Την τελευταία τουλάχιστον πενταετία και με διαρκώς εντεινόμενο ρυθμό σε μια πλευρά των συζητήσεων περί στρατηγικών τουριστικής ανάπτυξης εμφανίζεται και η έννοια της αειφορίας. Το θέμα δεν αφορά την Επικοινωνία, από τη σκοπιά της οποίας προσεγγίζω διάφορα θέματα. Αφορά το management και το marketing του τουρισμού, που όμως δεν παύουν να αποτελούν μορφές επικοινωνίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας με τα περιβάλλοντα στα οποία κινείται και απευθύνεται. Συνήθως -σε παρόμοιες προσεγγίσεις- επιλέγω μια εισαγωγή τύπου σύντομης ιστορικής αναδρομής, η οποία και εδώ θεωρείται απαραίτητη.
Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά πως η Ελλάδα έγινε παγκόσμια γνωστός τουριστικός προορισμός χάρη στις ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες, τις ασυνήθιστες φυσικές ομορφιές και την πολιτιστική κληρονομιά. Όλα αυτά τα στοιχεία, ονομαζόμενα «φυσικοί και πολιτιστικοί πόροι», αποτελούν μέσα ικανοποίησης αναγκών ή επιθυμιών των τουριστών. Πρόκειται, δηλαδή, για τουριστικά αγαθά και πρέπει να αποτελούν σημείο αναφοράς για την τουριστική πολιτική της χώρας. Ο σύγχρονος, όμως, τουρισμός με την άναρχη ανάπτυξή του πίεσε ισχυρά σε βάθος χρόνου το φυσικό περιβάλλον και την τοπική κουλτούρα, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής των τουριστικών περιοχών να είναι πλέον ορατός. Η ανάγκη δημιουργίας εκτεταμένης τουριστικής υποδομής και η συνακόλουθη παρουσία δυσανάλογα μεγάλου σε σχέση με την τοπική υποδομή αριθμού τουριστών, λειτούργησαν ενισχυτικά στην περιβαλλοντική υποβάθμιση. Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκε ταχεία και ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση με αποτέλεσμα τη διάβρωση του τοπίου. Φυσική κατάληξη των παραπάνω ήταν η περιβαλλοντική και αισθητική ρύπανση και υποβάθμιση ενός από τους σημαντικότατους τουριστικούς πόρους, του περιβάλλοντος (φυσικού και τεχνητού).
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο τουρισμός πιέζει ασφυκτικά και εντεινόμενα το περιβάλλον, τη φύση και την τοπική κουλτούρα, είναι προφανές πως η παγκόσμια εξέλιξή του δε μπορεί να συνεχιστεί χωρίς σχεδιασμό και οργάνωση. Σήμερα καθίσταται πλέον επιβεβλημένο να συνειδητοποιήσουμε τα προβλήματα που δημιουργεί στο περιβάλλον η τουριστική ανάπτυξη και να αναλάβουμε μια σειρά από δυναμικές πρωτοβουλίες. Η σχέση μεταξύ τουρισμού και περιβάλλοντος θα πρέπει να καταλαμβάνει σημαντική θέση στις προτεραιότητες των σχεδίων δράσης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αλλά και οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην τουριστική βιομηχανία, οι ίδιοι οι τουρίστες, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ανάγκη σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις να βοηθούν και να καθοδηγούν το έργο της περιβαλλοντικής προστασίας μέσω της εκπαίδευσης, της πληροφόρησης και του κατάλληλου σχεδιασμού. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι, επίσης, για οποιαδήποτε τουριστική δραστηριότητα να λαμβάνεται υπόψη η κατανομή της τουριστικής κίνησης στον τόπο και το χρόνο για την αποφυγή φαινομένων συνωστισμού και αλλοίωσης του τοπίου. Αποτελεί, άλλωστε, κοινή διαπίστωση πως το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και η στενή τους σχέση αντανακλά τη σχέση της ανθρώπινης δραστηριότητας με την ιστορία και τη λαϊκή παράδοση, δηλαδή την ταυτότητα των λαών, όπως αυτή αδιάψευστα εκφράστηκε στους κόλπους του φυσικού περιβάλλοντος.
