Η καταχρηστικότητα των όρων στα συμβόλαια τηλεφωνίας: Ξέρουμε πραγματικά τι υπογράφουμε;
H τεχνολογική «εκτόξευση» της τελευταίας δεκαετίας, σηματοδότησε την μετάβαση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών από την απλότητα της συσκευής τηλεφώνου της κάρτας ομιλίας στην εκτεταμένη ποικιλία επιλογών τηλεφωνικών συνδέσεων, αλλαγής συσκευών και πρόσβασης στο διαδίκτυο.
Τα πακέτα και οι προσφορές που διαφημίζονται πλέον στους καταναλωτές διεθνώς είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκα, η ενημέρωση πολύ-επίπεδη και ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών αυξημένος. Σε αυτόν τον κύκλο «διαπραγματεύσεων» για την επιλογή της καλύτερης συνδυαστικής πρότασης (κινητό, σταθερή τηλεφωνία και Internet), ο καταναλωτής καταλήγει συχνά, κατόπιν της ολοκλήρωσης του συμβολαίου του με δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα και χωρίς ουσιαστικά να έχει αντιληφθεί τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και την διάρκεια των συμβατικών του δεσμεύσεων.
Τα ελληνικά αλλά και Ευρωπαϊκά Δικαστήρια έχουν εξετάσει πολλάκις την νομιμότητα των συμβολαίων που συνάπτονται μεταξύ χρηστών και εταιρειών τηλεφωνίας. Οι τελευταίες τίθενται συχνά στο στόχαστρο λόγω της καταχρηστικότητας των όρων που θέτουν (Γενικοί Όροι Συναλλαγών, Γ.Ο.Σ.) και της κατάφωρης εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού, σε επίπεδο συμβατικής και προ-συμβατικής διαπραγμάτευσης. Τα δύο βασικά νομοθετήματα στα οποία βασίζεται η νομολογία για την κρίση της νομιμότητας των όρων αυτών είναι ο Ν. 2251/1994 («Περί Προστασίας των Καταναλωτών») και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 94/13 για τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, αλλά και τα άρθρα 288 και 388 του Αστικού Κώδικα (αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών).
Κατά την νομοθεσία, Γενικοί Όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων και δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι.
To 2001, o Άρειος Πάγος (ΑΠ 296/2001), κρίνοντας σε τελευταίο βαθμό επί συλλογικής αγωγής δύο σωματείων καταναλωτών κατά εταιρείας τηλεπικοινωνιών και εφαρμόζοντας τον Ν. 2251/1994, έθεσε τις βάσεις για μία πιο δυεισδυτική προσέγγιση των όρων στα συμβόλαια κινητής τηλεφωνίας, μεταφέροντας σαφώς το βάρος προστασίας του καταναλωτή στις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, όταν υπάρχει ακόμα και «ουσιώδης» και όχι μόνο «υπέρμετρη» διατάραξη των δικαιωμάτων του.
Ειδικότερα, οι τρεις όροι στις συμβάσεις που εξέτασε το Δικαστήριο και έκρινε άκρως καταχρηστικούς είναι:
Α. Ο όρος με τον οποίο η εταιρεία επιφυλάσσεται να αναπροσαρμόζει μονομερώς τον τιμοκατάλογο, χωρίς να ενημερώσει εκ των προτέρων τον συνδρομητή και κατά τρόπο αόριστο. Ο ΑΠ έκρινε, ότι ο όρος αυτός παραβιάζει τα όρια της καλής πίστης, αφού ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να ενημερώνεται πριν υπογράψει οτιδήποτε για τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια αύξησης του ποσού του λογαριασμού του (πχ. λόγω πληθωρισμού). Εξάλλου και ο Ν. 2246/1994 ορίζει ότι τα τιμολόγια οργανισμών τηλεπικοινωνιών πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, βασιζόμενα στην ισότιμη συμμετοχή καταναλωτή και παρόχου.
Β. Ο όρος με τον οποίο ο συνδρομητής, σε περίπτωση που διακόψει μία σύνδεση εξάμηνης ή ετήσιας διάρκειας, οφείλει να καταβάλει τα πάγια τέλη που προβλέπει το συμβόλαιό του μέχρι τη λήξη της σύμβασης. Προφανώς, ο όρος αυτός δεσμεύει σε υπέρμετρο βαθμό τον καταναλωτή και είναι καταχρηστικός, αφού ο τελευταίος δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από ένα συμβόλαιο, σε περίπτωση που αλλάξουν οι οικονομικοί όροι και συνθήκες.
Γ. O όρος που δίνει στην εταιρεία το δικαίωμα να ζητήσει επιπρόσθετη εγγύηση συνδρομής κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, όταν η εταιρεία το κρίνει εύλογο. Είναι ξεκάθαρο, ότι ο όρος αυτός επιβάλλει την υποχρέωση υπέρμετρων εγγυήσεων στον καταναλωτή, χωρίς βέβαια να διασαφηνίζεται η σπουδαιότητα του λόγου επιβολής της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης.
