Κατά καιρούς, με ρωτούν αν διεξάγω workshops τεχνικών επίλυσης προβλημάτων. Καταρχήν απαντώ θετικά, με έναν αστερίσκο. Τους εξηγώ ότι αυτές οι τεχνικές και οι μεθοδολογίες, όταν δίνονται μεμονωμένα, δεν λειτουργούν στην πράξη, για τον απλό λόγο ότι το εκάστοτε πρόβλημα έχει ως σημείο αναφοράς τον τρόπο σκέψη μας.
Κατά συνέπεια, η αφετηρία δεν μπορεί να είναι οι τεχνικές επίλυσης προβλημάτων αλλά η αντίληψη που έχουμε για τη δημιουργία τους. Σας δίνω μια πρώτη γεύση.
Το «πρόβλημα» δεν είναι πρόβλημα...
- Μπορούμε να αλλάξουμε τους άλλους; Μάλλον όχι.
- Μπορούμε να αλλάξουμε τους εαυτούς μας; Αυτό είναι απολύτως βέβαιο.
- Ωστόσο, για να αλλάξουμε τους εαυτούς μας, χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Σωστά; Σωστά!
- Συμφωνούμε ότι η σκέψη μας επηρεάζει και καθορίζει την εσωτερική μας κατάσταση και κατά συνέπεια την όποια δράση μας; Ασφαλώς.
- Εφόσον το αποτέλεσμα της σκέψης είναι η δράση, τότε μέσω της σκέψης είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα της δράσης; Αναμφίβολα. Ας δούμε μια πραγματική περίπτωση. Ο Γενικός Διευθυντής αλυσίδας ηλεκτρικών ειδών αντιμετωπίζει, διαχρονικά, ένα σοβαρό θέμα. Οι υπάλληλοι δεν εξυπηρετούν σωστά τους πελάτες. Κάθε μέρα διαμαρτύρεται διότι δαπανάει το μισό του χρόνο για να επισκέπτεται τα καταστήματα, μιλώντας με τους διευθυντές τους προκειμένου να τους πει τι πρέπει να κάνουν για να μην υπάρχουν παράπονα και να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα πελατοκεντρικής εξυπηρέτησης. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι: Μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα και πώς; Και το βασικότερο ερώτημα είναι: Γνωρίζει το αποτέλεσμα που θέλει να επιτύχει;
- Με βάση τον παραπάνω συλλογισμό, μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι ο τρόπος σκέψης μας, αντανακλά και στον τρόπο επικοινωνίας μας; Στην περίπτωση που προαναφέρθηκε, το συγκεκριμένο στέλεχος ζει ένα μόνιμο εφιάλτη και αισθάνεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ανήμπορο να ξεπεράσει το «πρόβλημα». Αν ο ίδιος σκέφτεται αρνητικά, πώς πιστεύετε ότι θα επικοινωνεί με τους διευθυντές του; Αν ο ίδιος έχει αποδεχθεί ότι το «πρόβλημα» είναι το πρόβλημα, πόσο ικανός πιστεύετε ότι μπορεί να είναι να βγει έξω από αυτό, να σκεφτεί μια «λύση» και να την επικοινωνήσει με θετικό τρόπο, αυξάνοντας τις πιθανότητες για τη δημιουργία συνθηκών βελτίωσης;
Τελικά, το «πρόβλημα» δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πώς αντιδράμε σε αυτό.
Πραγματικά τώρα, μπορούμε να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα;
Μπορούμε να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα μέσω της σκέψης μας με την προϋπόθεση να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε.
Δεν είναι πάντα σαφές σε όλους ποιο είναι το αποτέλεσμα που επιδιώκουμε. Υπάρχει μια απίστευτη παρανόηση μεταξύ των όρων «στόχος» και «αποτέλεσμα». Οι πιο πολλοί σκεφτόμαστε και λειτουργούμε με στόχους. Σε μια συνεδρία coaching, ο πελάτης, που ήταν Εμπορικός Διευθυντής, μου ανέφερε ότι θέλει να αναπτύξει δύο στελέχη για να είναι σε θέση να αναλάβουν θέσεις business unit managers στην επόμενη χρονιά. Αυτό, ακριβώς, είναι μια σωστή διατύπωση ενός αποτελέσματος που επιθυμεί να επιτύχει και ως τέτοιο μου το είπε. Στη συνέχεια της συζήτησης, μου έκανε μια ευρεία αναφορά σε συγκεκριμένους στόχους για να επιτύχει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Για να είμαι ειλικρινής, συχνά όταν ρωτάμε κάποιο στέλεχος «τι θέλεις να πετύχεις φέτος;», οι απαντήσεις που επιστρέφουν είναι: Να αυξήσω το μερίδιο αγοράς από 12% στο 15%, να αυξήσω την κερδοφορία από 8% σε 10%,κλπ. Αυτοί είναι στόχοι. Το να γνωρίζει κάποιος τους στόχους είναι μέρος της διαδρομής, αλλά δεν αρκεί. Μη κάνουμε την υπόθεση ότι το αποτέλεσμα είναι αυτονόητο. Ένα στέλεχος πωλήσεων μου είπε κάποτε ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θέλει να πάρει πέντε μισθούς ως bonus πωλήσεων και να διεκδικήσει τον τίτλο του Επιθεωρητή Πωλήσεων Αττικής. Αυτό είναι το αποτέλεσμα, το «θέλω» του και για να πραγματοποιήσει θα πρέπει να επιτύχει συγκεκριμένους στόχους.
