"Οι εξαγωγές είναι ένας αγώνας δρόμου με ρυθμό σπριντ" ανέφερε χαρακτηριστικά κα. Χριστίνα Σακελλαρίδη. Ο Γιώργος Γκέκας συζήτησε με την πρόεδρο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, η οποία μας έδωσε όχι μόνο πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας σήμερα αλλά και χρήσιμες κατευθύνσεις για την ανάπτυξη των εξαγωγών των αγροτικών μας προϊόντων.
Γιώργος Γκέκας: Παρατηρείται έντονα το φαινόμενο μικρομεσαίες Ελληνικές αγροδιατροφικές επιχειρήσεις, με περιορισμένη παραγωγική ικανότητα, να "εξάγουν" σε τουλάχιστον πέντε μεγάλες αγορές, αναζητώντας συνεχώς νέες. Πώς ερμηνεύετε αυτό το φαινόμενο;
Χριστίνα Σακελλαρίδη: Το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με το αντίστοιχο ευρωπαϊκών, κατατάσσει τη συντριπτική πλειοψηφία τους, στην κατηγορία των μικρομεσαίων. Ο αγροτοδιατροφικός κλάδος, δεν αποτελεί ασφαλώς εξαίρεση. Οι διεθνείς δείκτες μέτρησης ορίζουν ότι για να χαρακτηριστεί μία επιχείρηση εξωστρεφής, το 30% του τζίρου της θα πρέπει να προέρχεται από εξαγωγές και η εταιρεία να εξάγει σε τουλάχιστον 3 ξένες αγορές. Αυτό το δίπτυχο, λίγες δυστυχώς εταιρείες στην Ελλάδα κατορθώνουν το πετύχουν, ειδικά στους κλάδους των τροφίμων. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΠΣΕ, επί των επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν την 3ετία (2010-2012) με σκοπό την άσκηση της εξαγωγικής δραστηριότητας ή απέκτησαν για πρώτη φορά εξαγωγικό προσανατολισμό έδειξε ότι το 30% αυτών δραστηριοποιούνται στον αγροτοδιατροφικό τομέα. Ωστόσο, μόλις ένα μέρος αυτών βασίζεται σε ίδια παραγωγή. Οι περισσότερες εξ αυτών, ασχολούνται με την εμπορία-μεσιτεία προϊόντων που παράγουν άλλοι.
Αυτό καταδεικνύει, το έλλειμμα τεχνογνωσίας και υλικοτεχνικής υποδομής στη μεγάλη μάζα των παραγωγών αγροτοδιατροφικών προϊόντων, ως προς την άσκηση εξαγωγικής δραστηριότητας και την εξάρτησή τους από εταιρείες που διαθέτουν δίκτυο επαφών στο εξωτερικό και διεθνείς συνεργασίες. Από τη μία πλευρά, το «φαινόμενο» όπως το χαρακτηρίζετε, στερεί ενδεχομένως προστιθέμενη αξία από τους καθ' αυτούς παραγωγούς και περιορίζει την επέκταση της εξαγωγικής βάσης της χώρας. Από την άλλη όμως, επιτρέπει τις εξαγωγές προϊόντων, που σε διαφορετική περίπτωση δε θα έβρισκαν το δρόμο τους στις ξένες αγορές.
Πρέπει να αντιληφθούμε όλοι, ότι η εξωστρέφεια προσομοιάζει με μία αλυσίδα. Παραγωγοί, έμποροι, συνεταιριστικοί και συλλογικοί φορείς, Επίσημη Πολιτεία, χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και η αλυσίδα αυτή είναι τόσο ισχυρή, όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της. Για το λόγο αυτό επιμένουμε ως Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων στη δύναμη των συνεργιών και των συνεργασιών. Στις εξαγωγές, το κρίσιμο μέγεθος παραγωγής, μετράει.
ΓΓ: Η ρευστότητα είναι αναμφισβήτητα ένα σημαντικό εμπόδιο σήμερα για την εξωστρέφεια των αγροδιατροφικών επιχειρήσεων. Ποιά άλλα εμπόδια- μειονεκτήματα καλούνται να υπερκεράσουν προκειμένου να βγουν ανταγωνιστικότερα στις διεθνείς αγορές.
