Η Σαντορίνη είναι ένα νησί ηφαιστειογενές, γνωστό για το ηλιοβασίλεμά του το οποίο μαγεύει όσους το επισκέπτονται. Στο πεδινό τμήμα της εκτός από διάσπαρτα τουριστικά καταλύματα θα συναντήσει κανείς και καλλιέργειες.
Μια από αυτές είναι η φάβα, χαρακτηρισμένη μάλιστα ως ΠΟΠ (Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης), με την φήμη της να ξεπερνά κατά πολύ τα άλλα ομοειδή της προϊόντα. Φαίνεται πως υπάρχει στην περιοχή από την ύστερη Εποχή του Χαλκού ενώ “άντεξε” ακόμα και την έκρηξη του ηφαιστείου το 1613 π.Χ., αφού σε ανασκαφές στο Ακρωτήρι έχουν αναγνωριστεί υπολείμματα ενός φυτικού είδους που αποδίδονται στο Lathyrus clymenum L.
Η φάβα προέρχεται από το φυτό λαθούρι που είναι ένα είδος κουκιού. Πιο συγκεκριμένα, την αποτελούν τα αλεσμένα ή βρασμένα σπέρματα του λαθουριού σε μορφή πηχτού χυλού. Για πολλούς θεωρείται καλοκαιρινό όσπριο ενώ είναι μια άριστη επιλογή για την περίοδο της νηστείας. Μάλιστα, ζεσταμένη στο τηγάνι με τσιγαριστό κρεμμύδι είναι ένα από τα αυθεντικά πιάτα της Θηραϊκής κουζίνας, γνωστό με το όνομα “φάβα παντρεμένη”. Είναι πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία όπως μαγνήσιο, φυλλικό οξύ, σίδηρο και φώσφορο. Δεν περιέχει νάτριο οπότε μπορεί να καταναλωθεί άφοβα από άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση. Ακόμη, περιέχει φυτικές ίνες (9 γρμ. στο ¼ της κούπας φάβα) και πρωτεϊνες (10 γρμ. στο ¼ της κούπας).
Τι είναι όμως αυτό που διαφοροποιεί τη φάβα Σαντορίνης από τις υπόλοιπες και της προσδίδει υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές; Το σύνολο των φυσικών και χημικών χαρακτηριστικών της σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες της καλλιέργειάς της. Ειδικότερα έχει: α) Αφρώδη υφή, που αποδίδεται στο μικρό μέγεθος των κοτυληδόνων του φυτού, β) Υπόγλυκη γεύση, λόγω της ύπαρξης σακχάρων στον φυτικό ιστό της συγκεκριμένης ποικιλίας και γ) παρουσιάζει ευκολία στο μαγείρεμα, μιας και απαιτεί λίγο χρόνο ψησίματος και ελάχιστες απαιτήσεις σε νερό. Το ατού της; Μα το ηφαιστειογενές έδαφος της Θηρασίας, της Νέας και Παλαιάς Καμένης και φυσικά της Σαντορίνης. Η καλή φήμη του προϊόντος αντικατοπτρίζεται και στην τιμή του (10-12 ευρώ/Kg) σε σχέση με τις υπόλοιπες φάβες της αγοράς (3-5 ευρώ/Kg).
Πώς ξεκίνησε η καλλιέργειά της στο νησί; Λόγω της ανάγκης των κατοίκων για ισόρροπη κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών. Η ανεύρεση υδατανθράκων επετεύχθη με την καλλιέργεια του κριθαριού, το οποίο παραγόταν σε ικανές ποσότητες. Υπήρχε πρόβλημα, όμως, σε ότι αφορούσε τις απαραίτητες πρωτεϊνούχες τροφές. Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στο μέρος, όπως οι δυνατοί άνεμοι, απαιτούσαν την εξεύρεση εναλλακτικής πηγής για τις περιόδους που δεν ήταν δυνατή η αλιεία. Η κτηνοτροφία στη Σαντορίνη δεν γνώρισε ποτέ ιδιαίτερη άνθηση, λόγω της έλλειψης λιβαδιών που θα μπορούσαν να θρέψουν τα κοπάδια τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε ως μόνη λύση πρόβαλαν τα όσπρια. Την καλύτερη προσαρμογή στο μικροκλίμα του νησιού έδειξε το λαθούρι ή αρακάς (όπως το ονομάζουν στην ντοπιολαλιά τους οι κάτοικοι), από τα σπέρματα του οποίου προέκυψε τελικά η “φάβα Σαντορίνης”.
