Πού τέτοια τύχη. Εδώ δεν δίνουμε την ευκαιρία σε διεθνώς αναγνωρισμένα και ικανά ταλέντα, οικονομο-τεχνοκρατικά, ώστε να θέσουν επιτέλους τις βάσεις, μεταξύ άλλων, για ένα πεντασέλιδο, απλό κατανοητό, με δίκαια κριτήρια φορολογικό σύστημα, τόσο για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, όσο και για τους μισθωτούς και συνταξιούχους, που θα διασφαλίζει τη φορολογική συνείδηση των πολιτών, μέσω ασφαλιστικών δικλείδων που αποθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή. Όπου, επίσης, θα μπορούσαν να προβλέπονται απαλλαγές και κίνητρα για τις επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα και ανάπτυξη. Έτσι, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα η συμβολή μεγάλων οργανισμών και επιχειρήσεων στην οικοδόμηση εργαστηρίων, με σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό, πανεπιστήμιων και πολυτεχνικών σχολών, που θα παρείχαν πραγματικές ευκαιρίες στα λαμπρά ελληνικά ταλέντα που φοιτούν σε αυτά.
Επανέρχομαι στο θέμα, αν και έχω συχνά αναφερθεί – μέσω της στήλης αυτής – στην ανάγκη διαχείρισης και αξιοποίησης των ελληνικών επιστημονικών ταλέντων, ορισμένα από τα οποία λιμνάζουν ανεκμετάλλευτα στη χώρα μας με αποτέλεσμα να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Εκεί, δηλαδή, όπου υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αξιοποίησή τους από οργανισμούς και επιχειρήσεις, αλλά και επιστημονικές κοινότητες. Ως γνωστόν, βασική αιτία μη αξιοποίησης των επιστημόνων στη χώρα μας είναι η έλλειψη των κατάλληλων εργαστηρίων, αλλά και των απαραίτητων κεφαλαίων για να υποστηριχθούν αυτά τα εργαστήρια, είτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο, είτε στην έρευνα και ανάπτυξη βιομηχανικών επιχειρήσεων, στα οποία εκκολάπτονται, αναδεικνύονται και αξιοποιούνται τα ταλέντα αυτά.
Τα παραπάνω έρχεται να επιβεβαιώσει νέα έρευνα του McKinsey Technology Institute, η οποία καταδεικνύει, ότι τα υψηλότερα σε απόδοση εργαστήρια, χρησιμοποιούν τις καλύτερες πρακτικές διαχείρισης ταλέντων. Αυτό σημαίνει, ότι από το 1 τρισ. δολάρια που δαπανώνται κάθε χρόνο παγκοσμίως για την έρευνα και ανάπτυξη, στις επιχειρήσεις και τον ακαδημαϊκό κόσμο, το 40% πηγαίνει στις αμοιβές των ανθρώπων αυτών. Η ομάδα ερευνητών του McKinsey, πήρε συνεντεύξεις και μελέτησε παγκόσμιας κλάσης ερευνητές και ακαδημαϊκούς, σε μια σειρά από κλάδους, για να κατανοήσει τι οδηγεί την παραγωγικότητα της έρευνας των εργαστηρίων.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως τα καλύτερα, ανεξαρτήτως ειδικότητας και κλάδου, εργαστήρια μοιράζονται ένα μοντέλο συμπεριφοράς, βασισμένο σε έξι πρακτικές: τα ταλέντα, τις στρατηγικές και τους ρόλους τους, τη συνεργασία, την επίλυση προβλημάτων, το χαρτοφυλάκιο και τη διαχείριση έργων και βέβαια την ευθυγράμμιση τους με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και της αγοράς. Για να κατανοήσουν δε, ποια είναι τα στοιχεία αυτά, που χαρακτηρίζουν τα καλύτερα εργαστήρια, μελέτησαν 4.500 χιλιάδες ερευνητές, από 200 εργαστήρια πανεπιστημίων και βιομηχανιών αυτοκινήτων, βασικών υλικών, υψηλής τεχνολογίας και φαρμακευτικών προϊόντων.
Το συμπέρασμα που εξάγεται, είναι ότι η σωστή διαχείριση ταλέντων, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, βοηθά την έρευνα και την ανάπτυξη. Ενώ, όλες οι πρακτικές που ερευνήθηκαν σχετίζονται σαφώς με την υψηλή απόδοση των εργαστηρίων, το ταλέντο αποδεικνύεται πως είναι ο σημαντικότερος μοχλός ώθησης της παραγωγικότητάς τους και καταδεικνύει το υψηλό επίπεδο συσχέτισης. Ενδιαφέρον ακόμα, είναι το γεγονός ότι η διαχείριση ταλέντων είναι η πρακτική που έχει τη μεγαλύτερη ευκαιρία για βελτίωση, κάτι που μπορεί να βελτιώσει δραστικά την παραγωγικότητα στην έρευνα & ανάπτυξη, ανεξάρτητα από το σημερινό της επίπεδο. Η σωστή διαχείριση ταλέντων αποτελεί την καλύτερη πρακτική για την βελτίωση της παραγωγικότητας. Η στρατηγική είναι η δεύτερη πρακτική που σχετίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαστηρίων, αλλά στο σημείο αυτό οι ανταποκρινόμενοι στην έρευνα βλέπουν λιγότερες ευκαιρίες βελτίωσης. Τα κορυφαία σε κατάταξη ακαδημαϊκά εργαστήρια, είναι πέντε φορές πιο παραγωγικά, από εκείνα που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο.
Παρόμοιες διαφορές υπάρχουν και στα βιομηχανικά εργαστήρια. Ωστόσο, πολλά ερευνητικά εργαστήρια δεν έχουν σωστή αντίληψη για το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους, επειδή οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί υπερεκτιμούν τις επιδόσεις τους. Σύμφωνα με την έρευνα, το 12% των ερευνητών θεωρούν ότι το δικό τους εργαστήριο βρίσκεται στην κορυφή, δηλαδή στο 1% των καλύτερων εργαστηρίων. Και το 70% πιστεύουν ότι βρίσκονται μεταξύ των 25 κορυφαίων εργαστηρίων. Οι περισσότεροι ερευνητές, δεν γνωρίζουν πόσο πολύ παραγωγικά είναι τα μεγάλα εργαστήρια ή πως το πέτυχαν αυτό. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα εργαστήρια αυτοαξιολογούνται με συγκεκριμένες μόνο βασικές μετρήσεις απόδοσης. Με αποτέλεσμα να έχουν συχνά καλύτερη εικόνα για την κατάσταση τους, στρεβλώνοντας περαιτέρω και την αντίληψή τους για τη διαχείριση ταλέντων που εφαρμόζουν. Οι ερευνητές που πιστεύουν ότι το εργαστήριο τους αποδίδει καλά, υποθέτουν ότι και οι πρακτικές διαχείρισης των ταλέντων που ακολουθούν, είναι επίσης σωστές.
Δίνοντας την ευκαιρία στα ελληνικά επιστημονικά ταλέντα, να αναδείξουν το ταλέντο τους, δίνουμε στην Ελλάδα την ευκαιρία να μεγαλουργήσει!!!
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Πάνου Τσαγκαράκη στο reporter.gr
Σχόλια