H ιστορία της Bic, της εταιρείας που έφτιαξε το πρώτο στυλό µε ηµεροµηνία λήξεως
Το στυλό µε µπίλια ήταν το πρώτο προϊόν που εµπορεύτηκε ο Μάρσελ Μπιχ, ένας διορατικός Γάλλος επιχειρηµατίας. Αυτό, όµως, που έκανε τη διαφορά από τα άλλα στυλό µε µπίλια ήταν ότι το δικό του ήταν το πρώτο αναλώσιµο στυλό, το πρώτο µε ηµεροµηνία λήξεως. Με αφετηρία το στυλό, ο Μπιχ θα δηµιουργούσε ένα κολοσσό, που στις µέρες µας πουλάει µερικά εκατοµµύρια διαφορετικά προϊόντα ηµερησίως.
Ο Μαρσέλ Μπιχ, δηµιουργός µιας ολόκληρης κουλτούρας που πρέσβευε το «χρησιµοποίησέ το και αργότερα πέταξέ το», γεννήθηκε στην Ιταλία από Γάλλους γονείς και ξεκίνησε την καριέρα του στο Παρίσι πουλώντας φακούς από πόρτα σε πόρτα. Η πρώτη του επαφή µε το στυλό µε την µπίλια ήταν όταν παρατήρησε τους Αµερικάνους στρατιώτες που το χρησιµοποιούσαν κατά τη διάρκεια του πολέµου.
Το 1945, ο Μπιχ και ο φίλος του, Εντουάρ Μπιφάρ, ίδρυσαν την εταιρεία Bic, όταν αγόρασαν σε τιµή ευκαιρίας ένα παλιό εγκαταλελλειμένο εργοστάσιο λίγο έξω από το Παρίσι, όπου κατασκεύαζαν εξαρτήματα για μηχανικά μολύβια και πένες ενώ ξαναγέµιζαν µε µελάνι τα στυλό διαρκείας, που µόλις είχαν κάνει την εµφάνισή τους στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν τα µοντέλα µε µελανοδοχείο, ενώ κάποια εισαγόµενα στυλό διαρκείας θεωρούνταν ακριβά και σχετικά αναξιόπιστα.
Ο Μπιχ γνώριζε ότι αν µπορούσε να δημιουργήσει ένα στυλό φθηνό και ποιοτικό, τότε θα αποσπούσε σημαντικό µερίδιο αγοράς. Σπεύδει λοιπόν να αγοράσει τα δικαιώματα για το όργανο γραφής με την περιστρεφόμενη μπίλια από τον Ούγγρο-Αργεντινό εφευρέτη, Λάζλο Μπίρο, και αρχίζει να πειραµατίζεται µε διάφορα στυλό διαρκείας, µε σκοπό να δημιουργήσει το πρώτο αναλώσιµο στυλό που θα πετιέται όταν τελειώνει το µελάνι του (οι πένες της εποχής ξαναγέµιζαν µε µελάνι – υπολογίζεται ότι ένα Bic μπορεί να γράφει σε μια απόσταση ως και τρία χιλιόμετρα).
Τελικά, το 1950, έβγαλε το προϊόν που επρόκειτο να αλλάξει για πάντα τον τρόπο γραφής και να απαλλάξει τους µαθητές όλου του κόσµου από το βραχνά του µελανιού και της πένας· το στυλό µε µπίλια ήταν πραγµατικότητα. Το στυλό αυτό, το Cristal Bic, που δεν διέφερε σε τίποτα από το σηµερινό, διέθετε διάφανο σώμα ώστε να είναι ευδιάκριτο το επίπεδο του μελανιού, αλλά το κυριότερο ήταν ότι µπορούσε να κατασκευαστεί και να πωληθεί πολύ φθηνά.
Η δημιουργία του πολυµήχανου επιχειρηµατία είχε άµεση ανταπόκριση από το γαλλικό κοινό. Ο Μπιχ ονόµασε το νέο στυλό «Bic», θεωρώντας ότι ήταν πιο εύηχο από το «Bich», καθώς η προφορά του επωνύμου του στα αγγλικά παραπέμπει σε λέξη που δεν ταιριάζει σε ονομασία προϊόντος. Μέσα σε δύο µόλις χρόνια, το στυλό µε την µπίλια γνωρίζει αναπάντεχη επιτυχία και πουλάει 21 εκατοµµύρια τεµάχια σε όλο τον κόσµο .
Το γράψιµο είχε ήδη γίνει ταχύτερο και η εφεύρεση µε την προσιτή σε όλους τιµή έγινε σύµβολο της νέας εποχής. Η επιτυχηµένη και βραβευµένη διαφηµιστική καµπάνια που το συνόδεψε –µε σλόγκαν «The First Time, Every Time»– απογείωσε τις πωλήσεις (στις αρχές Σεπτεμβρίου 2005 πωλήθηκε το στιλό διαρκείας νούμερο 100 δισ.) και µαζί την επιχείρηση του Μπιχ, η οποία στα επόµενα τριάντα χρόνια µεταµορφώθηκε σε ένα πολυεθνικό κολοσσό αξίας εκατοντάδων εκατοµµυρίων δολαρίων.