Η ασυμβατότητα, όμως, της σύγχρονης τουριστικής δραστηριότητας με το περιβάλλον έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο πεδίο αυτό, όπως η αλλοίωση της τοπικής αρχιτεκτονικής, η διατάραξη της περιβαλλοντικής και πολιτιστικής αρμονίας του χώρου ή η καταπάτηση και οικοδόμηση περιοχών με σπάνια φυσική ομορφιά. Το περιεχόμενο και οι κύριοι στόχοι της έννοιας "τουρισμός" περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- την απόλαυση της φύσης και την επαφή, γνωριμία και αλληλεπίδραση των λαών. Για να θεωρήσουμε, λοιπόν, πως μια τουριστική επιχείρηση ανταποκρίνεται στην απαιτούμενη ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αυτή οφείλει να συμβάλει και στην προστασία του περιβάλλοντος, είτε φυσικού είτε πολιτισμικού.
Η καθοριστική σχέση μεταξύ του τουρισμού ως πηγής πλούτου και της οικονομίας επιβάλλει τη λογική διαχείριση των τουριστικών πόρων, ώστε να χρησιμοποιούνται χωρίς όμως να εξαντλούνται. Στα πλαίσια της φιλοσοφίας αυτής αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τουριστικής δραστηριότητας και διαθέσιμων τουριστικών πόρων, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην οποιασδήποτε μορφής τουριστική ανάπτυξη. Με βάση όλα τα προηγούμενα, λοιπόν, προέκυψε τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για έναν «φιλικό» προς το περιβάλλον τουρισμό. Η ανάπτυξη αυτού του τουρισμού ονομάστηκε «Αειφόρος» και ορίζει το μοντέλο διαχείρισης των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, σύμφωνα με το οποίο η περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα πρέπει να εξασφαλίζει τη διαρκή αξιοποίηση των φυσικών πόρων, να μην προκαλεί δηλαδή ανεπανόρθωτη βλάβη στο περιβάλλον υπονομεύοντας το μέλλον των επερχόμενων γενεών, αλλά να επιτυγχάνει τη σταθερή περιβαλλοντική ποιότητα, την ισορροπία και -στην περίπτωσή μας- την παρατεινόμενη τουριστική ανάπτυξη. Σκοπός της είναι να αλλάξει την επιβαρυντική για το περιβάλλον λειτουργία του τουρισμού, ώστε να ελαχιστοποιηθούν ενδεχόμενες παρενέργειες της τουριστικής ανάπτυξης, όπως η αστικοποίηση, η μόλυνση και η διάβρωση του φυσικού χώρου.
Πρέπει να καταστήσουμε σαφές πως ο αειφόρος τουρισμός δεν είναι μορφή τουρισμού. Αντίθετα, μπορεί να χαρακτηρίζει οποιοδήποτε είδος τουρισμού. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που εγγυάται μια ορισμένη ποιότητα σε κάθε μορφή τουρισμού και τουριστικής δραστηριότητας. Για να μελετηθεί σωστά πρέπει αρχικά να παρουσιαστούν και να κατανοηθούν οι αρχές του:
- Δεν περιορίζεται σε ορισμένες μόνο μορφές τουρισμού, αλλά αφορά γενικότερα κάθε τουριστική ζήτηση· από τη φύση του (ως τουρισμός), άλλωστε, δέχεται τις αλλαγές που ενδεχόμενα μπορούν να προκαλέσουν οι τουριστικές δραστηριότητες, αρκεί να μη βλάπτουν τις οποιεσδήποτε σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και περιβάλλοντος.
- Κατά συνέπεια, βασική θέση του είναι και η αρχή της χωρητικότητας. Σύμφωνα με αυτή το τουριστικό φορτίο σε μια περιοχή είναι αειφόρο, όταν ελέγχεται κατά πόσο οι τουριστικές δραστηριότητες λειτουργούν σε συνάρτηση με τον αριθμό των υπαρχόντων έργων υποδομής, καθώς και κατά πόσο το φυσικό τοπίο και οι φυσικές πηγές μπορούν να αντέξουν τον ανάλογο όγκο τουρισμού χωρίς να προκληθούν προβλήματα μόλυνσης και αλλοίωσης του τοπίου.