ΧΣ: Σε πρόσφατη έκθεση της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την άρση γραφειοκρατικών εμποδίων, οι ελληνικές εξαγωγές θα μπορούσαν να αυξηθούν άμεσα κατά 30%, συνεισφέροντας άλλα 16 δις στο ΑΕΠ της χώρας. Στο πεδίο αυτό έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, που πιστοποιείται από Διεθνείς Οργανισμούς, ειδικά στον αγροτοδιατροφικό τομέα και ασφαλώς οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνεχιστούν.
Ωστόσο, θα επαναλάβω ότι στη δεκαετία 2004-2013, οπότε και εξακολουθούσαν να ισχύουν τα ίδια γραφειοκρατικά εμπόδια και αντικίνητρα, οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων αυξήθηκαν κατά 109%, λόγω της ευκολότερης πρόσβασης σε γραμμές χρηματοδότησης. Ουσιαστικά, λοιπόν, επιβεβαιώνεται η ρήση του Δημοσθένη ότι τα πάντα δει δε χρημάτων. Να σημειωθεί ότι στην παγίδα ρευστότητας, συμβάλλουν σωρευτικά και οι πρόσθετες επιβαρύνσεις από φόρους, εισφορές και κόστος ενέργειας, πέρα από το ακριβό κόστος της χρηματοδότησης, όταν αυτή δίδεται.
Ειδικά, όμως, για τον αγροτοδιατροφικό τομέα, όπως ήδη επεσήμανα, βασικό εμπόδιο είναι η έλλειψη κρίσιμης μάζας εξαγώγιμων ποσοτήτων, εξαιτίας του περιορισμένου κλήρου, του κατακερματισμού της παραγωγής και τις έλλειψης υποδομών συνδυαστικών εξαγωγών, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος παραγωγής και το κόστος μεταφοράς των προϊόντων στο εξωτερικό.
ΓΓ: Η Γερμανία είναι συντριπτικά ο κυριότερος πελάτης των ελληνικών προϊόντων στα τυροκομικά και στον οίνο. Στο ελαιόλαδο έρχεται δεύτερη μετά την Ιταλία. (ΕΛΣΤΑΤ 2012-2013). Στο διεθνές εμπόριο η εξάρτηση από έναν αγοραστή είναι σημαντικό μειονέκτημα. Πόσο έτοιμες είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις να προσεγγίσουν ανταγωνιστικά νέες αγορές;
ΧΣ: Τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων δείχνουν ότι η Ελλάδα αποτελεί βασικό προμηθευτή αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές με σημαντική παρουσία στις περισσότερες αγορές των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ο.Ο.Σ.Α. Συγκεκριμένα, Η χώρα μας περιλαμβάνεται στους πέντε πρώτους προμηθευτές σε 25 χώρες με ποσοστά συμμετοχής στις εισαγωγές τους που ξεπερνούν το 80%. Συγκεκριμένα, η Ελλάς είναι ο πρώτος προμηθευτής 43 αγροτικών προϊόντων σε 12 χώρες, ο δεύτερος προμηθευτής 19 προϊόντων σε 15 χώρες, ο τρίτος προμηθευτής 23 προϊόντων σε 15 χώρες, ο τέταρτος προμηθευτής 22 προϊόντων σε 14 χώρες και ο πέμπτος προμηθευτής 19 προϊόντων επίσης σε 14 χώρες. Αυτό και μόνο απαντά στο ερώτημα κατά πόσο είναι έτοιμες οι ελληνικές επιχειρήσεις να εξάγουν σε άκρως ανταγωνιστικές και απαιτητικές αγορές.
Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι Η Ευρωπαϊκή Ένωση (των 25) είναι ο κύριος προορισμός των αγροτικών προϊόντων, ενώ αυξητική τάση παρατηρείται στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (πρώην σοσιαλιστικές χώρες). Επίσης, όσον αφορά τις βασικές χώρες-πελάτες παρατηρούμε τα εξής: Η Ιταλία, πέραν του ελαιολάδου και των ιχθυηρών, είναι επίσης, ο πρώτος πελάτης στα δημητριακά (33%), η Γερμανία στα φρούτα & λαχανικά (20%), στα γαλακτοκομικά (26%) και στα ποτά (28%), η Βουλγαρία στα κρέατα & παρασκευάσματα (26%) και η Κύπρος στα διάφορα προϊόντα διατροφής (15%) και στον καφέ, τσάι, κακάο & μπαχαρικά (29%).
