Ο πολιτισμός ως συμβολικό κεφάλαιο και κινητήριος δύναμη στη διαδικασία αστικού εξευγενισμού, επιχειρηματικής και οικονομικής ανάπτυξης σε υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας ιδωμένος μέσα από την ιστορία μιας από της γνωστότερες γκαλερί της πόλης, την γκαλερί της Ρεβέκκας Καμχή.
Όταν η Ρεβέκκα Καμχή σπούδαζε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, γνώρισε τον διάσημο γλύπτη Taki, ο οποίος πέρα από τις πολλές ατομικές εκθέσεις που έχει κάνει σε γαλλικά μουσεία, μεταξύ άλλων και στο Centre Pompidou, έχει τιμηθεί επανειλημμένως από το γαλλικό κράτος. Η τέχνη μπήκε στο κεντρικό σημείο των ενδιαφερόντων της. Ως φοιτήτρια αγόρασε το πρώτο της έργο τέχνης του Jean-Michel Basquiat αφού παρακάλεσε γονατιστή από το τηλέφωνο τους γονείς της να της στείλουν κάποια χρήματα. Σήμερα στοιχίζει εκατομμύρια. Ταξίδεψε πολύ προκειμένου να επισκεφθεί αμέτρητες εκθέσεις σε διάφορους χώρους από μουσεία και γκαλερί έως εκκλησίες και σχολεία. Εκείνη την εποχή άλλωστε, την εποχή του Μιτεράν, η Γαλλία παρουσίαζε μια έντονη διάθεση αποκέντρωσης και είχαν δημιουργηθεί διάφορα κέντρα σύγχρονης τέχνης σε όλη την επικράτεια της. Ωστόσο, η Ρεβέκκα Καμχή ταξίδεψε για τον ίδιο λόγο και σε πολλές άλλες χώρες και πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής ενώ εργάστηκε για ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Prato της Ιταλίας και ένα κέντρο σύγχρονης τέχνης στη Grenoble της Γαλλίας.
Όταν το 1994 αποφάσισε να επιστέψει στην Ελλάδα και να ανοίξει τη δική της γκαλερί, ήταν μια χρυσή εποχή για τον διεθνή κόσμο της τέχνης. Μέσα σε μια αίθουσα δημοπρασιών πουλήθηκε για πρώτη φορά 17.5 εκ. δολάρια ένα έργο ενός ζωντανού καλλιτέχνη, του Jasper Johns. Σύντομα ωστόσο, διαπίστωσε πως το έδαφος εδώ δεν ήταν ιδιαίτερα πρόσφορο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «Νόμιζα πως ήμουν πρωταγωνίστρια στην ταινία το Εξπρές του Μεσονυχτίου. Ήρθα τότε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το δημόσιο του οποίου οι διαδικασίες ήταν πέραν κάθε λογικής. Και εξακολουθούν να είναι. Οι δικοί μου άνθρωποι και ο περίγυρος μου αρχικά δεν με ενθάρρυναν καθόλου στο να επιχειρήσω».
Ωστόσο, νοίκιασε τον τελευταίο όροφο ενός κτηρίου επί της οδού Σοφοκλέους με θέα τον Παρθενώνα και διαμόρφωσε τα δεκατέσσερα δωμάτιά του σε αίθουσες εκθεσιακών χώρων, γραφεία, δωμάτια φιλοξενίας καλλιτεχνών κα. Στα εγκαίνια έδωσαν το παρόν όχι μόνο φίλοι της τέχνης αλλά και άνθρωποι από τον χώρο της μόδας, στυλίστες, μοντέλα, φωτογράφοι επιμελητές μόδας, ιδιοκτήτες περιοδικών, που στην ουσία ήταν μια ομάδα ανθρώπων που ως τότε δεν είχαν στις προτεραιότητες τους το να επισκεφθούν μια γκαλερί. Οι συνθήκες αυτές συνεχίστηκαν και αναπτύχθηκαν, διευρύνοντας έτσι το κοινό που επισκέπτεται χώρους τέχνης στην Ελλάδα. Μέσα από την γκαλερί της αναδείχθηκαν πολλοί νέοι καλλιτέχνες όπως η Ντιάννα Μαγκανιά που σήμερα είναι καταξιωμένη και έργα της ανήκουν σε μεγάλες συλλογές, όπως του Δάκη Ιωάννου και του Δ. Δασκαλόπουλου. Στην ερώτηση αν υπάρχει κάποια νόρμα στο πως διαμορφώνονται οι τιμές για τους νέους καλλιτέχνες απαντά ότι είναι αποτέλεσμα ανάμειξης τριών παραγόντων: Της ηλικίας του καλλιτέχνη, του αριθμού και της βαρύτητας των προηγούμενων εκθέσεων του και του φυσικού μεγέθους του έργου.