- Δε δέχεται τη μεγιστοποίηση της τουριστικής δραστηριότητας με οποιοδήποτε κόστος στο περιβάλλον· αντίθετα μάλιστα, υποστηρίζει τη μετριοπάθεια, την ισορροπία και τη διαχρονική βιωσιμότητα κάθε τουριστικής δραστηριότητας. Η τουριστική ανάπτυξη σε κάθε περιοχή πρέπει να εναρμονίζεται με τα φυσικά στοιχεία της, τη θέση της, την ιδιαιτερότητά της, τον πολιτισμό της, και να μην έχει συσσωρευτικές με το χρόνο δυσμενείς συνέπειες.
- Δεν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις ή εκτεταμένη έρευνα, αλλά συμπληρώνει τις υπάρχουσες πρακτικές τουριστικής ανάπτυξης· τέλος, απορρίπτει τα βραχυχρόνια οφέλη για τους λίγους έναντι των μακροχρόνιων για τους πολλούς και υποστηρίζει τη θέση «οι σημερινές ανάγκες πρέπει να αντιμετωπίζονται χωρίς να μειώνουν την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ανάγκες».
Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται από τουριστικούς φορείς, οργανώσεις, κυβερνήσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα μια μεταστροφή του τουρισμού από τη «σκληρή», παραδοσιακή του μορφή, σε περισσότερο ήπιες μορφές. Αυτές οι ήπιες μορφές τουρισμού δεν αποτελούν απλά επινόηση κάποιων ούτε στείρα προσπάθεια για τον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος. Ουσιαστικά πρόκειται για την απάντηση στην κρίση του υπαρκτού τουρισμού. Τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την κρίση γίνονται αντιληπτά από την ευρύτερη κοινωνία, έστω με ατελείς ή αποσπασματικές μορφές. Σήμερα, ο κατεστημένος τουρισμός αποστασιοποιείται από τις τοπικές κοινωνίες, απομακρύνεται πλέον από γνωστικές διαδικασίες και περιορίζεται σε επιπόλαιες προσλήψεις θεάματος και πληροφοριών. Η τουριστική βιομηχανία μεγιστοποιώντας τις προσλήψεις θεάματος οδηγεί στην αποδυνάμωση των συγκινησιακών και βιωματικών δεσμών του τουρίστα με το χώρο. Αντίθετα, οι ήπιες μορφές τουρισμού εισάγουν τη μορφωτική εμπειρία στη θέση της ως τώρα επιδερμικής επαφής με το «ξένο» στοιχείο και εξατομικεύουν τις ταξιδιωτικές προτάσεις. Μια πληθώρα νέων τουριστικών επιλογών, όπως πχ. ο αγροτικός, συνεδριακός, θρησκευτικός, ιαματικός και χειμερινός τουρισμός, επιχειρούν την επαναπροσέγγιση και ζεύξη της τουριστικής εμπειρίας με άλλες, παραγωγικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες.
Στόχος των νέων αυτών μορφών τουρισμού είναι η εξοικείωση του τουρίστα με τις τοπικές αρετές, τα τοπία, τις τροφές, τα τραγούδια, το χορό, τη ζωγραφική, την οδοιπορία, τη δημιουργία, εντάσσοντάς τα στο περιβάλλον των διακοπών. Η πρόταση για βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη πρέπει να λαμβάνει υπόψη την «ωρίμανση» του σημερινού τουρίστα μέσα από την ταξιδιωτική πρακτική της μεταπολεμικής περιόδου. Πρέπει να βασίζεται επίσης στην ολοκληρωμένη ανάλυση ωφελειών και επιβαρύνσεων και -κατά συνέπεια- να μην περιορίζεται από στενά εισπρακτικούς και βραχυχρόνιους υπολογισμούς. Η διάχυση/εξάπλωση των τουριστικών υποδομών στον ευρύτερο χώρο καθώς επίσης και η χωροχρονική αποκέντρωση του τουρισμού μπορούν να μετατρέψουν τις ως τώρα συμβατικές απολαύσεις του τουρίστα σε νέες εμπειρίες εκπλήξεων και ανακαλύψεων.
