Πολυετές, ποώδες και ιθαγενές φυτό της Ινδίας το οποίο στο έδαφος σχηματίζει ριζώματα που όταν αποξηρανθούν και κατόπιν τριφτούν μας δίνουν ένα ευρέως γνωστό μπαχαρικό που ευθύνεται για το χρώμα της μουστάρδας και του κάρυ. Ο λόγος για τον κουρκουμά (ή αλλιώς κιτρινόριζα ή τουρμερίκ). Ο κουρκουμάς είναι ένα «καπνιστό» καρύκευμα με χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα και, όπως προκύπτει από διάφορες επιστημονικές έρευνες, πολύτιμο για την υγεία. Προέρχεται από το ρίζωμα του φυτού curcuma longa.
Η ονομασία του προκύπτει από το βασικό πολυφαινολικό συστατικό του, την κουρκουμίνη. H ακατέργαστη μορφή της ρίζας του θυμίζει πολύ την πιπερόριζα (τζίντζερ). Γεγονός διόλου τυχαίο αφού ο κουρκουμάς, η πιπερόριζα και το κάρδαμο είναι φυτά που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, την Zingiberaceae. Ο κουρκουμάς, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι αρκετά δημοφιλής στη μαγειρική αλλά αποτελεί και ένα από τα βασικά βότανα της «βοτανικής ιατρικής». Επιπλέον, θεωρείται ένας φυσικός παράγοντας χρωματισμού τροφίμων και υφασμάτων.
Η κύρια χώρα παραγωγής του είναι η Ινδία η οποία «κρατάει τα σκήπτρα» στις εξαγωγές (50%), καθώς αποτελεί και την πρώτη χώρα εισαγωγής κουρκουμά στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό περίπου 90%. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η μεγαλύτερη παραγωγή σημειώνεται στο κρατίδιο Andhra Pradesh στην κεντρο – ανατολική Ινδία. Σε παγκόσμια κλίμακα, παράγονται ετησίως 800.000 τόνοι (περίπου) κουρκουμά, με το 75% του συνολικού ποσοστού να προέρχεται από την Ινδία. Ακολουθούν, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα, η Ταϊβάν, η Κίνα, η Μιανμάρ και η Ινδονησία.
Αναλυτικά στοιχεία για τις ποσότητες εισαγόμενου κουρκουμά στη χώρα μας δεν υπάρχουν, παρά μόνο ότι το 2018 εισήχθησαν περίπου 2.000 τόνοι τζίντζερ, σαφράν και κουρκουμά συνολικά. Γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να γίνει μια ενδελεχής μελέτη και καλλιέργεια σε πειραματικό αγρό ώστε να διερευνηθούν το αν ευδοκιμεί στην Ελλάδα και σε ποιες περιοχές, το κόστος καλλιέργειας, η ποιότητα του προϊόντος, κ.ά με σκοπό να προταθεί ως μια νέα και επικερδής καλλιέργεια. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι τα τελευταία χρόνια τον εμπορεύονται πολλά φυτώρια και σαν καλλωπιστικό φυτό λόγω του ωραίου άνθους που σχηματίζει.
Ο κουρκουμάς αυτοφύεται σε δάση της νοτιοανατολικής Ασίας αλλά μπορεί και να καλλιεργηθεί. Απαιτεί ζεστό (20 – 35°C) και υγρό περιβάλλον. Σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει σε ύψος, περίπου, το ένα μέτρο. Προτιμά εδάφη καλά στραγγιζόμενα, καθώς η υπερβολική υγρασία μπορεί να προκαλέσει σάπισμα των ριζών του. Αν δεν διαθέτετε κήπο, μην προβληματίζεστε! Μπορεί να καλλιεργηθεί σε γλάστρα και δεν χρειάζεται πολλές καλλιεργητικές φροντίδες. Μην αμελείτε να τον ποτίζετε, τακτικά, κάθε 2 – 3 μέρες την περίοδο της άνοιξης και του φθινοπώρου και 1 – 2 μέρες το καλοκαίρι. Επίσης, δεν θέλει κλάδεμα αλλά μόνο (αν χρειαστεί) αφαίρεση κιτρινισμένων και ξερών φύλλων. Πολλαπλασιάζεται με διαίρεση των ριζωμάτων του και δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε προσβολές από έντομα και ασθένειες.