Μετά από δέκα χρόνια ενώ η γκαλερί ως επιχείρηση είχε πια συνδεθεί με την διεύθυνσή της στο κέντρο της Αθήνας και είχε μπει σε μια τροχιά λειτουργίας, αναγκάστηκε να φύγει από το συγκεκριμένο κτήριο. Τότε η Ρ. Καμχή επισκέφθηκε πολλούς χώρους στο κέντρο της Αθήνας και κατέληξε σε μια μονοκατοικία στην περιοχή του Μεταξουργείου, ανοίγοντας την πρώτη γκαλερί της περιοχής. Σε αρχικό στάδιο δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος και τη συχνότητα καταστάσεων παρανομίας που επικρατούν. Ιστορικά το Μεταξουργείο οφείλει το όνομά του σε ένα εργοστάσιο μεταξουργίας που λειτούργησε στα μέσα του 1800 ενώ η περιοχή συσπείρωνε για χρόνια διάφορες βιοτεχνίες και εργαστήρια μετάλλου, ξύλου, οικοδομικών υλικών και αμαξοποιείαs που με τα χρόνια έδωσαν τη θέση τους στα συνεργεία αυτοκινήτων. Οικιστικά φιλοξενούσε το εργατικό δυναμικό αλλά και κάποιες αστικές οικογένειες όπως μαρτυρούν τα νεοκλασικά που βρίσκονται διάσπαρτα στην περιοχή. Από το 1980 εγκαθίστανται στην περιοχή πολλοί οίκοι ανοχής προσδίδοντας της ένα κακόφημο όνομα. Οι τιμές των ακινήτων κατρακυλούν αδυσώπητα. Η περιοχή βιώνει σταδιακά μεταναστευτικές ροές Μουσουλμάνων της Θράκης, Βαλκανίων και Κινέζων που ανοίγουν τα δικά τους καταστήματα.
Η διαδικασία εξευγενισμού του Μεταξουργείου ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 90' και έχει έντονη πολιτιστική χροιά. Τα φθηνά ενοίκια, η εγγύτητα με το κέντρο της Αθήνας και το μεγάλο κτιριακό απόθεμα οδηγούν στην τοπική συσπείρωση νέων θεατρικών και δημιουργικών επιχειρήσεων, επιχειρήσεων αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, καλλιτεχνικών στούντιο, εργαστηρίων χορού, ζωγραφικής και συνεχίζεται με το άνοιγμα «εναλλακτικών» καφενείων, εστιατορίων, πολυχώρων και φυσικά εκθεσιακών χώρων και γκαλερί. Η Ρ. Καμχή περιγράφει «Μαζί με εμένα υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που επένδυσαν στην περιοχή. Μια ανεκμετάλλευτη περιοχή άλλωστε αφήνει χώρο για δημιουργία σε σχέση με μια περιοχή με ήδη διαμορφωμένη ταυτότητα που δεν μπορεί να μετατραπεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Από την αρχή οραματιζόμουν την περιοχή με μικρές κατοικίες και εμπορική δραστηριότητα που θα βασίζεται σε μικρές επιχειρήσεις όπως βιβλιοπωλεία, ανθοπωλεία και μπακάλικα με βιολογικά προϊόντα. Είχα στο μυαλό μου κάτι σαν το Marais του Παρισιού ή το Chelsea της Νέας Υόρκης, όχι όμως μια απλή αντιγραφή τους αλλά κάτι διαμορφωμένο με βάση ένα σύμπλεγμα αναφορών τους και το πάντρεμα τους μαζί με άλλα στοιχεία». Στην «ετεροτοπία» του Μεταξουργείου πράγματι πίστεψαν πολλοί και η κίνηση ενδιαφέροντος ήταν εμφανής. Το μετρό, η νέα πλατεία, οι πεζοδρομήσεις και η Δημοτική Πινακοθήκη βοήθησαν περαιτέρω και μερικές εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων και κατασκευαστικές ξεκίνησαν πολλαπλές αγορές ακινήτων, εκτινάσσοντας τη μέση τιμή πώλησης τετραγωνικού από 600 ευρώ στα 2000 ευρώ την περίοδο 1997-2008.