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η ΕΕ αποτελεί τη βασική αγορά προορισμού των προϊόντων, την ώρα που οι εξαγωγές παραμένουν περίπου σταθερές προς τις χώρες της Βόρειας Αμερικής και Βόρειας Αφρικής & Μέσης Ανατολής, ενώ αυξάνονται εντυπωσιακά προς τις πρώην Σοσιαλιστικές Χώρες.
Ουσιαστικά λοιπόν καταγράφεται μία προσπάθεια απεξάρτησης και διαφοροποίησης του πελατολογίου των Ελλήνων Εξαγωγέων, προκειμένου να αποφεύγονται δυσάρεστες συνέπειες κρίσεων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και να υπάρχουν εναλλακτικές διέξοδοι. Η εμπειρία έχει αποδείξει την πολύ σωστή παρατήρησή σας, ότι η εξάρτηση από έναν αγοραστή, εκτός από μειονέκτημα, μπορεί να καταστεί ως και καταστροφική. Κι αυτό το έχουν αντιληφθεί πλέον όλοι οι Έλληνες Εξαγωγείς.
ΓΓ: Η κρίση ανάγκασε την πλειοψηφία των επιχειρήσεων να στρέψουν τις προσπάθειές τους στο εξωτερικό. Αυτό εκτόξευσε την εξαγωγική δραστηριότητα αρχικά, σήμερα όμως υπάρχει μια ύφεση. Ποια στοιχεία θα πρέπει να έχει μία στρατηγική ώστε η εθνική εξαγωγική δραστηριότητα να αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου;
ΧΣ: Η κρίση ανάγκασε μία μικρή μερίδα του ελληνικού επιχειρείν να στραφεί προς τις Εξαγωγές. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι εξαγωγές πραγματοποιεί σήμερα ποσοστό κάτω του 2% των συνολικά ενεργών επιχειρήσεων της χώρας, ενώ το 75-80% του συνόλου των εξαγωγών προέρχεται από 200 μεγάλες επιχειρήσεις.
Το ζητούμενο δηλαδή είναι να μεταβούμε οριστικά από την Εξωστρέφεια Ανάγκης στην Εξωστρέφεια Προοπτικής, μέσα από μία συνεκτική Εθνική Στρατηγική Εξαγωγών, που θα επικαιροποιείται συχνά και θα παρακολουθεί τόσο τις διεθνείς μακροοικονομικές εξελίξεις, όσο και τις κινήσεις του ανταγωνισμού.
Δε χρειάζεται να ανακαλύπτουμε κάθε φορά από την αρχή τον τροχό. Επιτυχημένα παραδείγματα επιθετικής πολιτικής προώθησης-προβολής υπάρχουν στη γειτονιά μας και πρέπει να τα αξιοποιήσουμε. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι ειδικά στον πρωτογενή τομέα, ανταγωνιστές των ελληνικών προϊόντων δεν είναι κάποιες εξωτικές ή τριτοκοσμικές χώρες, με πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Τουρκία και οι ΗΠΑ.
ΓΓ: Πώς οι εξαγωγικές πρακτικές που υιοθετούν οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα στερεότυπα της κρίσης αλληλεπιδρούν στην εικόνα των ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού;
ΧΣ: Ασφαλώς η διαρκής αρνητική δημοσιότητα γύρω από την Ελλάδα, τις πιθανότητες χρεοκοπίας ή εξόδου από το ευρώ, δυσχέραιναν και εξακολουθούν να δυσχεραίνουν τις προσπάθειες των Ελλήνων Εξαγωγέων, που πληρώνουν το έλλειμμα εμπιστοσύνης των ξένων αγοραστών ως προς το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και ειδικά των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι οι Έλληνες παραγωγοί να πληρώνουν προκαταβολές και με υψηλές εγγυήσεις για εισαγωγές πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας-τυποποίησης, την ώρα που οι ξένοι αγοραστές ελληνικών προϊόντων αποπληρώνουν δύο, τρεις ακόμη και τέσσερεις μήνες μετά την παραλαβή τους.