Σε πολλά κράτη με σημαντική τουριστική δραστηριότητα, κυρίως αυτά που ακολουθούν το πρότυπο του οργανωμένου μαζικού τουρισμού, ή σε περιοχές με πρωτογενή ανάπτυξη, άρχισε τα τελευταία χρόνια να επαναπροσδιορίζεται η τουριστική πολιτική, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν σοβαρά προβλήματα των τουριστικών τους οικονομιών. Η ανάπτυξη νέων, εναλλακτικών μορφών τουρισμού προτάθηκε ως διέξοδος και, ίσως, ως προάγγελος μιας αναπτυξιακής πορείας με ανοδικές τάσεις. Η αειφορική τουριστική ανάπτυξη επηρεάζεται κυρίως από το γενικότερο σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης, που αναπόφευκτα πρέπει να έχει ως στόχο την οικονομικοκοινωνική ισορροπία και την προστασία του περιβάλλοντος. Επιβεβλημένη, επίσης, είναι η ενίσχυση όλων των παραγόντων που συμβάλλουν στην ανατροφοδότηση της ανάπτυξης, όπως η έρευνα, η εκπαίδευση, το μάρκετινγκ, η ιδιωτική πρωτοβουλία κτλ. Το ειδικό θεσμικό πλαίσιο αποτελεί προϋπόθεση και προοπτική της αειφορικής ανάπτυξης· με βάση το πλαίσιο αυτό θα προωθούνται και θα κατευθύνονται οι διαδικασίες του τοπικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, ο οποίος θα έχει ως βασικό άξονα ανάπτυξης τη χρήση των ειδικών εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Η εφαρμογή προγραμμάτων αειφορίας στον τουρισμό χαρακτηρίζεται από διαφορετικό βαθμό επιτυχίας σε συνάρτηση με την περιοχή και αυτό σχετίζεται άμεσα με τις σημαντικές ελλείψεις στο σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της τουριστικής ανάπτυξης, καθώς και με την πρακτική εφαρμογή του σχεδιασμού.
Το πρότυπο αυτό παρουσιάζει επεκτατικές τάσεις στο διεθνή χώρο, λόγω του ότι υιοθετείται από όλο και περισσότερους τουριστικούς προορισμούς, ενώ ταυτόχρονα προωθείται από διεθνείς και εθνικούς φορείς που σχετίζονται με την τουριστική πολιτική και ανάπτυξη. Στις εναλλακτικές μορφές οι τουρίστες συχνά επιλέγουν έναν τρόπο οργάνωσης και διεξαγωγής του ταξιδιού, στον οποίο κυριαρχεί η αυτονομία στις επιλογές και η περιήγηση με μικρή ή ελάχιστη χρήση υπηρεσιών οργανωμένου τουρισμού. Φυσικό είναι στις περιπτώσεις αυτές να καταγράφεται και η ανάπτυξη μιας ειδικής υποδομής που εξυπηρετεί τους συγκεκριμένους τουρίστες. Στόχος είναι η δημιουργία και εξέλιξη εξειδικευμένων υπηρεσιών για συγκεκριμένο τύπο τουριστικής ζήτησης, καθώς και η συγκρότηση προτύπου ανάπτυξης, που είτε θα βελτιώσει την υπάρχουσα παραγωγική δομή είτε θα δημιουργήσει μια νέα, η οποία θα στηρίζεται στην ανάδειξη και ενίσχυση των υποδομών και υπηρεσιών των ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Η ανατροφοδότηση της τουριστικής ανάπτυξης αποτελεί βασική επίτευξη και σκοπό του προτύπου της αειφορικής ανάπτυξης μέσα από τη δημιουργία υποδομών προσφοράς που θα αναβαθμίζουν όχι μόνο το τουριστικό προϊόν, αλλά και τη ζωή της κοινωνίας στο παρόν και το μέλλον.
Σχόλια