Απευθύνομαι σε διευθυντές, προϊστάμενους, managers, directors και τέλος πάντων σε όσους προΐστανται ανθρώπων και ομάδων αλλά έχουν πάρει διαζύγιο με τη λέξη ανάθεση. Και αφού πλέον η λέξη επιδημία είναι μέρος της καθημερινότητας μας, το να χαρακτηρίσω τη μη ανάθεση ως μια (βεβαίως υπάρχουν και άλλες) επιδημία του management, νομίζω ότι δεν θα ξαφνιάσω ιδιαίτερα.
Πρόκειται για μια επιδημία η οποία ευδοκιμεί σε διευθυντικά στελέχη που εργάζονται περισσότερο από όσο πρέπει, χωρίς αυτό κατ’ ανάγκη να σημαίνει ότι είναι περισσότερο παραγωγικά - μάλλον το αντίθετο ισχύει - οδηγώντας τα σε συνθήκες μη ανάπτυξης / εξέλιξης, επαγγελματικής περιθωριοποίησης και τελικά σε burn out. Είναι πολλοί αυτοί που θα ισχυριστούν ότι αυτή είναι η πραγματικότητα σε ένα περιβάλλον εργασίας που καλούμαστε να «κάνουμε περισσότερα με λιγότερα».
Θα έχετε ακούσει φράσεις του τύπου «είμαστε υποστελεχωμένοι και αναγκαζόμαστε να...» ή « έχουμε budget cuts και πρέπει εμείς να κάνουμε τη δουλειά άλλων πέντε...» Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και στο μέλλον μπορεί να ενταθεί περισσότερο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάθεσης.
Μια άλλη γνωστή επωδός είναι ότι τα διευθυντικά στελέχη δεν αναθέτουν επειδή έχουν καλή πρόθεση... να μη «φορτώσουν» τους ανθρώπους τους, να μη τους «ζορίσουν» και να «κτίσουν μια καλή σχέση μαζί τους». Στη πράξη, αυτό που καταφέρνουν - και το κάνουν τέλεια - είναι να αφιερώνουν λιγότερο χρόνο μαζί τους, να μην τους αναπτύσσουν και να μη τους καθοδηγούν. Εδώ ισχύει αυτό που έχει αναφέρει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ: «Αν διευθύνουν οι ανίκανοι, τότε φταίνε οι ικανοί.»
Όταν φτάνουμε να σκεφτούμε και να μιλήσουμε για ανάθεση, συνήθως τα παρακάτω ερωτήματα μας έρχονται στο νου:
- Αφού δεν παίρνω αυτό που ζητάω, τι συμβαίνει;
- Δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν;
- Πώς θα καταφέρω να κάνω τους ανθρώπους να αισθανθούν υπεύθυνοι και να σταματήσουν να «τρέχουν» σε μένα για το οτιδήποτε;
Είμαι βέβαιος ότι αντιλαμβάνεστε τη στρεβλότητα των πρώτων δύο και την αντίφαση του τρίτου με τα δύο προηγούμενα. Ας δούμε με ειλικρίνεια, τους λόγους που δεν είμαστε ξεφτέρια στην ανάθεση.
- Θέλουμε να έχουμε τον πλήρη έλεγχο. «Μπορώ να το κάνω καλύτερα και γρηγορότερα»
- Έχουμε το σύνδρομο του «ότι είμαστε πολύ απασχολημένοι» και «που να κάθομαι τώρα να εξηγώ...»
- Παραλλαγή του προηγούμενου. Το σύνδρομο ότι οι άλλοι είναι πολύ απασχολημένοι. «Θα γκρινιάξουν, θα μουτρώσουν...»
- Κάποιοι πάσχουμε από το σύνδρομο του καινούργιου manager. «Τώρα ανέλαβα τα καθήκοντα μου ...δεν μπορώ ν’ αρχίσω να αναθέτω με το καλημέρα»
- Ανασφάλεια. «Αν μάθουν να κάνουν αυτά που κάνω εγώ, μετά θα είμαι περιττός»
Ο κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω; Πρόκειται για δικαιολογίες. Η πραγματική αιτία που κρύβεται πίσω από αυτές είναι μια: ο δικός μας φόβος. «Μη τυχόν και δεν το κάνουν καλά, δεν τελειώσει στην ώρα του, δεν είναι όπως ακριβώς όπως πρέπει να είναι...». Φοβόμαστε τον ίδιο μας το φόβο και αν δεν τον ξεπεράσουμε τότε... «δεν θα ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ε, αυτό νομίζω ότι δεν το θέλουμε.
Σχόλια