Σαν ανέκδοτο ακούγεται πλέον η λέξη «ανάπτυξη» σε μία χώρα με μακρά παράδοση στις κακές πολιτικές επιλογές. Μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων εναπόθεσαν τις τελευταίες τους ελπίδες στη νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση. Είναι πράγματι δυνατόν, ένα νέο κυβερνητικό σχήμα, με τις καλύτερες των προθέσεων, μέσα σε τέσσερα χρόνια, να φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη, να αλλάξει την πορεία της ελληνικής οικονομίας και, πολύ περισσότερο, να αλλάξει το ελληνικό δημόσιο, το οποίο μάχεται σθεναρά την εξέλιξη, την επιχειρηματικότητα και την κάθε είδους ανάπτυξη;
Απλά θα επιβεβαιώσω τους φόβους σας, ότι και το επόμενο διάστημα θα είναι δύσκολο. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μας, δεν αφορά σίγουρα τους Ευρωπαίους εταίρους μας και τους δανειστές μας. Εμείς δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την προικισμένη γη και τον φυσικό μας πλούτο, ούτε καν το εργατικό δυναμικό μας. Θα ακολουθήσουν ορισμένες συγκρίσεις με την γειτονική Ιταλία. Είναι περίπου διπλάσια σε έκταση, όμως σε όλα τα υπόλοιπα σημαντικά θέματα, είναι παραπλήσια. Πρόκειται για μία χώρα της Μεσογείου, με παρόμοιο πολιτισμό, δημοκρατία, ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη.
Θα ξεκινήσουμε με το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως οικονομία. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η αποδόμηση του αγροτικού πληθυσμού και η χαμηλή παραγωγή αγροτικών προϊόντων, επί σειρά δεκαετιών, φαίνεται ότι ουδέποτε απασχόλησε τις προηγούμενες κυβερνήσεις, ακόμη και τα τελευταία 10 χρόνιας της βαθιάς κρίσης. Η αλήθεια βρίσκεται στους αριθμούς, αφού εισάγουμε τεράστιες ποσότητες, σχεδόν σε όλα τα αγροτικά προϊόντα που παράγουμε και οι ίδιοι. Τα είδη διατροφής αφορούν το 20% περίπου της κατανάλωσης. Από αυτή την κατανάλωση τα μισά περίπου προϊόντα εισάγονται. Εάν μας χάριζαν όλα τα δάνεια που λάβαμε ως κράτος, την επόμενη μέρα θα είχαμε δημιουργήσει εκ νέου σοβαρά χρέη. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι εισάγουμε τεράστιες ποσότητες βόειου κρέατος, ενώ η παραγωγή μας κυμαίνεται τα τελευταία έτη περίπου σε 40 χιλ. τόνους, ενώ η γειτονική Ιταλία παράγει περισσότερους από 800 χιλ. τόνους.
Πιθανώς νομίζετε ότι τα ελλείμματα και το εξωτερικό χρέος προέρχονται από τα εισαγόμενα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη, ή τα αυτοκίνητα, που δεν παράγουμε. Όμως τα παραπάνω είδη αφορούν χρηστική περίοδο αρκετών ετών, αφού μία ηλεκτρική συσκευή αντικαθίσταται σε περίπου 3 ή 5 έτη και αντίστοιχα ένα αυτοκίνητο κάθε 5 έως 10 έτη. Τα τρόφιμα όμως αφορούν την καθημερινή κατανάλωση και οι εισαγωγές τους επιβαρύνουν με τον ίδιο καθημερινό ρυθμό το εξωτερικό χρέος.
Τα τελευταία 10 χρόνια της έντονης ανεργίας, παρά το ότι ο αγροτικός τομέας μπορούσε να αναπτυχθεί εκ νέου, δεν υπήρξαν οι σχετικές κρατικές στηρίξεις. Ένας νέος άνθρωπος που προέρχεται από αστική οικογένεια ή ακόμη και ένας άνεργος στην ηλικία των 35 έως 50 ετών, είναι αδύνατον να απασχοληθεί σε αγροτικές εργασίες ή να αναπτύξει σχετική επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού απαιτούνται σημαντικά κεφάλαια.
Αντιθέτως, το ελληνικό δημόσιο επιδόθηκε σε αλλεπάλληλες στηρίξεις των ελληνικών τραπεζών, συνολικά περί τα 64 δις με κανένα θετικό αποτέλεσμα για την οικονομία. Αυτό θα γίνει περισσότερο αντιληπτό μέσα στους επόμενους μήνες, που οι τράπεζες, τις οποίες στηρίξαμε με το παραπάνω, θα βγάλουν σε πλειστηριασμούς περισσότερα από 60.000 ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές. Μετά την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων, οι δανειολήπτες θα εξακολουθούν να χρωστούν μεγάλα ποσά, χωρίς να έχουν στην ιδιοκτησία τους πλέον τίποτα. Το γεγονός αυτό θα παρασύρει τις εμπορικές αξίες όλων των ελληνικών ακινήτων, σε τεράστια μείωση.
