Εκδόσεις Ίκαρος: Τρεις γενιές, δύο Νόμπελ λογοτεχνίας, εβδομηντατρία χρόνια ζωής
Ο ιστορικός εκδοτικός οίκος Ίκαρος που εξέδωσε τα δύο ελληνικά Νόμπελ λογοτεχνίας, έκανε γνωστό τον Κ.Π. Καβάφη και συγκέντρωσε ολόκληρη τη γενιά 30', μετρά εβδομηντατρία χρόνια ζωής. Η Κατερίνα Καρύδη μας μιλά για την ιστορία και τους σταθμούς της πορείας του, την αγορά του βιβλίου και τις δυσκολίες του σήμερα.
Όπως μας περιγράφει η Κατερίνα Καρύδη, σημερινή ιδιοκτήτρια του εκδοτικού οίκου, το όραμα του πατέρα της, Νίκου Καρύδη αλλά και των άλλων δύο συνδριτών του «Ίκαρου», Μάριου Πλωρίτη και Αλέκου Πατσιφά δεν ήταν παρά η αγάπη για τα βιβλία, τη λογοτεχνία και την ποίηση. Το γεγονός ότι μέσα στην Κατοχή, τρεις άνθρωποι είχαν τέτοιες ανησυχίες ώστε να φτάσουν στο σημείο να ιδρύσουν έναν εκδοτικό οίκο προκειμένου να στεγάσει τα κείμενα που έγραφαν οι ίδιοι ή που αγαπούσαν πολύ και δεν είχαν ακόμη μεταφραστεί στα ελληνικά, είναι ικανό να σκιαγραφήσει το όραμα αυτό. Δεν υπήρχαν χρήματα, δεν υπήρχαν τα μέσα παρά μόνο η ζύμη και το μεράκι ενός ευρύτερου πνευματικού κύκλου. Το 1942 είχε ιδρυθεί το θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν ενώ ο Ίκαρος που ξεκίνησε πολύ ερασιτεχνικά ως το όραμα μιας παρέας το 1943, συσπείρωσε σιγά σιγά τους ανθρώπους που συναποτέλεσαν ό,τι ονομάστηκε αργότερα γενιά του 30'. Την εποχή εκείνη ο Ίκαρος υπήρξε ο πρώτος εκδοτικός οίκος που δημιούργησε αριθμημένες εκδόσεις σε ειδικό χαρτί, κάτι το οποίο ο Οδυσσέας Ελύτης είχε δει να συμβαίνει στο Παρίσι το 35' και το μετέφερε ως ιδέα.
Ονειρεμένη δεκαετία για την πνευματική ζωή και τον πολιτισμό στην Ελλάδα υπήρξε η δεκαετία του 60'. Στα πατάρια του Φλόκα και του Λουμίδη μαζεύονται ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, ο Χατζηδάκις, ο Κουν, ο Γκάτσος, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας. Το εκδοτικό τους στέκι ήταν ο Ίκαρος και το δικό του πατάρι. Η Κατερίνα και η αδερφή της Χρυσή Καρύδη θυμούνται από μικρές την οικογενειακή τους επιχείρηση ως μια δουλειά που δεν περιορίζεται σε ώρες γραφείου. Έμπαινε στο σπίτι τους είτε μέσω των συνεργατών που ήταν και φίλοι είτε μέσα από τα ίδια τα βιβλία που αποτελούσαν ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του σπιτιού. Το 63' σημαδεύτηκε από το Νόμπελ του Σεφέρη Ήταν ένα τεράστιο γεγονός, μια γιορτή για το σπίτι τους παρότι κυκλοφόρησε ως είδηση μόνο στις εφημερίδες αφού δεν υπήρχε η τηλεόραση ώστε να το κοινοποιήσει ευρύτερα. Η δημοσιότητα δεν είχε καμία σχέση με το τι θα γινόταν σήμερα ή με ό,τι συνέβη στην περίπτωση του Ελύτη το 79'. Μια ακόμη έκδοση-σταθμός δημιουργήθηκε το 64' όταν για πρώτη φορά ο Καβάφης εκδίδεται στα ελληνικά με φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη.
Οι δύο αδερφές αναλαμβάνουν αιφνιδίως την επιχείρηση το 1984 μετά τον ξαφνικό χαμό του πατέρα τους. Στηρίχτηκαν αρχικά στις καλές σχέσεις που εκείνος είχε δημιουργήσει με μια σειρά από συνεργάτες, ποιητές, λογοτέχνες, τυπογράφους, επιμελητές, διορθωτές, βιβλιοδέτες και χαρτέμπορους αλλά και στη βοήθεια που τους προσέφεραν άλλα πρόσωπα όπως ο Ελύτης, η Μαρώ Σεφέρη, η Λένα Εγγονοπούλου και η Άννα Συκελιανού. Τα πρώτα χρόνια κύλησαν με σεβασμό αλλά και αγωνία να μην κάνουν λάθος επιλογές: «Ξέρετε καμιά φορά είναι πιο εύκολο να στήσεις κάτι από την αρχή παρά να αναλάβεις μια κληρονομιά. Στην αρχή υπήρξαμε υπερβολικές. 'Ενα μικρό σκουπιδάκι από φιλμ που τυπώθηκε υπήρξε αρκετό για να πεταχτούν ολόκληρες εκδόσεις, 3.000 περίπου αντίτυπα. Δεν θέλαμε να ειπωθεί ότι χάλασε η ποιότητα του Ίκαρου επειδή δεν υπήρχε πια ο Καρύδης».