Σε ότι αφορά τις εξαγωγικές πρακτικές, θα ήθελα να σας δώσω ένα παράδειγμα από το ελαιόλαδο, που εξηγεί «φαινόμενα» και συμπεριφορές που ήδη περιγράψατε. Πρόσφατη έρευνα ελληνικής εταιρείας κατέγραψε επί δύο χρόνια (από τις 12 Μαΐου 2011 έως την 1η Ιουνίου 2013) όλες τις ετικέτες ελληνικού ελαιολάδου μεγάλων, μικρομεσαίων έως και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες στοχεύουν κατά κύριο λόγο στις αγορές του εξωτερικού. Συνολικά, η μελέτη κατέγραψε 2.643 ετικέτες! Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 63,4% των ετικετών, δεν επανεμφανίστηκαν στην αγορά μετά από δύο χρόνια. Επιπλέον, παρατηρείται ένας πολύ μεγάλος αριθμός ετικετών ελαιολάδου με στόχευση στις αγορές του εξωτερικού, των οποίων ο μέσος όρος ζωής είναι 14 μήνες, μηδαμινός δηλαδή σε σχέση με εκείνον των υπόλοιπων ανταγωνιστριών χωρών (Ισπανία, Ιταλία). Παράλληλα, ο μέσος όρος κόπωσης στην αγορά διαμορφώνεται σε μόλις 9 μήνες. Οι συντάκτες της έρευνας διαπίστωσαν ότι «το πρόβλημα οφείλεται κατά κύριο λόγο στον κατακερματισμό των ετικετών, στην επαναλαμβανόμενη ομοιότητα, στην απουσία προσέγγισης storytelling μεταξύ των ετικετών και στην ανεπαρκή στρατηγική στόχευσης και διείσδυσης στις αγορές-στόχους.
Επιπλέον, πολλές φορές η ενασχόληση με την αγορά του ελαιολάδου είναι επιφανειακή, χωρίς την απαραίτητη γνώση και τον επαγγελματισμό και φθάνει στα όρια της προχειρότητας. Εξάλλου, οι νέες ετικέτες έχουν να ανταγωνιστούν ισχυρά brand name ανταγωνιστριών χωρών και την ίδια στιγμή να τα βγάλουν πέρα με το υψηλό κόστος της συσκευασίας και των συναφών υπηρεσιών για τη δημιουργία και διάθεση του προϊόντος».
Αντίστοιχη έρευνα του ΠΣΕ για τις καταναλωτικές συμπεριφορές στις ΗΠΑ, σε ότι αφορά βασικά αγροτικά προϊόντα της χώρας όπως η φέτα, το γιαούρτι, το κρασί και το ελαιόλαδο, έδειξε πολύ μικρή αναγνωρισιμότητα των επώνυμων ελληνικών προϊόντων, παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές εξήραν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους (με εξαίρεση το ελληνικό κρασί, το οποίο το συνάντησαν στην πλειοψηφία τους ως χύμα σε ελληνικές ταβέρνες, ομογενών).
Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται να εμπλακούν σε εξαγωγικές δραστηριότητες, είναι ότι οι εξαγωγές είναι ένας μαραθώνιος σε ρυθμούς σπριντ. Απαιτούν γνώσεις, καλή πληροφόρηση, προετοιμασία και ισχυρό δίκτυο συνεργατών. Δεν μπορούν όλοι να είναι εξαγωγείς και δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν συγκυριακά τα ζητήματα της εξωστρέφειας. Η χώρα μας έχει πληγεί ήδη από αλεξιπτωτιστές του κλάδου, που διέγνωσαν ευκαιρίες πωλήσεων στο εξωτερικό, αλλά τελικά κατάφεραν μόνο να πληγώσουν το κύρος, το γόητρο και το συγκριτικό πλεονέκτημα της ποιότητας των ελληνικών αγροτοδιατροφικών προϊόντων.
Το εξάγρω είναι μία πρωτοβουλία της fooditerranean. Πρόκειται για μια σειρά από συζητήσεις με ανρθώπους του αγροδιατροφικού κλάδου, του marketing και τον εξαγωγών. Σκοπός του είναι να προβάλλει απόψεις, προβλήματα και προτάσεις ώστε να συμβάλλει στην αλλάγή νοοτροπίας και πρακτικών εξαγωγών του κλάδου.
Σχόλια