Ο Γιάννης Σεργάκης μεγάλωσε ανάμεσα σε τεχνίτες, έμαθε να διαλέγει διαμάντια και πέτρες αλλά και να σχεδιάζει κοσμήματα. Δημιούργησε brand με ταχύρρυθμη ανάπτυξη και απήχηση στο εξωτερικό ενώ οραματίζεται την απαγκίστρωση του κοσμήματος από τους γρήγορους ρυθμούς της μόδας και τα κοσμηματοπωλεία του μέλλοντος.
Από τα δεκαπέντε του χρόνια και έπειτα δεν θυμάται τον εαυτό του να περνά τα καλοκαίρια όπως τα άλλα παιδιά. Στην Αθήνα, κοντά στο Σύνταγμα και δίπλα στον θείο του ξεκίνησε να ασχολείται με τη χονδρική διαμαντένιων κοσμημάτων, αρχικά, αναλαμβάνοντας εξωτερικές δουλειές. Καθημερινά ερχόταν σε επαφή με τα εργαστήρια και τον τρόπο λειτουργίας τους και φυσικά με τους τεχνίτες, τους «καρφωτές» και τους προμηθευτές. Μετά το σχολείο και παράλληλα με τις σπουδές του συνέχισε και εξέλιξε τον τρόπο και το εύρος των εργασιών που αναλάμβανε, διαλέγοντας διαμάντια, πέτρες αλλά και σχεδιάζοντας κοσμήματα.
Οι σπουδές του στην Αμερική και το Gemological Institute of America, το οποίο είχε δημιουργήσει ο Harry Winston με μια ομάδα Αμερικάνων γύρω στο 1960 ώστε να μπορούν να δημιουργούν πιστοποιήσεις για τις πέτρες, έκαναν τις γνώσεις του να ωριμάσουν σε όλα τα πεδία που τον ενδιέφεραν όπως η Γεμολογία αλλά και το σχέδιο κοσμήματος που ανέκαθεν του ασκούσε έλξη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα αποφασίζει να δημιουργήσει σιγά-σιγά την δική του επιχείρηση, βασισμένη σε δικά του πρωτότυπα σχέδια. Ταξιδεύει στο Βέλγιο για να διαλέξει διαμάντια, στην Μπανγκόκ, στην Βασιλεία και στο Χονκ Κονγκ για εμπορικές εκθέσεις και ωστόσο, κάνει κάτι οξύμωρο: Εξακολουθεί να μην υπογράφει τα κοσμήματα του, παραμένοντας κάτω από την ομπρέλα της χονδρικής.
Τα κοσμήματα του Γιάννη Σεργάκη όμως παρουσιάζουν μια συνεχή πορεία επιτυχίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και έτσι τo 2013 αποφασίζει να δημιουργήσει πια το δικό του brand ανοίγοντας ένα νέο παράθυρο, ξεφεύγοντας από τη νόρμα εργασιών στην οποία είχε συνηθίσει και δημιουργώντας εν τέλει μια συλλογή εντελώς απαγκιστρωμένη από τα προηγούμενα σχέδιά του. Όπως επισημαίνει, δεν στοχεύει στο να έχουν τα σχέδια του άμεση συνάφεια με το ελληνικό στοιχείο ούτε τον κατατρύχει η μανία του ελληνικού brand. Ο δρόμος παράλληλα όμως είναι εκ των πραγμάτων μονόδρομος: «Δεν μεγάλωσα στην Σιένα αλλά στο Σύνταγμα. Η πρώτη συλλογή έχει εμπνευστεί από ελληνικό στοιχείο καρφώματος, από έναν τρόπο δεσίματος πέτρας, το οποίο προϋπήρχε από εκατοντάδες χρόνια πριν και αναδιαμορφώθηκε σε μια περισσότερο σύγχρονη και περισσότερο αποδομημένη μορφή. Τα σχέδια είναι μοντέρνα αλλά θυμίζουν ταυτόχρονα και κάτι πιο διαχρονικό».