Και παλαιότερα όμως, το Εφετείο και το Πρωτοδικείο Αθηνών (ΕφΑθ 3811/1998, ΜΠΑ 2438/1997), είχαν εξετάσει το θέμα των αυθαίρετων όρων στα συμβόλαια κινητής τηλεφωνίας, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στους όρους μονομερούς αύξησης των τιμών και αποδέσμευσης του καταναλωτή από τη σύμβαση.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με μία σύμβαση με εταιρεία τηλεφωνίας, ο συνδρομητής δεσμεύτηκε με συμβόλαιο εξάμηνης τουλάχιστον διάρκειας, αφαιρώντας του το δικαίωμα να καταγγέλλει για σπουδαίο λόγο, όπως στην περίπτωση που κρίνει υπερβολική την εκάστοτε αύξηση του τιμοκαταλόγου. Στην περίπτωση δε που ο συνδρομητής επιθυμούσε τη λύση της σύμβασης πριν την πάροδο της εξάμηνης ελάχιστης διάρκειας, όφειλε να πληρώσει επιπλέον πάγια τέλη, βάσει όρων που δεν διευκρίνιζαν εάν το πάγιο που θα καταβληθεί θα είναι εκείνο της αρχικής συμβάσεως ή τα αναπροσαρμοζόμενα μονομερώς από την εταιρεία.
Με τον τρόπο αυτό διαταράσσεται η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή καθώς διασφαλίζεται μονόπλευρα το συμφέρον της εταιρείας να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια στη σύμβαση προβλέποντας συγχρόνως να επιβάλλονται αδικαιολόγητες και απροσδιόριστες οικονομικές επιβαρύνσεις. Ακόμη, ο υπέρμετρος περιορισμός στην καταγγελία του συμβολαίου, μέσω της μετακύλησης στο συνδρομητή της πληρωμής πάγιων τελών για χρονικά διαστήματα που δεν πρόκειται να γίνει χρήση υπηρεσιών, είναι καταχρηστική και με δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για τον καταναλωτή.
H προτροπή για αποτελεσματικότερη προστασία των συνδρομητών από την οικονομική αυθαιρεσία των εταιρειών τηλεφωνίας είναι διεθνής, όπως εξάλλου απαιτεί και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πρόσφατα (Ιανουάριος 2014), ο Οργανισμός Θεμιτού Εμπορίου στο Ηνωμένο Βασίλειο (Office of Fair Trading) σε συνεργασία με την Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (Office of Communications), εξέδωσαν μια σειρά Οδηγιών προς τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Οι αρχές αυτές, εξετάζοντας τις συμβάσεις σχεδόν όλων των μεγάλων εταιρειών τηλεφωνίας, ανέφεραν σημαντικές καταχρήσεις στα δικαιώματα των συνδρομητών και επέβαλαν αναδιαμόρφωση.
Ειδικότερα, όλες οι συνέπειες από την καταγγελία της σύμβασης (πληρωμές τελών, υπολοίπων ποσών κ.τ.λ.), πρέπει να γίνονται ξεκάθαρες στον συνδρομητή, τόσο κατά τη σύναψη της σύμβασης, όσο και τη στιγμή που ο συνδρομητής εκφράσει την επιθυμία να αποδεσμευτεί. Κυρίως όμως, και αναφορικά με τις υπέρμετρες χρεώσεις των εταιριών, ο συνδρομητής πρέπει να μπορεί να αποδεσμευθεί από μία ενεργή σύμβαση, αν αυξηθούν αδικαιολόγητα οι λογαριασμοί του, αναφέροντας προ 30 ημερών την επιθυμία του στην εταιρεία και χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση (πληρωμή περαιτέρω τελών).
Τέλος και στον ελληνικό χώρο, στα πλαίσια προσπάθειας περιορισμού των ως άνω καταχρηστικών όρων, η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων), υπεύθυνη για την εύρυθμη λειτουργία της εγχώριας αγοράς τηλεφωνίας, έθεσε, το 2013, σε δοκιμή από τους παρόχους το Σύστημα Παρακολούθησης Τιμών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Πρόκειται για μία πρωτοποριακή ηλεκτρονική υπηρεσία που έχει αναπτύξει η ΕΕΤΤ, με σκοπό να προσφέρει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να αξιολογούν, αξιόπιστα και έγκυρα, τα πακέτα, που διατίθενται στην ελληνική αγορά, σε σταθερή και κινητή τηλεφωνία, καθώς και Internet. Ο σκοπός του «παρατηρητηρίου» αυτού, είναι να μπορεί ο συνδρομητής να ενημερώνεται όσο το δυνατόν πιο σφαιρικά για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στα συμβόλαια τηλεφωνίας πριν προβεί σε επιλογή εταιρείας.
Σχόλια