Επειδή, έχω ήδη αναφέρει ότι ο τρόπος σκέψης μας αντανακλά στην επικοινωνία μας, άρα και στις λέξεις που χρησιμοποιούμε, ποια από τις δύο φράσεις σας παρακινεί περισσότερο; «Θέλω να πάρω πέντε μισθούς bonus;» ή «πρέπει να αυξήσω τις πωλήσεις μου κατά 12%;»
Σκέψη προσανατολισμένη στο πρόβλημα vs. Σκέψη προσανατολισμένη στο αποτέλεσμα
Η σκέψη που είναι προσανατολισμένη στο επιθυμητό αποτέλεσμα μας δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουμε μια κατεύθυνση για το σκοπό που θέλουμε να επιτύχουμε. Είναι το αντίθετο της σκέψης που είναι προσανατολισμένη στο πρόβλημα. Αυτή εστιάζει στο τι είναι λάθος, στο γιατί έχει συμβεί το λάθος, στο ποιος φταίει, στο γιατί δεν έχουμε κάνει κάτι για να διορθώσουμε το πρόβλημα. Όλα αυτά τα ερωτήματα αφορούν στο παρελθόν, στο παρόν και όχι στο μέλλον. Η ένταση του προβλήματος αυξάνεται διότι ο τρόπος που έχουμε επιλέξει και αποφασίσει να σκεφτόμαστε μας κάνει να αισθανόμαστε άσχημα και επιπλέον μας απομακρύνει από τη λύση και το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Τα πέντε πλαίσια της επίλυσης προβλημάτων
Ο τρόπος που κοιτάζουμε το πρόβλημα, δίνει το πλαίσιο που θα μας δυσκολέψει ή θα μας διευκολύνει στην επίλυση του. Στο Νευρογλωσσικό Προγραμματισμό (NLP) αναφερόμαστε σε πέντε πλαίσια.
- Αποτελέσματα αντί για κατηγορίες/κρίσεις. Δεν έχει κανένα νόημα να ψάξουμε ποιος φταίει. Αυτό που ενδιαφέρει είναι που βρισκόμαστε τώρα, που θέλουμε να πάμε, τι πόρους διαθέτουμε και ποιο είναι το πλάνο δράσης μας.
- «Πώς» αντί για «γιατί». Στην επίλυση προβλημάτων οι ερωτήσεις του «πώς» είναι πιο χρήσιμες επειδή αποκαλύπτουν τη δομή του προβλήματος. Οι ερωτήσεις του «γιατί» μπορεί να μας δώσουν την αιτία του προβλήματος, δικαιολογίες και υποκειμενισμό.
- Δυνατότητες αντί για αναγκαιότητα. Ερωτήσεις όπως: «Τι είναι δυνατό να γίνει;» ή «Πώς θα μπορούσε να γίνει εφικτό;» είναι προτιμότερες από: «Τι πρέπει να κάνω;» ή «Τι δεν μπορούμε να κάνουμε σε αυτή την περίπτωση;»
- Feedback αντί για αποτυχία. Μας ενδιαφέρει να δούμε - διδαχθούμε από τις προσπάθειες που κάνουμε, ακόμη και αν γίνονται λάθη. Ας μη ξεχνάμε ότι τα λάθη ή οι αποτυχίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από βραχυπρόθεσμες περιστάσεις. Εμάς μας ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα. Χρήσιμες ερωτήσεις: Ποια είναι τα αποτελέσματα μέχρι τώρα; Τι έχουμε μάθει; Τι χρειάζεται να κάνω με διαφορετικό τρόπο;
- Περιέργεια αντί για Υποθέσεις. Η περιέργεια μας επιτρέπει να έχουμε ανοικτούς ορίζοντες και να σκεφτόμαστε εναλλακτικές. Αντίθετα, οι υποθέσεις περιορίζουν το εύρος των πιθανών λύσεων. Αν κάνουμε πάντα αυτό που πάντα κάναμε, θα έχουμε πάντα αυτό που πάντα είχαμε.
Πιστεύω να συμφωνείτε με το συλλογισμό ότι όταν υποθέτουμε, τότε δεν κάνουμε ερωτήσεις επειδή νομίζουμε ότι ήδη γνωρίζουμε τις απαντήσεις.
Μένοντας μέσα στο πρόβλημα, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε να επιτύχουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι ευκαιρίες πάντα υπάρχουν. Αρκεί να τις αναγνωρίζουμε ως ευκαιρίες!
Σχόλια