Από την εκκλησιαστική φιλανθρωπία στις κοινωνικές επενδύσεις και την κοινωνική οικονομία
Η εκκλησιαστική φιλανθρωπία είναι ο παραδοσιακός τρόπος της Εκκλησίας για την υποστήριξη του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο. Λαμβάνει χώρα σε κάθε ενορία και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και οργανώνεται από τις κοινότητες των λαϊκών και των κληρικών, έχοντας πλήρη και ιδία πληροφόρηση για τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων και των οικογενειών σε πραγματική κρίση.
Μέχρι σήμερα, η εκκλησιαστική φιλανθρωπία δεν αποτέλεσε μια καλά τεκμηριωμένη πρακτική από τους κοινωνικούς επιστήμονες και αυτό είναι άξιο ενδιαφέροντος: αδιάφορο για την Εκκλησία, αλλά απογοητευτικό για την επιστήμη. Και πράγματι, η Εκκλησία και οι άνθρωποι στις γειτονιές, αυτοοργανώνονται σιωπηλά εδώ και χιλιετίες, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Όμως, το νεωτερικό κράτος και ιδίως το κράτος σε κρίση (Bauman) έχει ανάγκη από μια τεκμηριωμένη ανάλυση των δυναμικών που κρύβει στους κόλπους της η παραδοσιακή φιλανθρωπία. Οικοδομώντας ένα καινοτόμο πρότυπο συμπεριληπτικής ανάπτυξης για όλους, οι πρακτικές της Εκκλησίας στον τομέα της φιλανθρωπίας μπορούν να επεκταθούν και να διαφοροποιηθούν στο πεδίο της κοινωνικής καινοτομίας και στις δραστηριότητες της κοινωνικής οικονομίας. Εδώ, ανοίγουμε τη συζήτηση αυτή.
Από την κοινωνική φιλανθρωπία στην κοινωνική οικονομία
Κοινωνικές επενδύσεις είναι οι επενδύσεις του ιδιωτικού, του δημοσίου και του τρίτου τομέα που παράγουν θετικό και μετρήσιμο όφελος για την απασχόληση, την κοινωνική συνοχή και την ηθική συγκρότηση των πολιτών. Στην κοινωνική οικονομία, επιδιώκουμε δημόσιους, κοινωνικούς, ή συλλογικούς σκοπούς, μετερχόμενοι μέσα οικονομικά, είτε μη-κερδοσκοπικά ή με επιχειρηματική λογική. Αυτή η τελευταία ορίζει την πολλά υποσχόμενη κοινωνική επιχειρηματικότητα. Αν εξασφαλίσουμε και διοχετεύσουμε κοινωνικές επενδύσεις στην κοινωνική οικονομία, πιστεύουμε πως η έξοδος της ελληνικής κοινωνίας από την πολύμορφη κρίση θα γίνει πιο σύντομα και με λιγότερες απώλειες.
Βλέπουμε τρεις εν δυνάμει άξονες της κοινωνικής καινοτομίας, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άνθρωποι στις γειτονιές μπορούν να δραστηριοποιηθούν, απαντώντας με ίδια βούληση και ίδια μέσα στις προκλήσεις της υπανάπτυξης:
- "Ορθόδοξη Εκκλησία και Επιστημονική Αριστεία". Αυτός ο άξονας αφορά στην εξασφάλιση ευκαιριών ποιοτικής απασχόλησης για νέους, άριστους επιστήμονες και τεχνικούς σε αντικείμενα δραστηριότητας που διασώζουν και αναπτύσσουν το πλούσιο συμβολικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, και ανθρώπινο κεφάλαιο της Εκκλησίας. Βασική επιδίωξη οφείλει να είναι η ανάσχεση της διαρροής εγκεφάλων (brain-drain) στο εξωτερικό, η δημιουργία ευκαιριών επαγγελματικής ανάπτυξης και αριστείας σε κλάδους με χαμηλή απασχολησιμότητα και κακή αντιστοιχία εξειδίκευσης-αμοιβών, που πλήττονται έντονα από την οικονομική κρίση, αλλά έχουν ανεκτίμητη αξία για τον παγκόσμιο και εθνικό πολιτισμό, την ιστορία και το μέλλον μας.
- "Ορθόδοξη Εκκλησία και Κοινωνική Οικονομία". Αυτός ο άξονας στοχεύει στην ενθάρρυνση και υποστήριξη δράσεων κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Βασική επιδίωξη οφείλει να είναι είναι η παροχή πληροφόρησης, πρακτικής κατάρτισης και υποστήριξης σε ομάδες πολιτών για την ίδρυση Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων ή φορέων της κοινωνικής οικονομίας (όπως συνεταιρισμοί, σωματεία, ιδρύματα, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες και κοινά ταμεία), με πρωταρχικό τους μέλημα την υλοποίηση συλλογικών, κοινωνικών και δημόσιων σκοπών.