Επιπλέον, δεν πιστεύει στην έμπνευση αλλά στην δουλειά και σε ένα είδος «επίπονης» σκέψης. «Η σκέψη είναι αποτέλεσμα πολλών επιμέρους παραγόντων και διαδικασιών όπως το διάβασμα και η παρατήρηση. Τα κοσμήματα που δημιουργούνται σήμερα διεθνώς δεν έχουν καμία σχέση με τα κοσμήματα που δημιουργήθηκαν προ δεκαετίας όταν όλος ο δυτικός πολιτισμός ζούσε χρυσές εποχές. Η δημιουργία έχει άμεση σχέση με την πολιτική. Ακόμα, το κόσμημα σε περίοδο κρίσης, πέρα από την καλλιτεχνική αποδεικνύει και την επενδυτική του αξία».
Η ανάπτυξη του brand στο εξωτερικό υπήρξε ιδιαίτερα δυναμική και ταχύρρυθμη. Σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, ξεκινώντας από το Παρίσι (Le Bon Marche) και με την βοήθεια ενός πρακτορείου, τα κοσμήματα ταξίδεψαν σε καταστήματα σε δεκάδες γωνιές του κόσμου όπως σε Νέα Υόρκη, Ντάλας, Σαν Τροπέ, Καλιφόρνια, Τορόντο, Γενεύη, Χονκ Κονγκ, Τόκυο, Ντουμπάι, Λονδίνο, Βηρυτό, Λισαβόνα, Κουβέιτ, Μελβούρνη αλλά και σε πολλά ελληνικά νησιά όπως Σαντορίνη, Μύκονο, Ύδρα και Αντίπαρο. Ο ίδιος θεωρεί ότι το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στην εμπειρία του στην κατασκευή κοσμήματος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συχνά παλαιότερα έφτανε ως και το σημείο να σπάσει κοσμήματα με σφυράκια γιατί δεν ήταν τεχνικά άρτια. Επίσης, η συναισθηματική του σχέση με τους Έλληνες τεχνίτες, πολλούς από τους οποίους γνωρίζει από παιδιά, θεωρεί ότι είναι παράγοντας με εξέχουσα σημασία αφού οι τεχνίτες είναι εκείνοι που μπορούν να υλοποιήσουν τη σκέψη του, έχουν αντιληφθεί την αισθητική του, ακόμα και τις εμμονές του, αναφορικά με το κόσμημα.
Ο ίδιος ωστόσο επισημαίνει ότι δεν επεδίωξε την ταχύτητα αυτή. Για ένα σχέδιο μπορεί να χρειαστούν έως και έξι μήνες προετοιμασίας. Το κόσμημα πιστεύει ότι δεν οφείλει να εισέρχεται στη λογική της μόδας και τους γρήγορους ρυθμούς της. Πρέπει να είναι μελετημένο και διαχρονικό. Για τον λόγο αυτό ο Γιάννης Σεργάκης δεν δημιουργεί εντελώς αυτόνομα σχέδια κάθε φορά αλλά εμπλουτίζει με νέα την ήδη υπάρχουσα συλλογή, διατηρώντας στη διαδικασία αυτή κάποιες συγκεκριμένες παραμέτρους. «Το κόσμημα αν και θεωρείται κομμάτι της μόδαs, νομίζω πως κάποια στιγμή θα ανεξαρτητοποιηθεί. Βλέπουμε για παράδειγμα στην Colette του Παρισιού να συνυπάρχουν τα κοσμήματα με τα ρούχα αλλά και τα αρώματα. Εγώ πέρα από τα κοσμηματοπωλεία που αφορούν αποκλειστικά έναν δημιουργό όπως το δικό μου, του Νίκου Κούλη, Λαλαούνη και Φανουράκη, πιστεύω ότι θα αναδειχθεί σύντομα ένα νέο είδος κοσμηματοπωλείου όπου θα αντιπροσωπεύονται ταυτόχρονα διάφορα brands κοσμημάτων».
Σύντομα αναμένεται να λάβει μέρος στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού και σε εκθέσεις διεθνούς βεληνεκούς όπως της Βασιλείας και του Las Vegas διευρύνοντας έτσι περαιτέρω την απήχηση την οποία ήδη δείχνει να έχει στο διεθνές κοινό.
Σχόλια