Αν και η ιστορία της σοκολάτας χάνεται στα βάθη των αιώνων, στην χώρα μας θα την έφερνε μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα ένα φιλόδοξος, διορατικός και πολυταξιδεμένος νεαρός, ο Σπυρίδων Παυλίδης, ο οποίος όχι μόνο θα ίδρυε την πρώτη εταιρεία, μαζί με την Εθνική Τράπεζα που ιδρύθηκε το ίδιο έτος, που λειτούργησε στην Αθήνα, αλλά θα κατάφερνε να ταυτίσει το όνομά του με τη σοκολάτα.
Ας γυρίσουμε όμως το χρόνο πίσω, το 1840, όταν ο Σπυρίδων Παυλίδης, γόνος επιτυχημένου κατασκευαστή πυρομαχικών τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην Ελληνική Επανάσταση, ανοίγει στη γωνία των οδών Αιόλου και Βίσσης, στο κέντρο της Αθήνας, ένα τυπογραφείο. Εκεί εξέδιδε έργα διανοουμένων που ήταν αντίθετοι με το απολυταρχικό καθεστώς του βασιλιά Οθωνα, ενώ τύπωσε και έναν τόμο της ‘’Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους’’. Σύντομα, όμως, θα διαπίστωνε ότι αυτή η ενασχόληση δεν ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του, οπότε το παραχώρησε σε άλλο μέλος της οικογένειάς του.
Τότε ήταν που αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, όπου και παρέμεινε για αρκετούς μήνες. Διψασμένος για γνώση, θα εντυπωσιαζόταν από την ανάπτυξη, τις καινοτομίες και τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της παραγωγής, αλλά και από ένα άγνωστο για τους Έλληνες προϊόν, τη σοκολάτα. Ο νεαρός θα επέστρεφε πίσω έχοντας αποκτήσει τα κατάλληλα εφόδια και τις γνώσεις για να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση.
Ήταν λοιπόν το 1841, όταν, εκεί που κάποτε βρίσκονταν το τυπογραφείο του, θα ανοίξει το μαγαζί πάνω στο οποίο θα έκτιζε τον επιχειρηματικό του μύθο, το περίφημο ‘’Γλυκισματοποιείον’’, το οποίο προσέφερε στους Αθηναίους εξαιρετικά γλυκίσματα, όπως μπακλαβά, λουκούμια και κουφέτα. Σύντομα το κατάστημά του θα αποτελέσει σημείο αναφοράς όχι μόνο των κατοίκων της νεοσύστατης πρωτεύουσας, αλλά και των ξένων, κυρίως στρατιωτικών και διπλωματών.
Τα καλύτερα, όμως, δεν είχαν έρθει ακόμη. Το 1852 είχαν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για την εμφάνιση ενός νέου γλυκίσματος, της ‘’τσοκολάτας’’, όπως την αποκαλούσε ο δημιουργός της, την οποία οι Αθηναίοι καταναλωτές αγκαλιάζουν με θέρμη. Πεπεισμένος για τα θρεπτικά συστατικά αυτής, ο Σπ. Παυλίδης την προωθούσε και ως φάρμακο.
Μάλιστα, ο ιδρυτής, αναζητώντας τρόπους για την ποιοτική αναβάθμιση της σοκολάτας του, φροντίζει, σε ένα από τα πολυάριθμα ταξίδια του, να φέρει έναν χειροκίνητο μύλο του καφέ, καθώς και όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα που απαιτούνταν. Λίγο αργότερα, το 1859, θα βγάλει έναν ακόμη άσσο από το μανίκι του, τη σοκολάτα ‘’Υγείας’’, χάρη στην οποία θα κέρδιζε πληθώρα βραβείων.
Δίχως να επαναπαυτεί στις δάφνες του, στέλνει τους υπαλλήλους του στο εξωτερικό για να μυηθούν στον κόσμο της σοκολάτας, ενώ το 1867 αποφασίζει να συμμετάσχει με δικά του έξοδα στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Κάτι παραπάνω από 21.000 φράγκα του κόστισε η συμμετοχή, όμως η προσπάθειά του ανταμείφθηκε με δύο χάλκινα βραβεία. Εξετάζει ακόμη και την περίπτωση να επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο εξωτερικό, χωρίς όμως να καταφέρει να λάβει χρηματοδότηση από επίσημο φορέα.
Η επόμενη καινοτομία έρχεται το 1871, όταν, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του εξοπλισμού, εισάγει το πρώτο ατμοκίνητο μηχάνημα παραγωγής σοκολάτας. Όπως περιγράφει ο απόγονός του, Δημήτριος Παυλίδης: «Το γεγονός εθεωρήθη ως μέγα και ο αθηναϊκός λαός συνωστιζόταν σε ατελείωτες ουρές μπροστά στο εργαστήριο για να θαυμάσει ή να… τρομάξει με την ατμομηχανή».
Το 1876, ο ιδρυτής καταγράφει στο ημερολόγιό του με υπερηφάνεια ότι «ετιμήθη αυτό το κατάστημά μου με δύο πολύτιμα παράσημα, οιόν παρά του Μ. Αυτοκράτορος της Αυστρίας, τον Σταυρόν των ιπποτών του υψηλοτάτου τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ. Ετερον δε παρά του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου, τον Αργυρούν Σταυρόν του Σωτήρος». Την ίδια δε χρονιά αναγείρεται το εργοστάσιο Παυλίδη, στην οδό Πειραιώς, όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα.
Έχοντας πια εκπληρώσει το έργο του, ο Σπυρίδων Παυλίδης, ο οποίος παρέμεινε άκληρος, αποφασίζει σιγά σιγά να αποσυρθεί και να παραδώσει τα ηνία της επιχείρησης, αλλά και την περιουσία του, στην επόμενη γενιά, στα πέντε ανίψια του. Όμως και οι απόγονοί του θα αποδειχθούν άξιοι συνεχιστές του οράματος του ιδρυτή.
Υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Παυλίδη, γιου του Δημητρίου, στη δεκαετία του ’20 ανακαινίζεται και εκσυγχρονίζεται το εργοστάσιο, το οποίο αναδεικνύεται σε πρότυπη βιομηχανική μονάδα της εποχής. Μετά τον ξαφνικό θάνατό του, σε ηλικία μόλις 54 ετών, θα αναλάβει η σύζυγός του, Ελένη Παυλίδη, η οποία θα μετασχηματίσει την εταιρεία σε ανώνυμη εταιρεία.
Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι ανταγωνιστές, χωρίς όμως να μπορέσουν να απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία της Παυλίδης, η οποία, μετά το θάνατο του Γεωργίου Παυλίδη το 1986, τελευταίου μέλους της οικογένειας που ανέλαβε την ιστορική εταιρεία, θα προσδεθεί στο άρμα της Jacobs Suchard και μετέπειτα της Kraft General Foods.
Σχόλια