Στη Β’ λυκείου είχα μία καθηγήτρια στο μάθημα των μαθηματικών με την οποία δεν τα πηγαίναμε ιδιαίτερα καλά. Ο λόγος; Ερχόταν στο σχολείο σχεδόν πάντα αδιάβαστη.
Έμπαινε στην τάξη και αφού τελείωνε η απαραίτητη διαδικασία της εξέτασης των μαθητών, ξεκινούσε να μας παραδίδει το παρακάτω μάθημα. Έθετε ένα πρόβλημα το οποίο και έγραφε στον πίνακα και άρχιζε να το λύνει. Τις περισσότερες φορές δεν της έβγαινε. Και φυσικά ξεκινούσε την επίλυση από την αρχή. Αυτό που χρησιμοποιούσε ως δικαιολογία για την αποτυχία της ήταν ότι προσπαθούσε να μας δείξει ότι θα πρέπει να προσπαθούμε, όσο και αν μας δυσκολεύει κάτι, και αν αποτυχαίνουμε δεν είναι κακό, δεν θα πρέπει να μας στενοχωρεί. Το μόνο που θα πρέπει να κάνουμε, μας έλεγε, είναι να ξεκινούμε από την αρχή (σπουδαίο μάθημα ζωής, αλλά με κακό timing!)
Τους πρώτους μήνες της σχολικής χρονιάς δεν αντιδρούσα. Όμως, μετά από κάποιους μήνες, όταν την έβλεπα ότι το πήγαινε λάθος, σήκωνα το χέρι μου και της επεσήμανα το λάθος. Δεν ανεχόμουν από έναν καθηγητή μου να με κοροϊδεύει μπροστά στα μάτια μου και την ανεπάρκειά του να την μετατρέπει σε άλλου είδους μάθημα και όχι μαθηματικά. Ήξερα το παρακάτω γιατί προετοιμαζόμουν για την Α’ δέσμη και όπως όλοι, πήγαινα φροντιστήριο. Και αυτό που απαιτούσα ήταν τις ώρες που ήμουν στο σχολείο να τις περνώ έστω και λίγο εποικοδομητικά, αλλά και να με σέβονται οι καθηγητές μου. Και φυσικά, επειδή την ξεμπρόστιαζα δεν ήταν και το καλύτερό της.
Οι “Επιθυμητές Δυσκολίες”
Η συγκεκριμένη καθηγήτρια, χωρίς να το καταλαβαίνει (ο λόγος που έβρισκε τη δικαιολογία που προανέφερα ήταν η αδιαβασιά της) μας έλεγε κάτι πολύ σπουδαίο, το οποίο το συνειδητοποίησα πολλά χρόνια μετά, όταν έτυχε να διαβάσω κάποιες έρευνες σχετικές με τη μάθηση και πιο συγκεκριμένα με τον όρο «Desirable Difficulties», που τον επινόησε ο καθηγητής Ψυχολογίας του UCLA Robert Bjork και πάνω σε αυτόν στήριξαν τις έρευνες τους άλλοι δύο καθηγητές, ο Nate Kornell σε συνεργασία με τη Janet Metcalfe.
Ο όρος «Desirable Difficulties»-«Επιθυμητές Δυσκολίες» αναφέρεται σε μία μαθησιακή κατάσταση που κάνει την κωδικοποίηση της γνώσης πιο δύσκολη, αλλά εμπλέκει διαδικασίες οι οποίες υποστηρίζουν την μάθηση και βελτιώνουν την μακροπρόθεσμη διατήρηση των γνώσεων και των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν. Με άλλα λόγια, οι «Επιθυμητές Δυσκολίες» είναι τεχνητά εμπόδια που μπαίνουν στη μαθησιακή διαδικασία και καθιστούν τη μάθηση πιο προκλητική, πιο αργή και πολύ πιο δύσκολη βραχυπρόθεσμα, αλλά καλύτερη μακροπρόθεσμα. Αν δοθεί ένα τεστ σε έναν μαθητευόμενο την επόμενη μέρα από εκείνη που έχει ξεκινήσει να έρχεται σε επαφή με ένα νέο αντικείμενο κάνοντας χρήση των επιθυμητών δυσκολιών, το πιο πιθανό είναι να μην γράψει καλά. Αλλά μετά από λίγο καιρό, όταν θα έχει ολοκληρώσει τη μαθησιακή διαδικασία, θα αποδώσει πολύ καλύτερα σε σχέση με εκείνον που διδάχθηκε την ίδια ύλη με τον παραδοσιακό τρόπο και είχε γράψει στο τεστ άριστα. Κι αυτό εξηγείται με το «Generation Effect», το φαινόμενο κατά το οποίο όταν προσπαθεί κάποιος να παράξει ή να ανακαλέσει συγκεκριμένες πληροφορίες από τη μνήμη του, τότε μαθαίνει πιο αποτελεσματικά-κωδικοποιεί και ανακαλεί πιο εύκολα και με καλύτερο τρόπο σε σχέση με την παθητική εξάσκηση.
