Ηταν στραβό το επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα, ήρθε και η κρίση, δίνοντας το τελικό χτύπημα. Σήμερα εκτιμάται ότι περισσότερες από 3.000 επιχειρήσεις έχουν μετοικήσει στο εξωτερικό, κυρίως σε Βουλγαρία, Αλβανία, Τουρκία, Κύπρο, Λονδίνο και Ολλανδία.Στη γραφειοκρατία, στις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και τις πανάκριβες υπηρεσίες, η κρίση προσέθεσε την έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης και κυρίως της αξιοπιστίας των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας της «Κ», διαπιστώθηκαν τέσσερα κύματα μετανάστευσης ελληνικών επιχειρήσεων.
Τα τέσσερα κύματα
Στην αρχή της κρίσης (2010), οι πιο τολμηροί ήταν κυρίως μεσαίες επιχειρήσεις από τον κλάδο των υπηρεσιών ή μικρές βιοτεχνικές μονάδες.
Σε αυτό το πρώτο κύμα «μεταναστών» ήταν πολλές επιχειρήσεις από τον κλάδο των διεθνών μεταφορών ή σχετικών με τον κλάδο των φορτηγών (π.χ. εταιρείες μετακομίσεων). Οι επιχειρήσεις αυτές προτίμησαν κυρίως τη Βουλγαρία και την Ολλανδία.
Το δεύτερο κύμα (2011) ήταν μικρότερες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες προτίμησαν κυρίως την Κύπρο και το Λονδίνο (οι πιο τολμηρές πήγαν ΗΠΑ ή Αυστραλία) με στόχο να μειώσουν το λειτουργικό κόστος, τις μη μισθολογικές δαπάνες και κυρίως για να συνεργαστούν με τράπεζες του εξωτερικού, και να αποκαταστήσουν ένα πιο αξιόπιστο προφίλ έναντι των ξένων πελατών και προμηθευτών.
Το τρίτο κύμα (2012) μετοίκισης επιχειρήσεων προήλθε από την πολιτική αβεβαιότητα εν όψει των δύο εκλογικών αναμετρήσεων και του φόβου εξόδου της Ελλάδας της Ευρωζώνης.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, σχεδόν οι μισές εκροές καταθέσεων που σημειώθηκαν τους τελευταίους δύο μήνες αφορούσαν μεταφορές κεφαλαίων επιχειρηματιών προς ξένες τράπεζες. Οι καταθέσεις αφορούσαν είτε εταιρικούς λογαριασμούς είτε φυσικών προσώπων (π.χ. κατάθεση ελεύθερου επαγγελματία ο οποίος μετέφερε την έδρα στο εξωτερικό). Η επιστροφή των καταθέσεων αυτών θεωρείται πλέον μάλλον δύσκολη.
Το τέταρτο κύμα μετακόμισης συμβαίνει σήμερα: ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρές επιχειρήσεις που βλέπουν συναδέλφους τους στο εξωτερικό να μη βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με την ελληνική εφορία, το ελληνικό Δημόσιο, την έλλειψη ρευστότητας κ.λπ. Μαθαίνουν πόσο εύκολα και χωρίς υψηλό κόστος έφυγαν οι άλλες επιχειρήσεις από την Ελλάδα και παίρνουν την απόφαση να κάνουν και αυτοί το μεγάλο βήμα.
«Γιατί άλλαξα χώρα»
Η «Κ» κατέγραψε μία περίπτωση ελεύθερου επαγγελματία, ο οποίος αποφάσισε να μεταφέρει τη φορολογική του έδρα στο Λονδίνο, ύστερα από μια απίστευτη ταλαιπωρία με την εφορία: Είχε κάνει αίτηση να κλείσει το ανενεργό μπλοκάκι του και αφού είχε περάσει από όλα τα τμήματα της ΔΟΥ, το θέμα «κόλλησε» στο μητρώο. Ποιο ήταν το πρόβλημα; Η τελευταία απόδειξη είχε κοπεί πριν από δύο χρόνια. Ετσι, λοιπόν, η αίτηση διακοπής έγινε για το 2010. Ομως, ο δεύτερος γάμος του είχε δηλωθεί στο μητρώο το 2011. Τι σχέση έχει αυτό; Η ΔΟΥ δεν δεχόταν να κλείσει το μπλοκάκι πριν από την τελευταία μεταβολή του μητρώου. Οι λύσεις που του δόθηκαν ήταν οι εξής δύο: είτε να «ακυρώσει» (!) τον γάμο στο μητρώο, να κλείσει το μπλοκάκι και μετά να ξαναδηλωθεί ο γάμος, είτε να κάνει αίτηση από την αρχή ώστε να γίνει η διακοπή του ελεύθερου επαγγέλματος μετά τον γάμο. «Ε, αυτό ήταν! Είπα κάντε ό,τι θέλετε, κλείστε τα όλα, πείτε πόσα χρωστάω και αλλάζω χώρα. Οχι σπίτι. Εκανα ό,τι έκαναν άλλοι συνάδελφοι: σπίτι και διακοπές στην Ελλάδα – δουλειά και εφορία, τράπεζες, ασφάλειες, περίθαλψη και ό,τι άλλο σχετίζεται με κράτος, σε άλλη χώρα. Πήγα Λονδίνο. Η διαδικασία κράτησε πέντε μέρες, το κόστος λειτουργίας μειώθηκε στο ένα τρίτο, οι ασφαλιστικές μου εισφορές στο μισό και, κυρίως, βρήκα την ησυχία μου», ανέφερε χαρακτηριστικά. Δυστυχώς, η περίπτωση αυτή δεν είναι η μοναδική.