* Παράλληλα μέσω του προγράμματος σύγχρονης τέχνης "ReMap" διοργανώθηκαν εκθέσεις εικαστικών έργων και εγκαταστάσεων σε διάφορα, κυρίως εγκαταλελειμμένα ακίνητα του Μεταξουργείου.
Η Ρεβέκκα Καμχή πιστεύει ακράδαντα πως αν οι συγκυρίες ήταν διαφορετικές, η κρίση δεν είχε ανακόψει αυτή την πορεία και τα σχέδια δεν είχαν μείνει μετέωρα, σήμερα η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική. Ευελπιστεί ακόμα πως τα πράγματα θα αλλάξουν στο μέλλον. Θεωρεί όμως ότι το νομικό και το φορολογικό πλαίσιο είναι απαράδεκτα. "Αντί οι νόμοι και οι δομές του κράτους να βρίσκονται στο πλευρό των ανθρώπων που επιχειρούν, τους θέτουν ανυπέρβλητες δυσκολίες και εμπόδια. Σε άλλες χώρες όπως η Αγγλία ή η Αμερική κάνουν τα πάντα για να σε βοηθήσουν να πλουτίσεις ώστε να επωφεληθεί με τη σειρά του και το κράτος. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο".
Για την ώρα, οι εκθέσεις που φιλοξενούνται στη γκαλερί καλύπτουν όλο το εύρος των εικαστικών τεχνών ενώ παράλληλα στο χώρο γίνονται διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων, λειτουργεί ένα μικρό κατάστημα με αντικείμενα που συλλέγει η ίδια από τα ταξίδια της αλλά και στο άμεσο μέλλον θα φιλοξενηθούν pop up stores και εργαστήρια μαγειρικής σε συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις και ομάδες. Λίγο πριν κατεβούμε την σκάλα για να αποχωρίσουμε, κοιτάμε το εν εξελίξει έργο του Αντωνάκη Χριστοδούλου και μιλάμε και για το ακτιβιστικό έργο φύτευσης εγκαταλελειμμένων οικοπέδων της περιοχής αλλά και για τον παιδικό σταθμό του Μεταξουργείου που η λειτουργία του ενισχύθηκε από τα έσοδα μιας έκθεσης που διοργάνωσε η γκαλερί. Η τρέχουσα έκθεση, με τίτλο «Κήποι σε εξέλιξη» αναπτύσσεται οργανικά, εξελίσσεται και αλλάζει διαρκώς όπως θα συνέβαινε με έναν πραγματικό κήπο στη διάρκεια των εποχών που εναλλάσσονται. Δίνοντας μας διαφημιστικές κάρτες από χώρους εστίασης της περιοχής, όπως συνηθίζει, μας αναφέρει το «μότο» της εμπνευσμένο από το τέλος του βιβλίου του Βολταίρου "Candide" «Να καλλιεργείς τον κήπο σου. Αυτό που μπορούν τα τεντωμένα χέρια σου να διορθώσουν είναι αρκετό».
*Αυδίκος Βασίλης, Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα, 2014, σ.137-161
Σχόλια