Το 1961, σε µια προσπάθεια να προσεγγιστούν τα παιδιά, δηµιουργήθηκε το λογότυπο µε σήµα τον µαθητή, που έχει στην πλάτη του ένα στυλό και αντί για κεφάλι µία µπίλια. Δίπλα στον µαθητή υπήρχε το όνοµα «Bic», µέσα σε ένα κόκκινο παραλληλόγραµµο µε στρογγυλεµένες γωνίες. Το λογότυπο δεν άλλαξε ποτέ, παρόλο που η εταιρεία επεκτάθηκε αργότερα και σε άλλες αγορές άσχετες µε τα στυλό (καλτσόν, γραφική ύλη, καραµέλες, εσώρουχα, αφρούς ξυρίσµατος κ.ά.).
Το 1971, ο άνθρωπος που «εκδημοκράτησε» τη γραφή, ενθαρρυµένος από την επιτυχία του στυλό, αποφάσισε να συνδέσει το όνοµά του και µε άλλα καθηµερινά και σύγχρονα αναλώσιµα είδη. Ένα χρόνο αργότερα, λάνσαρε δοκιµαστικά στη Σουηδία τον αναπτήρα Bic, τον πιο εύκολο σε χρήση που γνώρισε ποτέ ο καπνιστής: ελαφρύς, µε ελεγχόµενη φλόγα, άναβε ως και 3.000 φορές. Σύντοµα ο νέος αναπτήρας κατέκλυσε όλο τον κόσµο.
Την ίδια εποχή, η Bic ένωσε τις δυνάµεις της µε µία πρωτοπόρο ελληνική επιχείρηση κατασκευής ξυριστικών λεπίδων, τη Violex, και δηµιούργησε το πρώτο ξυραφάκι µίας χρήσεως, ίσως το πιο επαναστατικό ανδρικό αξεσουάρ της ιστορίας. Η ελληνική αγορά ήταν έτσι η πρώτη παγκοσµίως που υποδέχτηκε τα ξυραφάκια µίας χρήσεως της Bic.
Το 1976, τα ξυραφάκια εισήχθησαν στην Αµερική, όπου ανταγωνίστηκαν µε αυτά της Gillette. Ο αµερικάνικος γίγαντας είχε προηγούµενα µε τη γαλλική επιχείρηση αφού είχε δει δύο προϊόντα της (την πένα Papermate και τον αναπτήρα Cricket) να χάνουν την πρωτιά. Η µάχη και αυτή τη φορά ήταν σκληρή, όµως η Gillette κέρδισε περιορίζοντας την Bic σε µερίδιο αγοράς λιγότερο του 20%. Αυτή ήταν ίσως η µοναδική αποτυχηµένη κίνηση του Μπιχ, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί από το Time ως «τολµηρός επιχειρηµατίας, αλλά απίστευτα ξεροκέφαλος και ισχυρογνώµων».
Τη δεκαετία του ’70, ο Μαρσέλ Μπιχ, σε μια εμβληματική επιστολή προς τους μετόχους (αυτούσια η επιστολή έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της εταιρείας), αναφέρει κάποια από τα μυστικά της επιτυχίας του: «…Δεν είναι αποτέλεσμα σπουδών σε ένα πανεπιστήμιο της Αμερικής ή της Γαλλίας, αλλά αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς από τα 18 μου χρόνια στον επιχειρηματικό στίβο… Ο δρόμος για την επιτυχία βασίστηκε στην καλή πληροφόρηση, το ρίσκο, την καινοτομία και το επιθετικό μάρκετινγκ…».
Το µεγάλο πάθος του, όµως, ήταν η ιστιοπλοΐα, όπου επιχείρησε τέσσερις φορές, ανεπιτυχώς, να κατακτήσει το America’s Cup. Την πρώτη φορά, το 1970, όντας ο πρώτος από µη αγγλόφωνη χώρα που συμμετείχε, επένδυσε τρία εκατοµµύρια δολάρια και δούλευε 14 ώρες την ηµέρα για να ετοιµαστεί για το µεγάλο γεγονός. Δυστυχώς για τον ίδιο, το ιστιοφόρο του έχασε από νωρίς τον προσανατολισµό του µέσα στην οµίχλη.
Οι ιστιοπλοϊκές δραστηριότητες του Γάλλου επιχειρηµατία ήταν ίσως οι µοναδικές δηµόσιες εµφανίσεις του. Διατήρησε χαμηλό προφίλ, απεύφευγε τις συνεντεύξεις, ούτε επέτρεπε σε κανέναν να τον φωτογραφίσει. Όταν δεν ήταν στο γιοτ του, βρισκόταν στο σπίτι µαζί µε τη σύζυγο και τα 10 παιδιά τους. Πάντως, τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, σε ηλικία 80 χρονών, η εταιρεία του πουλούσε 21 εκατοµµύρια προϊόντα ηµερησίως.
Σχόλια