Οι δεκαετίες του 80' και του 90' υπήρξαν δεκαετίες που άλλαξαν πολύ την αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα. Οι εκδόσεις Ίκαρος όμως, προτίμησαν να διατηρήσουν την ταυτότητα και το προφίλ τους όπως προϋπήρχε χωρίς να δημιουργήσουν νέα υποκαταστήματα, να χρησιμοποιήσουν μεγάλα φορτηγά για τη διανομή και πολυτελή γραφεία ή να αλλάξουν το υπάρχον κατάστημα το οποίο παραμένει απαράλλαχτο από την ίδρυση του έως σήμερα. «Περνάει κόσμος από εδώ, μεγάλοι άνθρωποι που συγκινούνται αφού θυμούνται ότι ως παιδιά αντίκριζαν ακριβώς την ίδια εικόνα. Θυμούνται το πρώτο βιβλίο του Ελύτη που αγόρασαν στα δεκάξι τους. Η Αθήνα το έχει αυτό το πρόβλημα. Αλλάζει πολύ γρήγορα και βάρβαρα, χωρίς σεβασμό στις χρήσεις και την ιστορία των πραγμάτων».
Η τρίτη γενιά του Ίκαρου, η Μαριλένα Πανουργιά και ο Νίκος Αργύρης, εδώ και δεκά χρόνια συμβάλουν ουσιαστικά στην πορεία του Ίκαρου στα πλαίσια μιας αγοράς που έχει αλλάξει δραματικά. «Υπάρχουν βέβαια βιβλία που ανατυπώνονται και θα ανατυπώνονται εσαεί, βιβλία ιστορικα αλλά πλέον, χρειάζονται νέα βιβλία. Με μελετημένες και καθόλου επιπόλαιες κινήσεις τα παιδιά έκαναν έναν δυναμικό άνοιγμα στο παιδικό βιβλίο, στην ξένη πεζογραφία, στα βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή και στην παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Σήμερα η κυρία Καρύδη υπογραμμίζει ότι υπάρχει ένα μικρό αλλά φανατικό αναγνωστικό κοινό που δεν είναι περιστασιακό, κυνηγάει τη λογοτεχνία, γνωρίζει τι καινούριο βγαίνει, παρακολουθεί τις κριτικές, συμμετέχει σε δραστήριες λέσχες ανάγνωσης. Το κοινό αυτό μεγαλώνει, όπως μας λέει, όταν κάτι γίνει πολύ διάσημο όπως η περίπτωση του πρωτότυπου Logicomix που μπορούσε να το βρει κανείς όταν πρωτοκυκλοφόρησε από βιβλιοπωλεία της Νέας Υόρκης έως σε μαγαζάκια σε ελληνικές παραλίες που πουλούσαν μέχρι και βατραχοπέδιλα. Το ευρύτερο κοινό, όπως μας εξηγεί, διαβάζει πιο σπάνια, κυρίως το καλοκαίρι και νομίζει πως δεν προλαβαίνει να διαβάσει βιβλία τον υπόλοιπο χρόνο.
Μετά την τελευταία ευτυχή χρονιά το 2009, όπως χαρακτηριστηκά μας επισημαίνει, έχουν έρθει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στην αγορά του βιβλίου. Το 2011 και 2012 ήταν οι χρονιές που έγιναν απτές οι μεγάλες δυσκολίες στη διολισθαίνουσα πορεία της αγοράς. «Ακάλυπτες επιταγές, πτωχεύσεις, καταστήματα που ξαφνικά δεν άνοιξαν μια Δευτέρα πρωί. Χάθηκαν πολλά χρήματα εκείνες τις χρονιές, περιορίστηκαν οι δυνατότητες και έτσι μοιραία άλλαξε και η εικόνα της διανομής». Ο τζίρος μειώθηκε από το 2009 πάνω από 40%, το κόστος παραγωγής του βιβλίου ακριβαίνει συνεχώς σε αντίθεση με την τιμή του ως τελικό προϊόν ενώ οι εκδότες εξωθούνται στο να κυνηγούν τα best sellers, κάτι που σημαίνει την καταστροφή των μικρών βιβλιοπωλείων και εκδοτικών οίκων.
Αυτό που πονά περισσότερο την κυρία Καρύδη είναι ότι δεν μπορούν πια να εκδίδουν, με την άνεση που το έκαναν παλαιότερα, βιβλία που εξ' αρχής γνωρίζουν ότι δεν θα κάνουν μεγάλες πωλήσεις, όπως μια έκδοση ποιητικής συλλογής κάποιου νέου ποιητή, ενός δύσκολου δοκιμιακού έργου ή ενός ακριβού λευκώματος που αφορούν μια πολύ μικρή μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Ωστόσο, βιβλία του Ίκαρου υπάρχουν σήμερα σε πολλές γωνιές της Ελλάδας, σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία του εξωτερικού και δυνητικά, μέσω του ηλεκτρονικού καταστήματος, μπορούν να ταξιδέψουν σε όλο τον κόσμο. Η κυρία Καρύδη εύχεται κάποια από τα έξι εγγόνια που έχουν προστεθεί στην οικογένεια να αναλάβουν τον εκδοτικό οίκο στο μέλλον διατηρώντας την ίδια γραμμή ύφους και πλέυσης.
Σχόλια