Στη λαβωμένη Ελλάδα του μνημονίου, την Ελλάδα στην οποία επιτέλους πρέπει να γίνει μια σοβαρή συζήτηση από ειδικούς για το τι κάναμε λάθος όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχουν δύο τομείς που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να διεκδικήσουν τον τίτλο «βαριά βιομηχανία της χώρας».
Μιλάμε για την γεωργία και τον τουρισμό. Η πολύπαθη ελληνική γεωργία των τελευταίων δεκαετιών θα μπορούσε, άνετα, να αποδώσει το μέτρο της διάβρωσης και διαφθοράς του ελληνικού κράτους, καθώς στο σύνολο της σχεδόν, χαρακτηρίστηκε από αρνητικά φαινόμενα όπως πολιτικές διαμάχες στους συνεταιρισμούς, πακτωλός χρημάτων σε μορφή επιδότησης για ανύπαρκτες παραγωγές, εξαφάνιση της ανταγωνιστικότητας κλπ. Υπάρχει όμως η διαφορετική πρόταση; Υπάρχει κάποιο μοντέλο ή μοντέλα ανάπτυξης που θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η χώρα μας λόγω της γεωγραφικής της θέσης και να δώσουν την επιθυμητή ώθηση στον αγροτικό τομέα;
Η ζήτηση των διαφόρων προϊόντων αποτελεί σίγουρα ένα σημαντικό κριτήριο επιλογής της καλλιεργητικής κατεύθυνσης, αλλά η έννοια καθεαυτή της ζήτησης θα πρέπει να αξιολογηθεί σωστά. Μπορεί να είναι είτε συνεχής είτε εποχιακή, αλλά και πάλι με μία λαθεμένη έρευνα αγοράς η διάθεση του παραγόμενου προϊόντος μπορεί να καταστήσει την πιθανή επένδυση ως μη βιώσιμη. Το μοντέλο των συνδεδεμένων ενισχύσεων-επιδοτήσεων πνέει τα λοίσθια, οπότε το όλο στήσιμο μιας νέας γεωργικής εκμετάλλευσης θα πρέπει να βασιστεί στο τρίπτυχο καλλιέργεια-παραγωγή-διάθεση. Εννοείται πως ο όλος προγραμματισμός θα γίνει με γνώμονα τη διαθέσιμη στρεμματική έκταση, αναλογιζόμενοι την διαφορά στην ένταση εργασίας για κάθε καλλιεργούμενο είδος, μέγεθος που μετριέται με τον όρο «Μονάδες Ανθρώπινης Εργασίας».
Επενδύοντας στον αγροτικό τομέα, ο νέος οφείλει να σκεφτεί: Τι εννοούμε ως είδη πρώτης ανάγκης; Τι θα μπορούσα να καλλιεργήσω ώστε να το προωθήσω και να απορροφηθεί άμεσα σε κάποια αγορά; Υπάρχουν άπειρα είδη καλλιεργειών εκεί έξω, αλλά όταν μιλάμε για νεόκοπο αγρότη, τότε οφείλουμε πρωτίστως να θέσουμε την παράμετρο της βιωσιμότητας και του άμεσου κέρδους. Καλλιέργειες όπως τα διάφορα κηπευτικά υπαίθρου, έχουν σαφώς πιο επίπονες διαδικασίες παραγωγής από κάποιες παραδοσιακές μεγάλες καλλιέργειες, όπως το σιτάρι π.χ., αλλά αποζημιώνουν σε ελάχιστο χρόνο τον παραγωγό καθώς η διάθεση του είναι άμεση σε κάποια αλυσίδα super market ή σε λαϊκή αγορά, δεδομένου ότι πρόκειται για είδος πρώτης ανάγκης. Κάτι ανάλογο γίνεται και με τις δενδρώδεις καλλιέργειες, με τη διαφορά ότι πρόκειται για πολυετείς φυτείες, οπότε εμπεριέχουν το στοιχείο της αναμονής μέχρι να γίνει η συγκομιδή των προϊόντων.