Όταν δηλαδή μας δίδεται μία ερώτηση και πρέπει να βρούμε μία απάντηση χωρίς να έχουμε κάποιο βοηθητικό στοιχείο, ακόμα και όταν η απάντηση που βρίσκουμε είναι λάθος, τότε μαθαίνουμε το «σωστό» πιο αποτελεσματικά. Έτσι λοιπόν, η μάθηση με χρήση επιθυμητών δυσκολιών δίνει την εντύπωση ότι δεν αποδίδει στην αρχή. Ο μαθητευόμενος κάνει λάθη, χρειάζεται πιο πολύ χρόνο για να βρει τις σωστές απαντήσεις. Όμως στο τέλος τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά! Γι’ αυτό και η αξιολόγηση του εαυτού μας με βάση τα άμεσα αποτελέσματα δεν είναι και η καλύτερη. Αυτού του είδους αξιολογήσεις τελικά δείχνουν ότι στο μέλλον δεν θα θυμόμαστε τίποτα και δεν θα μπορούμε να εφαρμόσουμε ό,τι μάθαμε την κατάλληλη στιγμή.
Κάτι τέτοιο πήγαινε να κάνει και η μαθηματικός που σας ανέφερα στην αρχή του άρθρου, αλλά απείχε πολύ… Μπορεί κανείς να πει ότι προσπαθούσε να βάλει τεχνητά εμπόδια στον εαυτή της για να μάθει (Μόνο που ο ρόλος της δεν ήταν αυτός…). Ή ότι προσπαθούσε να μας διδάξει με χρήση τεχνητών δυσκολιών που οδηγούσαν αρχικά σε λάθη. Όμως, αυτού του είδους η μάθηση απαιτεί στρατηγική και ένα πολύ καλά ανεπτυγμένο πλάνο μάθησης και όχι αδιαβασιά για να έχει αποτέλεσμα.
Και τι πρέπει να κάνουμε;
Η μάθηση είναι παντού στη ζωή μας, σε όλες της τις εκφάνσεις. Μαθαίνουμε ηθελημένα, πηγαίνοντας στο σχολείο, σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο, μελετώντας για να πάρουμε μία πιστοποίηση, ώστε να έχουμε όλα τα εφόδια να μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της δουλειάς μας. Να μπορούμε να βρούμε λύσεις σε θέματα που μας απασχολούν ή και να υποστηρίξουμε τους συνανθρώπους μας στη μαθησιακή διαδικασία. Η αλήθεια είναι ότι ό,τι έμαθα στο σχολείο ή και αργότερα με τον κλασικό, παραδοσιακό τρόπο δεν μου είναι καθόλου εύκολο να το ανακαλέσω. Πολλές φορές δεν θυμάμαι ότι τα έμαθα κιόλας. Αυτά όμως που σίγουρα θυμάμαι είναι ό,τι «αναγκάστηκα» να μάθω. Όταν έπρεπε να βρω μία λύση χωρίς να έχω κανένα στοιχείο. Και η ζωή όλων μας είναι γεμάτη με τέτοια παραδείγματα. Άλλοι αναφέρονται σε αυτήν την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τον όρο «trial and error», που τον ονομάζω φυσικό νόμο, μιας και η εξέλιξη προκύπτει με αυτόν τον τρόπο. Άλλοι πάλι κάνουν χρήση του όρου «Βιωματική Μάθηση», που εμπεριέχει σε έναν μεγάλο βαθμό την έννοια της «δύσκολης» μάθησης, της μάθησης με επιθυμητά εμπόδια. Όπως και αν το πούμε ένα είναι σίγουρο και θα πρέπει να το βάλουμε καλά στο κεφάλι μας, είτε είμαστε μαθητές, είτε υπάλληλοι, είτε αυτοαπασχολούμενοι, είτε entrepreneurs:
Η agile εποχή στην οποία ζούμε μας βάζει σε μία θέση, που θέλοντας και μη, θα πρέπει να αγαπήσουμε τη δια βίου μάθηση. Και για να είμαστε αποτελεσματικοί θα πρέπει να θυσιάζουμε την τωρινή μας απόδοση για να βγαίνουμε κερδισμένοι στο μέλλον. Έτσι μόνο θα είμαστε σίγουροι ότι βρισκόμαστε στο «σωστό» μαθησιακό δρόμο! Γι’ αυτό λοιπόν, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν εμπόδια, βάλτε τα εσείς. Αγαπήστε τα τεχνητά εμπόδια και τα όποια λάθη κάνετε. Γιατί στο τέλος βγαίνετε κερδισμένοι.
Σχόλια