικής ευθύνης (έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν) και να δείξω το αποτέλεσμα μιας δουλειάς του Hofstede, καθηγητή οργανωσιακής και εθνικής κουλτούρας που επίσης κάνουν citation τα ελληνικά πανεπιστήμια, δε δείχνουν όμως αυτό εδώ.
Οι Έλληνες σα λαός, έχουν φτάσει να αισθάνονται πολύ άσχημα σε συνθήκες αβεβαιότητας, αποφεύγοντας το ρίσκο.
Η δική μου ανάγνωση αυτού του πράγματος λέει πως οι διαμορφωμένες συνθήκες φαινομενικής ευμάρειας στην Ελλάδα, προωθούμενες από το κράτος, μας έφεραν εδώ.
Πού είναι το πολυδιαφημισμένο επιχειρηματικό δαιμόνο των Ελλήνων;
Τόσοι Έλληνες μετανάστες προοδεύουν και δημιουργούν απίστευτα θετικές εντυπώσεις για την Ελλάδα στο εξωτερικό - γιατί στην Ελλάδα κάτι χαλάει;
Ήρθε ο καιρός να αλλάξουν αυτά. Ήρθε ο καιρός να απαιτήσουμε την αλλαγή που θα επιτρέψει να ξεκλειδώσουμε όλη την ενέργειά μας και να αποτινάξουμε την “ευκολία” του παρελθόντος.
Ήρθε ο καιρός της συνεργασίας, στον οποίο δε θα έχουμε μια Θεσσαλία με 30 συνεταιριστικές ενώσεις που μιλάνε μεταξύ τους μόνο για τη μοιρασιά των επιδοτήσεων, δε θα έχουμε επαγγελματίες του τουρισμού που θα παρέχουν κακές υπηρεσίες, δε θα ανεχόμαστε την προώθηση όλων των άχρηστων ανεπάγγελτων στα ανώτατα αξιώματα, δε θα αντιμετωπίζουμε τη νέα γενιά σαν τεμπέληδες και αχαϊρευτους, αλλά σαν τη μεγαλύτερη ελπίδα για το μέλλον.
Επιτέλους ας ξυπνήσουμε και ας συνεργαστούμε.
Ας δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα ξεκινήσουν τον ενάρετο κύκλο της Ελλάδας, μέσω της επιλογής κρίσιμων τομέων στους οποίους θα εστιάσουμε για τα επόμενα 30 χρόνια και ας δώσουμε έμφαση στη χρηματοδότησή τους.
Σαν έθνος έχουμε επενδύσει τεράστια ποσά στην εκπαίδευση της νέας γενιάς. Ήρθε ο καιρός να ξεκλειδώσουμε και τις υπόλοιπες απαραίτητες συνθήκες για την αποδοτική αξιοποίησή του.
Σχόλια