Δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, ότι η Ε.Κ.Ε. λειτουργεί σαν μία τεράστια βιομηχανία παραγωγής καινοτόμων ιδεών, οι οποίες συμβάλουν στην ισχυροποίηση των επιχειρήσεων, αλλά παράλληλα δύνανται να παράσχουν λύσεις στα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών που δραστηριοποιούνται.
Όμως οι τοπικές κοινωνίες δεν ωφελούνται στον βαθμό που θα ελπίζαμε από τα προϊόντα που η Ε.Κ.Ε. δύναται να παράγει, καθώς οι επιχειρήσεις απορροφημένες από την καθημερινότητά τους, βρίσκονται αποκομμένες από τις ανάγκες της κοινωνίας. Άλλες φορές πάλι, είναι οι επιχειρηματίες που δεν κατανοούν τις δυνατότητες αλλά και τις αλλαγές που η Ε.Κ.Ε. επιφέρει (κάτι πολύ συχνό στην ελληνική επιχειρηματικότητα) και επιμένουν σε παρωχημένες και ζημιογόνες πρακτικές, που εξαντλούνται κυρίως στις χορηγίες ιδρυμάτων και φορέων.
Οι κοινωνι-οικονομικές συνθήκες σήμερα, δημιουργούν ανάγκες στην κοινωνία και η Ε.Κ.Ε. καλείται να συμβάλει στην επίλυσή τους, εφαρμόζοντας την παραγόμενη γνώση που προέρχεται από την εξέλιξή της. Πως όμως δύναται η ΕΚΕ να συμβάλει; Με την ανάπτυξη της τοπικοποίησης της εφαρμογής αυτής της γνώσης. Δηλαδή με την εφαρμογή της παραγόμενης γνώσης στις τοπικές ανάγκες σε κάθε επίπεδο.
Η διαρκής εξέλιξη της Ε.Κ.Ε. αλλάζει αδιόρατα ακόμη και το πλαίσιο αξιών με τις οποίες κρίνουμε, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα προσαρμοστούν στη στρατηγική των επιχειρήσεων.
Η Αττική για παράδειγμα, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανεργίας, τα νησιά την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, η Θεσσαλία την αγροτική παραγωγή κ.ο.κ. Τα προβλήματα αυτά, δημιουργούν για τις επιχειρήσεις σε κάθε περιφέρεια, μία «ομπρέλα» πολλών δράσεων Ε.Κ.Ε.
Με άλλα λόγια, η Ε.Κ.Ε., μπορεί να αποτελέσει για τις τοπικές κοινωνίες ένα σημαντικό κεφάλαιο όχι μόνο κοινωνικής προσφοράς, αλλά και τοπικής ανάπτυξης και ευημερίας, καθώς τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, αποτελούν γονιμοποιά στοιχεία για δημιουργική και δυναμική παρουσία των επιχειρήσεων. Αν οι επιχειρήσεις αναδείξουν τα στοιχεία αυτά, δημιουργούν ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη κάθε μορφής τοπικής δραστηριότητας, που εν τέλει ισοδυναμεί με κοινωνική προσφορά.
Υπό το φως των παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ε.Κ.Ε. δε συμβάλει μόνο στην κοινωνική προσφορά των τοπικών κοινωνιών, αλλά μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την αναπτυξιακή ενεργοποίηση των δομών τους. Με βάση την αρχή αυτή, η στρατηγική των επιχειρήσεων (στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους), θα πρέπει πρώτιστα να αναζητήσει τρόπους άμεσης σύνδεσης της στρατηγικής Ε.Κ.Ε. με την τοπική ανάπτυξη, με τον πολιτισμό, την παιδεία, την επιχειρηματικότητα, το τουριστικό προϊόν, την ποιότητα του δημόσιου χώρου και του ευρύτερου περιβάλλοντος.
Αυτό τουλάχιστον γίνεται στο εξωτερικό και σε πόλεις όπως η Γενεύη, το Λονδίνο, το Μόναχο και άλλες, όπου η Ε.Κ.Ε. είναι το αποτέλεσμα της δημόσιας διαβούλευσης των δήμων με τις επιχειρήσεις και οι κύριοι άξονές της συνοψίζονται στην ενίσχυση της δημιουργικότητας, στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, στη συμμετοχή στα πολιτιστικά αγαθά, στην ενίσχυση της διαπολιτισμικότητας, στην ανάδειξη των τουριστικών δυνατοτήτων και στην προβολή αλλά και διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας των πόλεων.
Σχόλια