- "Ορθόδοξη Εκκλησία και Ευρώπη των Πολιτών". Σκοπός αυτού του άξονα οφείλει να είναι η οικοδόμηση μιας σοβαρά οργανωμένης και μακρόπνοης εταιρικής σχέσης με τους φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και δημόσιους ή συλλογικούς οργανισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Βασική επιδίωξη είναι η εξασφάλιση τεχνογνωσίας και υποστήριξης, η ευρεία επικοινωνία των πρωτοβουλιών της Εκκλησίας και ο συγχρονισμός με τις πολιτικές και τις ευκαιρίες χρηματοδότησης που αναπτύσσονται στην Ευρώπη.
Το δυναμικό της Εκκλησίας
Ας δούμε όμως τις εσωτερικές προϋποθέσεις της Εκκλησίας που την ευνοούν να ασκήσει έργο με τα κριτήρια της κοινωνικής οικονομίας όπως διαμορφώνονται σήμερα από την εθνική κοινωνική πολιτική κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Ελλαδική Εκκλησία αναπτυγμένη δομικά σύμφωνα με το θεσμό του μητροπολιτικού συστήματος, διαθέτει ένα ακτινωτό πλέγμα από το κέντρο (αρχιεπισκοπή- επισκοπή) προς την περιφέρεια (ενορίες), που ενισχύει την γρήγορη και ευέλικτη εκδίπλωση των κοινωνικών- υποστηρικτικών προς την κοινωνία σκοπών της. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται επικοινωνία ακόμη και με απομακρυσμένα μέρη για την κρατική διοίκηση, χωριά και οικισμούς της ελληνικής επαρχίας, τα οποία συχνά αποτυγχάνουν να γίνουν αποδέκτες της οργανωμένης κρατικής κοινωνικής μέριμνας. Οι επίσκοποι και οι κληρικοί, δεν ανήκουν στους αιρετούς άρχοντες, συνεπώς μπορούν να διαχειρίζονται κοινωνικά κεφάλαια με μεγαλύτερη διαφάνεια και αξιοπιστία, αφού δεν υπάρχει η πίεση της επανεκλογής, που ώθησε μέχρι τώρα πολλούς πολιτικούς στην ευνοιοκρατία και συντέλεσε στην κακοδιοίκηση των κοινωνικών επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η μονιμότητα των εκκλησιαστικών προσώπων, εξυπηρετεί στην επίτευξη μακροχρόνιων κοινωνικών προγραμμάτων, ενώ η εθελοντική βάση επί της οποίας λειτουργεί η Εκκλησία, κατοχυρώνει το θυσιαστικό και ανιδιοτελές κοινωνικό ήθος και προσελκύει αξιόλογα κοινωνικά κεφάλαια, υπό μορφή δωρεών και ευεργεσιών, τα οποία επανεπενδύονται προς όφελος του κοινωνικού κράτους. Φαίνεται ότι οι κοινωνικοί και φιλάνθρωποι ευεργέτες, αισθάνονται περισσότερη ασφάλεια όταν επενδύουν τα κοινωνικά τους κεφάλαια στην Εκκλησία, παρά στην πολιτεία.
Η άρνηση της Εκκλησίας να κατηγοριοποιηθεί ως "αναγνωρισμένη θρησκεία" της δίνει την ελευθερία να διαλέγεται χωρίς όρια, με κάθε κοινωνική ομάδα, βελτιστοποιώντας τις διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ η ανοικτή δυναμική της προς τους αναξιοπαθούντες, γηγενείς ή αλλοδαπούς, την καθιστά ευαίσθητη στα θέματα κοινωνικής αλληλεγγύης που αναφύονται και μάλιστα με ένα μοναδικό τρόπο: δεν αντιλαμβάνεται τα προβλήματα ως προβλήματα των "άλλων", αλλά ως δικά της. Είναι πλήρως εναρμονισμένη με τον κοινοτικό τρόπο του ζειν και νοείν και απευθύνεται στη μεγαλύτερη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, καθιστώντας την ικανή να προσελκύσει χιλιάδες ανθρώπων προς τον εθελοντισμό και την κοινωνική δέσμευση. Αρκεί να περιηγηθεί κάποιος στις ιστοσελίδες των ενοριών και των μητροπόλεων για να διαπιστώσει την κοινωνική προσφορά που συγκροτείται στη βάση του εκκλησιαστικού εθελοντισμού. Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι και η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζει δημοσίως την κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας της Ελλάδας και δείχνει διάθεση συνεργασίας και συμφιλίωσης, δίνοντας το μήνυμα ότι η Εκκλησία έχει παρουσία ευεργετική για την ελληνική κοινωνία, η οποία πέρα από την ιδεολογία του καθενός, δεν μπορεί να αφεθεί στο περιθώριο.
