Για καιρό τώρα μ' απασχολούν οι λόγοι για την προτίμηση των Ελλήνων καταναλωτών στην αγορά εισαγόμενων προϊόντων. Έχω γράψει πολλές φορές για τους βαθύτερους λόγους, που πηγάζουν από την έλλειψη καταναλωτικής παιδείας και ξενομανίας, αλλά τελικά φαίνεται πως οι κυριότεροι λόγοι είναι δύο.
Πρώτον τα ελληνικά προϊόντα (τα περισσότερα τουλάχιστον), είναι πολύ ακριβότερα από τα εισαγόμενα.
Δεύτερον, οι μεγάλες λιανικές επιχειρήσεις (σούπερ μάρκετ), υψώνουν ολοένα και περισσότερα εμπόδια στις ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, για την τοποθέτηση των προϊόντων τους στα ράφια των καταστημάτων τους Με αποτέλεσμα, να στερούν από τους καταναλωτές τη δυνατότητα να τα επιλέξουν, αναγκάζοντάς τους να στρέφονται στα εισαγόμενα.
Είναι κατανοητό ότι από τη μια μεριά κάθε μεγάλη αλυσίδα διεκδικεί για τον εαυτό της περισσότερες πωλήσεις και κέρδη. Οι επιθετικές κινήσεις των μεγάλων ομίλων που προσπαθούν να διατηρήσουν τις πωλήσεις στα επίπεδα του 2011, παρόλο που ότι η κατανάλωση παρουσιάζει μεγάλη πτώση, αποσπούν μερίδιο από τις μικρότερες εταιρείες του κλάδου. Ενισχύοντας, δηλαδή τη διαδικασία συγκέντρωσης πλεονεκτημάτων για τον κλάδο.
Από την άλλη και σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, αντί να προβλέψουν και να οργανωθούν απέναντι στην κρίση είναι οι πρώτες που προσεγγίζουν τις μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής, αλλά κατόπιν εορτής. (Δηλαδή τώρα που παρουσιάζεται η ανάγκη). Το βασικό τους πρόβλημα συνίσταται στην αδυναμία τους να αποπληρώσουν τις υψηλές χρηματικές τους υποχρεώσεις απέναντι στους προμηθευτές τους, τους οποίους, σε ορισμένες περιπτώσεις αποπληρώνουν ακόμα και με ετήσιες επιταγές.
Μπορεί οι καταναλωτές να δείχνουν (σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες), πρόθυμοι να στηρίξουν τα ελληνικά προϊόντα, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να θωρακίσει τις εγχώριες επιχειρήσεις από την κρίση. Σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το 87% των καταναλωτών όταν βρίσκει στα σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα τα προτιμά σε σχέση με τα εισαγόμενα, όμως αυτό αφορά την πρόθεση αγοράς και όχι την τελική επιλογή που καθορίζεται από πλήθος παραγόντων, με κυριότερο την τιμή του προϊόντος έναντι του αντίστοιχου ξένου.
Έτσι, η ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων σκοντάφτει στο μικρό τους μέγεθος που δυσκολεύει την προώθηση και προβολή τους, και κυρίως στα εμπόδια που ορθώνει η φορομπηχτική πολιτική προς αυτές και το τσουχτερό μεταφορικό και ενεργειακό κόστος, που καθιστούν δύσκολη την προώθηση των ελληνικών προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές.
Παρατηρείται δε, ότι ένας μεγάλος όμιλος έχει περιορίσει σημαντικά τη λίστα με τους προμηθευτές του, με οδυνηρές συνέπειες για τους εγχώριους παραγωγούς. Το γεγονός αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό από το ότι, σε μεγάλη γκάμα προϊόντων οι καταναλωτές έχουν να επιλέξουν μόλις ανάμεσα σε δύο προϊόντα, ένα ξένο και ένα ελληνικό, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγεί στο φαινόμενο των «άδειων ραφιών», απέναντι στο οποίο βρίσκονται οι καταναλωτές σε εταιρείες- κολοσσούς του λιανεμπορίου, όπως η Carrefour, γεγονός που δίνει τροφή σε φήμες που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας της κρίσης.
Οι ισορροπίες στην αγορά μοιάζουν να ακροβατούν σε πολύ λεπτό σκοινί, καθώς οι μεγάλοι λιανεμπορικοί όμιλοι με στόχο τη ρευστότητα και οι μικροί την επιβίωση, επεκτείνουν τον χρόνο αποπληρωμής των προμηθευτών τους, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει τους 9-12 μήνες. Με τις φορολογικές και δανειακές υποχρεώσεις των τελευταίων όμως να «τρέχουν», οι προμηθευτές ασφυκτιούν και, από τη στιγμή που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις τρέχουσες υποχρεώσεις τους, τα κανόνια σκάνε εισάγοντας την αγορά σε έναν φαύλο κύκλο. Από την πλευρά τους, οι μεγάλοι χονδρέμποροι και οι βιομηχανίες κόβουν τις πιστώσεις παύοντας να προμηθεύουν µε πολλά προϊόντα τους τις αλυσίδες, ενώ και οι ίδιοι οι μεγάλοι όμιλοι του λιανεμπορίου μειώνουν την αποθήκη τους, περιορίζουν δηλαδή τα αποθέματά τους, για να βελτιώσουν τη ρευστότητα τους.
Ένας φαύλος κύκλος που δεν οδηγεί παρά μόνο στην εξάλειψη των ελληνικών προϊόντων, αναγκάζοντας τους Έλληνες καταναλωτές να στρέφονται στα εισαγόμενα, πολλές φορές όχι από πρόθεση, αλλά λόγω φθηνότερων τιμών, που οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις αδυνατούν να ακολουθήσουν για λόγους που έχουμε επισημάνει πολλές φορές από αυτή εδώ τη στήλη, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά τους.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Πάνου Τσαγκαράκη, στο Reporter.gr.
Σχόλια