Η απόφαση για ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα απαιτεί ιδιαίτερη προσήλωση και έτσι τα πρώτα χρόνια θα πρέπει να θεωρηθούν ως επένδυση σε γνώσεις και εμπειρίες, ώστε με την πάροδο του χρόνου να επέλθει και το ποθητό οικονομικό αποτέλεσμα. Η συνεχιζόμενη κατάρτιση ενός αγρότη τον βοηθάει να φτάσει στο σημείο να μπορεί να ανταποκριθεί σε πιο απαιτητικές καλλιέργειες, εξειδικευμένου ύφους και εξειδικευμένου αγοραστικού κοινού. Τα περισσότερα από αυτά τα είδη καλλιεργειών, που φυσικά απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως είδη πρώτης ανάγκης, διατίθενται προς πώληση μέσα από τις διαδικασίες της Συμβολαιακής Γεωργίας, οι οποίες είναι εξόχως αυστηρές και απευθύνονται σαφώς σε πιο έμπειρους παραγωγούς. Στη Συμβολαιακή Γεωργία είναι προκαθορισμένα το είδος, ο όγκος και η χρονική διάρκεια των εμπορικών συναλλαγών.
Η κατάσταση δεν διαφέρει ιδιαίτερα στο τομέα της κτηνοτροφίας, όπου κι εδώ υπάρχουν περιθώρια και προοπτική για σημαντική κερδοφορία, αλλά η ελληνική νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού και της κουτσουρεμένης επιχειρηματικότητας, κάνει για ακόμα μια φορά την εμφάνιση της. Συχνά-πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους διάφορες μόδες, όπως το γαϊδουρινό γάλα (;), πάντα συμπληρωμένο από την απορία για ύπαρξη συνδεδεμένης επιδότησης. Εναλλακτικά, έχουμε το φαινόμενο αυτών οι οποίοι θα ήθελαν να ασχοληθούν με την αγελαδοτροφία αλλά θεωρούν το θέμα της διάθεσης του γάλακτος δευτερεύον. Η ίδρυση και λειτουργία μιας κτηνοτροφικής εγκατάστασης είναι ένα πολυεπίπεδο ζήτημα και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την αντίστοιχη σοβαρότητα από τον υποψήφιο κτηνοτρόφο, πάντα σε συνδυασμό με τις συμβουλές των ειδικών. Θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός, ότι οι μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων έχουν πλέον αυξημένες απαιτήσεις για τα προϊόντα που χρησιμοποιούν ως πρώτες ύλες, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, τουτέστιν είναι μονόδρομος για τον Έλληνα κτηνοτρόφο η προσήλωση στο στόχο της επαρκούς διάθεσης και των ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών.
Τέλος σημαντική επαγγελματική και επιχειρηματική διέξοδο αποτελεί ο αγροτουρισμός, ο οποίος έχει ως σημείο αναφοράς τη δημιουργία προτύπων αγροκτημάτων-ξενώνων και την άμεση επαφή του επισκέπτη με την αγροτική ζωή και καθημερινότητα. Με τη βοήθεια των προκηρυσσόμενων αναπτυξιακών προγραμμάτων, πολύς κόσμος έχει δημιουργήσει εξαιρετικά καταλύματα, κυρίως σε ορεινές περιοχές όπως τα Ζαγοροχώρια συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του παραδοσιακού στοιχείου πολλών περιοχών. Ο αγροτουρισμός ηγείται των εναλλακτικών μορφών τουρισμού στη χώρα μας και μαζί με τον θεραπευτικό–ιαματικό τουρισμό, τον θρησκευτικό τουρισμό και τον οικολογικό τουρισμό αποτελούν εξαιρετικές λύσεις επαγγελματικής απασχόλησης για νέους ανθρώπους, δραστήριους, με όρεξη και όραμα.
Η πολυδιαφημισμένη επιστροφή στην ύπαιθρο, για τον Έλληνα πολίτη, είναι ένα ζήτημα εξέχουσας σημασίας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί από την πολιτεία. Η χώρα μας οφείλει να αποκολληθεί από το πεπαλαιωμένο μοντέλο ανάπτυξης στον αγροτικό τομέα και να δημιουργήσει τις συνθήκες αυτές που θα την τοποθετήσουν στην κορυφή των εξαγωγικών χωρών όσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα, με γνώμονα τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα τους. Η αγροτική επιχειρηματικότητα θα παίζει πάντα πρωτεύοντα ρόλο στις επιλογές των Ελλήνων και μακάρι να σταθεί αρωγός της ανάπτυξης και της υγιούς επιχειρηματικότητας που τόσο πολύ χρειάζεται η χώρα σήμερα.
Σχόλια