Ο κουρκουμάς, σε σκόνη, χρησιμοποιείται σε κονσερβοποιημένα αναψυκτικά, βούτυρα, τυριά, ψημένα προϊόντα, γιαούρτια, κέικ, μπισκότα, σάλτσες, τουρσί, κλπ. Στην Ευρώπη, το Μεσαίωνα, τον χρησιμοποιούσαν σε διάφορα πιάτα ως υποκατάστατο του κρόκου, καθότι φθηνότερο από αυτόν. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά σε πολλά ασιατικά πιάτα. Σε περιοχές της νοτοανατολικής Ασίας και Αφρικής, προστίθεται σε συνταγές με ρύζι ή λαχανικά για να τους προσδώσει ένα κίτρινο χρώμα. Στην Ινδία τρώνε και τα φύλλα του (ψιλοκομμένα) ή τα χρησιμοποιούν για να τυλίξουν και, στη συνέχεια, να μαγειρέψουν διάφορα φαγητά. Η κουρκουμίνη είναι το κύριο συστατικό στο κάρυ, στο οποίο προσδίδει αυτή την χαρακτηριστική πικρή γεύση. Ακόμη, ένα άλλο προϊόν του κουρκουμά, το «χαρτί κιτρινόριζας» χρησιμοποιείται σε χημικές αναλύσεις ως δείκτης οξύτητας και αλκαλικότητας. Τέλος, στην Ινδία εκμεταλλεύονται τα άνθη του σε διακοσμήσεις σε γαμήλιες και διάφορες θρησκευτικές τελετές, ενώ και τα ράσα των Ινδουιστών μοναχών χρωματίζονται, παραδοσιακά, με χρωστική από αυτόν.
Ο κουρκουμάς έχει υψηλή διατροφική αξία και είναι πλούσιος σε αντιοξειδωτικές ουσίες. Κυκλοφορεί, είτε βιολογικός ή μη, σε μορφή σκόνης αλλά και σαν συμπλήρωμα διατροφής (πρέπει να λαμβάνεται σε συγκεκριμένες δοσολογίες λόγω χαμηλής απορροφητικότητας). Μπορείτε να τον βρείτε σε μαγαζιά με βότανα και μπαχαρικά αλλά και υπεραγορές (super markets).
Στην Αγιουρβέντα (εναλλακτική μέθοδος Ιατρικής της Ινδίας) θεωρείται ότι αντιμετωπίζει τον χρόνιο πόνο και τις φλεγμονές. Μάλιστα, φαίνεται να βοηθά στην οστεοαρθρίτιδα είτε μειώνοντας τον πόνο των αρθρώσεων είτε διευκολύνοντας την κίνηση (πχ. πιο εύκολη βάδιση). Η κουρκουμίνη ευνοεί τη ρύθμιση της χοληστερίνης ενισχύοντας την HDL (καλή) χοληστερόλη. Είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό και προστατεύει το συκώτι αλλά και τις αρτηρίες από επιβλαβείς τοξίνες ενώ δρα και ενάντια στο κρυολόγημα (καταρροή, πυρετό, κ.ά). Επίσης, η κατανάλωση κουρκουμά πιστεύεται ότι βοηθά στην ομαλή πέψη και έχουν ξεκινήσει μελέτες για να εξεταστεί κατά πόσο συνεισφέρει στην αντιμετώπιση του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου. Αποτελεί ιδανική εναλλακτική προσέγγιση στην πρόληψη αλλά και στην αντιμετώπιση του Διαβήτη τύπου 2. Τέλος, θεωρείται ότι βελτιώνει τις εγκεφαλικές λειτουργίες προλαμβάνοντας το Alzheimer.
Αν και ο κουρκουμάς θεωρείται «ασφαλής» τροφή, χρειάζεται προσοχή στην κατανάλωσή του από συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού και πάντα μετά από συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό. Άτομα με χολόλιθους θα πρέπει να τον αποφεύγουν καθώς ως μπαχαρικό ευνοεί την ανάπτυξη λίθων στη χολή αλλά και στα νεφρά. Μακροχρόνια κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα όπως ναυτία, διάρροιες, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και έλκος στομάχου. Ο κουρκουμάς επιβραδύνει την πήξη του αίματος, οπότε άτομα που παίρνουν αντιπηκτική αγωγή ή πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση θα πρέπει να συμβουλεύονται τον προσωπικό τους γιατρό πριν τον προσθέσουν στη διατροφή τους. Η κατανάλωση κουρκουμά πρέπει να αποφεύγεται κατά την κύηση (μπορεί να προκαλέσει συσπάσεις της μήτρας) ή την περίοδο της γαλουχίας.
Σχόλια