Το θέμα είναι ότι φεύγουν αυτοί που μπορούν, δηλαδή υγιείς επιχειρήσεις, εις βάρος της ελληνικής οικονομίας.
Κανόνες σταθεροί, απλοί και αυστηροί
Μικρομεσαίοι που άλλαξαν έδρα περιγράφουν τις πρώτες εντυπώσεις τους από τη νέα τους επιχείρηση στο εξωτερικό:
- Η τράπεζα όχι μόνο δεν αρνείται να εξετάσει τη χρηματοδότηση, αλλά ρωτάει αν η εταιρεία θέλει να ξεκινήσει κάποια διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και εύρεσης νέων μετόχων.
- Οι ασφαλιστικές εταιρείες δέχονται ευκολότερα και με μικρότερο σχετικά κόστος την κάλυψη αστικών, νομικών και άλλων κινδύνων.
- Οι αντισυμβαλλόμενοι, δηλαδή προμηθευτές και πελάτες, νιώθουν πιο ασφαλείς όταν έχουν απέναντί τους μία εταιρεία που ελέγχεται και διέπεται π.χ. από το βρετανικό δίκαιο από ό,τι το ελληνικό, και ταυτόχρονα διαθέτει εγγυήσεις ξένης τράπεζας.
- Η επαφή με την εφορία, τις εποπτικές αρχές και άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ολα γίνονται ηλεκτρονικά, ακόμα και η δήλωση των εργαζομένων στον αντίστοιχο «ΟΑΕΔ» και οι πληρωμές των ασφαλιστικών εισφορών.
- Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με την υποστήριξη μιας επιχείρησης είναι τόσο φθηνή, που ίσως να μην αξίζει ο επιχειρηματίας ή τα στελέχη της εταιρείας να ασχολούνται προσωπικά με την καθημερινή διαχείριση.
- Το θεσμικό πλαίσιο, το φορολογικό καθεστώς και γενικά οι «κανόνες του παιχνιδιού» είναι γνωστά, απλά, σταθερά και αυστηρά. Ο υπάλληλος μιας δημόσιας υπηρεσίας πρώτα ενημερώνει τον επιχειρηματία για το τι πρέπει να προσέχει, μετά τον προειδοποιεί και στο τέλος τον ελέγχει και τον τιμωρεί.
Απώλειες για τη χώρα
Το θέμα της μετοίκισης ελληνικών επιχειρήσεων έχουν θίξει κατά καιρούς τα επιμελητήρια και φορείς της αγοράς. Οι έμποροι (ΕΣΕΕ) είχαν μιλήσει από το 2010, όταν τότε είχε καταγραφεί φυγή περίπου 1.500 επιχειρήσεων στο εξωτερικό, ενώ ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κώστας Μίχαλος, μιλώντας στην «Κ» σημείωσε ότι το πρόβλημα της μετοίκισης ελληνικών επιχειρήσεων είναι διττό: Πρώτον, φεύγουν από την Ελλάδα οι επιχειρήσεις που μπορούν, δηλαδή οι πιο ανταγωνιστικές, οι πιο υγιείς. Αυτό επιδεινώνει την ανταγωνιστικότητα και τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, καθώς φεύγουν οι επιχειρήσεις αυτές, χάνονται θέσεις εργασίας, φορολογικά έσοδα και ασφαλιστικές εισφορές.
Τι αναζητούν, όμως, όσοι κάνουν το «μεγάλο βήμα» για το εξωτερικό; Η ΕΣΕΕ απαντά: Καλύτερο οικονομικό κλίμα, οικονομική και πολιτική σταθερότητα, επενδυτικό και φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, απλό και σταθερό φορολογικό πλαίσιο, χαμηλότερο κόστος του εξειδικευμένου προσωπικού, ευκολότερη χρηματοδότηση, λιγότερη γραφειοκρατία.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Λεωνίδα Στεργίου στο kathimerini.gr
Σχόλια