Η Εκκλησία ταυτόχρονα αποτελεί πολιτισμική σταθερά του ελληνικού κράτους, διαθέτοντας ιστορικά μνημεία, κειμήλια, μουσεία, ευαγή ιδρύματα, βιβλιοθήκες και δομικές εγκαταστάσεις που αποτελούν περιουσία του ελληνικού λαού και μπορούν να αξιοποιηθούν επιτυχώς και ευεργετικά για το κοινωνικό σύνολο παρέχοντας δημόσια και ιδιωτικά αγαθά. Επιπροσθέτως τα γραπτά μνημεία των ελλήνων Πατέρων ουκ ολίγα σε αριθμό, αποτελούν πνευματική κληρονομιά που λίγο έχει μελετηθεί ως προς την πρακτική τους υπό το πρίσμα της κοινωνικής οικονομίας. Μια τέτοια ερευνητική δραστηριότητα εγκαινιάζουμε σήμερα με αυτό το άρθρο γνώμης.
Η επί θεολογικής βάσεως σωτηρία και ενότητα όλων των ανθρώπων στο πρόσωπο του θεού και ταυτόχρονα ανθρώπου Χριστού, προφυλάσσει την εκκλησία από θρησκευτικές ιδεολογικοποιήσεις, εθνικές ή πνευματικές απολυτοποιήσεις. Η Εκκλησία δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, ιδεολογία ή ηθική. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός με άποψη, πρόταση ζωής και κοσμοθεωρία. Μετέρχεται τόσο επί των πνευματικών και ηθικών αξιών όσο και επί των υλικών μέσων συντήρησης και προκοπής των ανθρώπων σε ένα ανοικτό σύστημα ισοκατανομής πνευματικών και υλικών προϋποθέσεων για αυτό που η Hanna Arendt ονομάζει «ανθρώπινη κατάσταση». Με τον τρόπο αυτό, η Εκκλησία επιτυγχάνει τη δημιουργία ενός συστήματος ολοκληρωμένης κοινωνικής μέριμνας και οικονομίας, αποφεύγοντας παράλληλα την έκπτωση σε κλειστό πολιτικο-οικονομικό σύστημα, που προσπαθεί να αναλάβει την εξουσία.
Ανοίγοντας νέους δρόμους
Πρόσφατα, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε την Εταιρεία Κοινωνικής Ανάπτυξης, με την ευλογία και υπό την Προεδρία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Ανθίμου. Η Εταιρεία Κοινωνικής Ανάπτυξης είναι ένας καινοτόμος θεσμός, που καταστατικό του σκοπό έχει την αποφασιστική αντιμετώπιση της επίμονης ανεργίας και της υποαπασχόλησης των νέων της πατρίδας μας. Η αναστροφή της διαρροής εγκεφάλων στο εξωτερικό θα γίνει μόνον με συστηματικές κοινωνικές επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας μας - "Μια Κοινωνική Επένδυση στον Άνθρωπο και τους Νέους".
Η Εταιρεία Κοινωνικής Ανάπτυξης, μια κοινωνική επιχείρηση έρευνας, ανάπτυξης και εξειδικευμένων εφαρμογών, έρχεται για να προσφέρει ποιοτικές ευκαιρίες επίσημης και αξιοπρεπούς απασχόλησης σε νέες και νέους που διακρίνονται για την επιστημονική και τεχνική τους κατάρτιση, με μόνο κριτήριο την αριστεία. Επίσης, στρατηγικός στόχος της ΕΚΑ είναι η διαμόρφωση γραμμών κοινωνικής χρηματοδότησης και κοινωνικής τραπεζικής (social finance, social banking) για τη μεγάλη μάζα των συνανθρώπων μας, με έμφαση στους νέους και όσους ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας (European Social Entrepreneurship Fund, EUSEF), όπως ορίζεται από τον σχετικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα μπορούσε να αποτελέσει καινοτόμο όχημα επενδύσεων αντικτύπου σε μια ελληνική κοινωνία που χειμάζεται. Οφείλουμε να πάμε από τις τράπεζες των φτωχών (banca povera) στις ηθικές τράπεζες (banca ethica).
Η ίδρυση της Εταιρείας Κοινωνικής Ανάπτυξης είναι προϊόν μιας συστηματικής προετοιμασίας για επέκταση και διαφοροποίηση των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Με την πρωτοβουλία του αυτή, ο παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. ΆΝΘΙΜΟΣ δίδει το παράδειγμα ως ο πρώτος ιεράρχης στην Ελλάδα που συμμετέχει ενεργά σε φορέα της Κοινωνικής Οικονομίας, θέτοντας στη διάθεση της Εταιρείας Κοινωνικής Ανάπτυξης ηθικούς και υλικούς πόρους για την ευόδωση των σκοπών της.
Στη φώτο ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. ΆΝΘΙΜΟΣ υπογράφει το Καταστατικό της Εταιρείας Κοινωνικής Ανάπτυξης. Δίπλα του, τα μέλη της ιδρυτικής Διοικούσας Επιτροπής. Από τα αριστερά: π. Αλέξανδρος ΣΑΛΜΑΣ, Δρ. Ιωάννης ΝΑΣΙΟΥΛΑΣ, Θεόδωρος ΖΕΡΒΑΣ, Ιωάννης ΤΣΑΜΠΑΖΗΣ.
Σχόλια