Το πρόβλημα που αναμένεται να αντιμετωπίσουμε με τους πλειστηριασμούς, θα μπορούσε ίσως να λυθεί με την αγορά των ακινήτων αυτών από αλλοδαπούς επενδυτές. Πράγματι, πολλοί βορειοευρωπαίοι ενδιαφέρονται να κατοικήσουν στις θερμές χώρες της Μεσογείου, μετά την συνταξιοδότησή τους. Ποιος όμως θα αγόραζε σπίτι στην Ελλάδα, όταν στις περισσότερες περιοχές το ρεύμα έχει χαμηλή τάση και χρειάζεσαι 4 ώρες για να μαγειρέψεις ένα φαγητό ή ανοίγεις την βρύση και περιμένεις 2 λεπτά για να έρθει νερό; Ποιος θα αγόραζε σπίτι σε μία χώρα χωρίς δρόμους και πεζοδρόμια;
Τα έργα υποδομής είναι και θα παραμείνουν επί μακρόν, ένα από τα δύο σημαντικότερα αντικίνητρα για τους ξένους επενδυτές. Δεν υπάρχουν τα χρήματα για έργα υποδομής, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξουν στο άμεσο μέλλον. Οι προβλέψεις για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, οριοθετούνται χρονικά στο μακρινό 2060. Το δεύτερο σημαντικότατο αντικίνητρο είναι οι υψηλές φορολογίες και «απρόβλεπτες» φορολογίες, αφού η αναξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου παραμένει ο μεγαλύτερος εχθρός για τις ξένες επενδύσεις. Απλά αναφέρω την διαπίστωση ενός πρόσφατου δημοσιεύματος, ότι η Ελλάδα είναι η πλέον απωθητική χώρα για επιχειρηματίες παγκοσμίως.
Αν πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να μας σώσει το ξενοδοχειακό προϊόν από το εξωτερικό χρέος που δημιουργούν οι εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων, σίγουρα κάνετε λάθος. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο, για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες εισάγουμε ακόμη και ρεύμα, ενώ τα κάθε είδους «ελληνικά» σουβενίρ, μέχρι και τα κοχύλια, εισάγονται από την Ασία. Ουσιαστικά κάνουμε απλώς εμπόριο και δεν πωλούμε ελληνικά προϊόντα στους τουρίστες, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται και το εξωτερικό χρέος. Ούτε καν οι επιδόσεις μας σε ξένους τουρίστες είναι σπουδαίες. Καταφέραμε να φτάσουμε τα 33 εκ. μόλις πέρυσι, ενώ η γειτονική Ιταλία, πολύ λιγότερο προικισμένη σε φυσική ομορφιά, έφτασε τα 94 εκ. ξεπερνώντας ακόμη και την Γαλλία σε διανυκτερεύσεις.
Ενώ λοιπόν, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης στον Αγροτικό και Τουριστικό τομέα, οι Έλληνες προτιμούν να κρατούν τα χρήματά τους στο σπίτι και να μην τα καταθέτουν στις τράπεζες, άρα να μην επενδύονται. Το γεγονός αυτό από μόνο του, αποκλείει την δύναμη του «πολλαπλασιαστή» χρήματος μέσα από το τραπεζικό σύστημα και καθηλώνει την οικονομία. Η «παγίδα των χαμηλών επιτοκίων» σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου, που απαιτεί πλήθος εξευτελιστικών διατυπώσεων για να πραγματοποιήσει κανείς μία απλή κατάθεση, εξακολουθούν να αποθαρρύνουν τους Έλληνες να «εμφανίσουν» τις αποταμιεύσεις τους. Αναλογιστείτε ότι για κατάθεση 200.000€ δίνεται ως επιτόκιο – κίνητρο 0,6%, δηλαδή 600€ τόκους για κάθε 100.000€ κατάθεσης. Απαιτείται φυσικά πόθεν έσχες, ενώ διακινδυνεύουν να κατασχεθούν από το ελληνικό δημόσιο ακόμη και «κατά λάθος». Σίγουρα κανείς δεν θα μεταφέρει τις αποταμιεύσεις του στις τράπεζες. Αυτό συνεπάγεται ότι οι Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ συνακόλουθα η ανάπτυξη δεν θα έρθει χωρίς Επενδύσεις, οι οποίες έχουν διακοπεί σχεδόν 10 χρόνια τώρα, που η Ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τέλμα.
Πηγές: Eurostat και Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία
Σχόλια