Σύμφωνα με άρθρο του περιοδικού “Γεωργία & Κτηνοτροφία” σήμερα καλλιεργούνται περίπου 1.000 στρέμματα, τα οποία σε ποσοστό 90% είναι ξηρικά. Οι αποδόσεις των καλλιεργειών καθορίζονται από το ύψος των βροχοπτώσεων, κυρίως τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Αν αυτές είναι ικανοποιητικές τότε μπορεί να καταγραφεί ετήσια παραγωγή μέχρι και 100 κιλά κατά μέσο όρο το στρέμμα. Αν όμως η χρονιά τους μήνες αυτούς είναι σχετικά άνυδρη τότε κυριολεκτικά οι αποδόσεις “πέφτουν” κοντά στο μηδέν.
Η προετοιμασία του εδάφους γίνεται μετά τα πρωτοβρόχια, με βαθιά άροση, οπότε και ενσωματώνονται τα λιπάσματα. Αζωτούχος λίπανση γίνεται στο νησί σε πολύ μικρές ποσότητες κυρίως προς αποφυγή ανάπτυξης ζιζανίων. Οι απαιτήσεις του λαθουριού σε γονιμότητα είναι ελάχιστες αφού αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε εδάφη άγονα και φτωχά από οργανικά στοιχεία. Η σπορά πραγματοποιείται είτε στα πεταχτά είτε εντός αυλακιών και η βλάστηση ξεκινά 20 μέρες (περίπου) μετά. Μετά την βλάστηση ακολουθεί σκάλισμα του εδάφους για έλεγχο των ζιζανίων και κατά τον Απρίλη, που έχει ολοκληρωθεί η άνθηση του φυτού, οι αγροί βάφονται με ιώδη και λευκά χρώματα. Την ωρίμανση του καρπού ακολουθεί η πλήρης ξήρανση του φυτού, περίπου στα τέλη Μάη με αρχές Ιούνη. Τότε μαζεύεται αυτούσια η φάβα με τα χέρια σε θημωνιές, κατά τις πρωινές ώρες (συνήθως) και μόνο με υγρό καιρό για να μην θρυμματιστεί ο καρπός. Ακολούθως, οι θημωνιές πάνε για αλώνισμα και λίχνισμα ώστε να διαχωριστεί τελικά ο καρπός από τα φυτικά υπολείμματα.
Μετά την παραπάνω διαδικασία συγκομιδής, οι καρποί φυλάσσονται σε αποθήκες μέχρι το επόμενο έτος που θα γίνει η επεξεργασία τους. Μάλιστα, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, οι Σαντορινιοί για να προστατέψουν τη σοδειά από τα επιβλαβή έντομα αποθήκης συνηθίζουν να σκεπάζουν τα βαρέλια με επίστρωση Θηραϊκής γης. Το χρονικό διάστημα που ακολουθεί είναι αρκετό ώστε να αποκτήσει σκληρή υφή ο καρπός και το επόμενο έτος να οδηγηθεί πια σε παραδοσιακούς πέτρινους μύλους ή σε σύγχρονες μηχανές άλεσης για να αποφλοιωθεί. Πριν τη συσκευασία του γίνεται σχολαστικός έλεγχος για καθαρισμό ξένων σωματιδίων και τυχόν υπολείμματα (μέχρι και 25% μπορεί να φθάσουν οι απώλειες κατά το στάδιο αυτό).
Σήμερα, η Ένωση Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων μεριμνά για τη συνέχιση της παραγωγής όλων των τοπικών προϊόντων (ιδίως των 2 ΠΟΠ φάβα - ντοματάκι), με σεβασμό στην παράδοση και την υψηλή ποιότητα. Ειδικά στη διαδικασία παραγωγής και επεξεργασίας της φάβας εφαρμόζεται το σύστημα της ιχνηλασιμότητας. Αναγράφονται δηλαδή η ημερομηνία, ο τόπος παραγωγής καθώς και το όνομα του παραγωγού, ώστε ο καταναλωτής να είναι σίγουρος για την προέλευση και την αυθεντικότητα του προϊόντος που αγοράζει. Αν, λοιπόν, τύχει να επισκεφθείτε κάποια στιγμή το νησί μην ξεχάσετε να γευθείτε αυτό το εξαιρετικό τοπικό προϊόν και αν σας “κερδίσει”, ψάξτε να το αγοράσετε φεύγοντας.
Σχόλια